Ένας μουσικός του δρόμου παίζει βιολί απέναντι από τη Μητρόπολη. Ένας βιαστικός περαστικός φρενάρει απότομα και σταματάει μπροστά του. Με το ένα χέρι ρίχνει λεφτά μέσα στη θήκη του βιολιού. Με το άλλο χέρι βγάζει το κινητό του, καλεί την καλή του, μάλλον, και μόλις ακούσει τη φωνή της, απομακρύνει τη συσκευή από το αυτί και τη φέρνει σε απόσταση αναπνοής από το πλανόδιο δοξάρι. Χαμογελάει ο περαστικός. Χαμογελάει ο βιολιστής. Χαμογελούν τα κέρματα μέσα στη θήκη του βιολιού και οι νότες στο κομμάτι. Η μόνη που δεν χαμογελά είναι η αόρατη ακροάτρια στην άλλη άκρη της γραμμής, που ακούγεται να επαναλαμβάνει, μηχανικά και αμήχανα ταυτόχρονα: «Κώστα, δεν σε ακούω. Πού είσαι, Κώστα; Τι λες; Δεν σε ακούω.»
Ολοκληρώνει ο βιολιστής και ο περαστικός κλείνει και ρίχνει μέσα στην τσέπη το τηλέφωνο. Οι δυο τους αποχαιρετιούνται με ένα βλέμμα συνωμοτικό, με μια ανείπωτη υπόσχεση: Ό,τι και να συμβεί, όσα και να περάσουν χρόνια, αυτό θα είναι για πάντα το κομμάτι τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου