κατα τη διαρκεια της πρωτης καραντινας αρχισα να περπατω εδω, στα μονοπατια. στην αρχη το ξεκινησα σαν ασκηση, αφου φοβηθηκα πως ο εγκλεισμος κ τα βλαβερα του παρελκομενα θα προκαλουσαν ανεπανορθωτη ζημια στη σωματικη κ ψυχικη υγεια μου. συντομα, ομως, αυτη η συνηθεια πηρε πιο ψυχαγωγικες, ασπουμε, διαστασεις. ετσι οπως ημουν καταδικασμενος να ζω ολομοναχος σε ενα σπιτι μες στην ερημια, αυτες οι βολτες αρχισαν να γινονται κατι σαν υποκαταστατο εκεινων που υπο κανονικες συνθηκες θα εκανα στις πολεις οπου ζω, αναμεσα στα μπαρ κ στα σπιτια των φιλων μου.
δεν μπορω να πω οτι περπατωντας εδω στις εξοχες ανεκτησα την κοινωνικη ζωη μου, αλλα ακομα κ ενας συντομος χαιρετισμος με καποιον αλλο πεζοπορο που θα συναντουσα τυχαια μες στο δασος ή κατω στα βραχια στην ακτη με βοηθουσε να θυμηθω πως ειναι η επαφη με τρισδιαστατους ανθρωπους.
η πραγματικη, ομως, νεα επαφη που απεκτησα ητανε με τα φυση κ τα ολα τα αλογα στοιχεια της: τα δεντρα που ανθιζαν ξεδιαντροπα τριγυρω μου, τα αγριοσκυλα που διασκεδαζαν αφανταστα τρομαζοντας με, τα φιδια που ξυπνουσαν απο τη χειμερια ναρκη τους κ ηθελαν απεγνωσμενα να διηγηθουν σε καποιον το ονειρο που μολις ειχαν δει κ που παραδοξως εμοιαζε πολυ με τη δικη μας νεα πραγματικοτητα, τα ψαρια, τα πουλια, τα εντομα κ ολα τα κτηνη γενικα που υπαρχουν εκει εξω.
κατα τη διαρκεια της πρωτης καραντινας οι μερες που μισουσα ηταν αυτες οπου εβρεχε. ηταν εκεινες οι αποτροπαιες καταιγιδες στα τελη του μαρτιου που με εγκλωβιζαν ολη τη μερα μες στο σπιτι κ απεναντι απο την οθονη μου κ με κατεθλιβαν σε βαθμο που ειχα αρχισει να νοσταλγω παλιες κακες συνηθειες αποδρασης απο την τοτε καθημερινοτητα μου. απο την αλλη, ομως, ειχα -κ εχω ακομα, δηλαδη- απεριοριστη εμπιστοσυνη στις κινησεις των πλανητων κ στους μηχανισμους του συμπαντος κ εβλεπαν που ολοενα μεγαλωναν οι μερες κ ο ηλιος εριχνε τις ακτινες του ολο κ πιο καθετα επανω στα κεφαλια μας κ ελεγα δεν μπορει, θα ερθει το καλοκαιρι.
υστερα απο μια τετοια μερα βροχερη βγηκε ξανα ο ηλιος, κ μολις τον ειδα εσπευσα να φορεσω τα παπουτσια μου να βγω να περπατησω. βγηκα κ ακολουθησα την ιδια σχεδον διαδρομη που εκανα καθε μερα. διεσχισα τον κεντρικο δρομο του μικρου παραθαλασσιου οικισμου, τραβηξα την αποτομη ανηφορα που παει προς την εθνικη οδο κ υστερα, λιγο πριν διασταυρωθω με τον μηχανοκινητο πολιτισμο, πηρα το αγαπημενο μονοπατι μου κ αρχισα να περπατω αναμεσα στα δεντρα.
ετσι οπως περπατουσα αμεριμνος κ χωρις να δινω σημασια στις προειδοποιησεις των πουλιων που πετουσαν απο πανω μου φωναζοντας μου να γυρισω πισω οσο ακομα ηταν νωρις, ουτε που το καταλαβα οτι το μονοπατι μου -το μονοπατι που ειχα ηδη διασχισει ενα σωρο φορες κ το ειχα μαθει απεξω- αυτη τη φορα κατεληγε σε ενα περαν καθε λογικης πετρινο αδιεξοδο.
ξαφνιαστηκα, τρομαξα σχεδον. πώς ηταν δυνατον να μην ειχα προσεξει τοσο καιρο ολον αυτον τον τοιχο; μηπως ο ενθουσιασμος μου με ειχε παρασυρει σε καποιο αλλο μονοπατι αγνωστο; μηπως τον ειχαν χτισει την προηγουμενη ημερα που η βροχη δεν με αφησε να βγω απο το σπιτι για να μου κανουν εκπληξη; μηπως ο τοιχος αυτος ο πετρινος υπηρχε απο παντα κ αθελα μου ολες τις προηγουμενες φορες περνουσα απο μεσα του χωρις να πληγωθει -χαρη στην αγνοια- κανεις απο τους δυο μας; ή μηπως τελικα η μοναξια με ειχε βαρεσει κατακεφαλα κ τωρα ετοιμαζομουν να βαρεσω κατακεφαλα κ εγω τον τοιχο που με εμποδιζε να παω παρακατω;
με αυτες τις σκεψεις αφησα το μονοπατι πισω μου κ αρχισα να βαδιζω παραλληλα με αυτο το τοσο ενοχλητικο κατασκευασμα, ψαχνωντας τροπο για να το προσπερασω. πρεπει να περπατησα αρκετα. κ ετσι οπως το εδαφος γινοταν ολο κ πιο ανηφορικο καποια στιγμη κουραστηκα. ειπα να κανω πισω, αλλα το πεισμα δεν με αφηνε να υποχωρησω ετσι ευκολα. κ τοτε μου ηρθε μια ιδεα. ο τοιχος δεν ηταν παρα μισο μετρο ψηλοτερος απο μενα κ σε πολλα σημεια οι πετρες του μπορουσαν να γινουν σκαλοπατι. με ελαχιστη προσπαθεια θα καταφερνα ευκολα να σκαρφαλωσω κ να υπερπηδησω αυτο το ανωφελο κ απροσκλητο εμποδιο. ενδεχομενως με την πραξη μου αυτη να παραβιαζα τα ορια καποιας ιδιοκτησιας. αλλα κ η ιδιοκτησια αυτη δεν ειχε ηδη παραβιασει τα δικα μου ορια θετοντας αλλα ορια ανεξελεγκτα στις δικαιες επιθυμιες κ ορεξεις μου. ναι, σιγουρα, εαν με επιαναν, αυτη θα ηταν η υπερασπιστικη γραμμη μου. συγγνωμη, θα τους ελεγα, αλλα εσεις το ξεκινησατε.
ετσι, βρηκα μια πετρα να εξεχει της τοιχοδομης κ πατησα επανω της, πιαστηκα απο μια αλλη πιο ψηλα, τεντωθηκα.. κ τοτε ακουσα -διπλα μου σχεδον- μια φωνη να λεει: "ψαχνετε κατι; θελετε βοηθεια;"
*
πριν ξεκινησω να γραφω τη συνεχεια της χθεσινης ιστοριας, εριξα μια ματια σε οσα ειχα ηδη γραψει, κ προς μεγαλη μου εκπληξη, προσεξα οτι ειχα ξεχασει να αναφερω κατι πολυ σημαντικο: τον φιλο μου τον χαρη.
ο οποιος χαρης δεν ειναι φιλος μου ακριβως, αλλα ασπουμε κατι σαν γειτονας επι τιμη, αφου ειναι ενας απο τους ελαχιστους μονιμους κατοικους του οικισμου, απο αυτους που μενουν, δηλαδη, εδω χειμωνα-καλοκαιρι. κ ουτε χαρη τον λενε βασικα, αλλα ειπα να χρησιμοποιησω ενα τυχαιο ονομα -το κανω αυτο καμια φορα- αφου ξερω οτι διαβαζει αυτα που γραφω ανελλιπως κ φοβαμαι οτι δεν θελει να τον εκθεσω κ να τον μπλεξω σε καταστασεις που τοσο καιρο παλευει να αποφυγει.
ο χαρης, λοιπον, ζει τη δικη του καραντινα εδω κ εικοσι χρονια, απο τοτε δηλαδη που παρατησε τη δουλεια του στην αθηνα κ μετακομισε στην επαρχια για να αλλαξει παραστασεις, να τα βρει με τον εαυτο του, να επαναπροσδιορισει τον ρολο του σε αυτον τον κοσμο, να ασχοληθει με το ψαροντουφεκο πλαγιας κ το επιτραπεζιο ακοντιο κ αλλα τετοια ομορφα που μου λεει καθε φορα που τον συναντω στον δρομο.
απο τον χαρη εμαθα οτι υπαρχουν στην περιοχη αυτα τα ωραια μονοπατια κ στην αρχη, μια-δυο φορες, βγηκαμε να περπατησουμε παρεα, αλλα επειδη αυτος, που ειναι πολυ πιο εμπειρος, σκαρφαλωνε παντου σαν το κατσικι κ ετρεχα εγω απο πισω του ασθμαινοντας, αγκομαχωντας κ χαροπαλευοντας, αποφασισα να το διαλυσουμε κ να συνεχισω κανοντας σολο καριερα ως περιπατητης.
οταν του το ειπα, το πηρε μαλλον ψυχραιμα κ αφου με αποκαλεσε ριψασπι, κοτα κ φυγοπονο (με αυτη τη σειρα), μου ευχηθηκε καλη τυχη κ μου εδωσε "καλου-κακου" το τηλεφωνο του, τονιζοντας μου με νοημα να μην διστασω να το χρησιμοποιησω, εαν υπαρξει καποιο προβλημα. "τι προβλημα θα μπορουσε να υπαρξει, δηλαδη;" τον ρωτησα με ειλικρινη αφελεια. "ξερωγω", μου ειπε αυτος, "μπορει να συναντησεις κανενα αγριογουρουνο". "καλα, ναι, εννοειται", τον διαβεβαιωσα, "αμα δω αγριογουρουνο να ορμαει καταπανω μου, θα του πω: κατσε ρε, να παρω ενα τηλεφωνο τον φιλο μου τον χαρη κ θα δεις τι εχεις παθεις, κακομοιρη μου." "αμα ειναι, τα λεμε", ειπε ο χαρης εμφανως συγκινημενος κ χαθηκε στο ηλιοβασιλεμα.
εκτοτε, τον συναντουσα πού κ πού στα μονοπατια, λεγαμε ενα "γεια", ενα "τι νεα; ολα καλα;", ενα "σαλτα γαμησου" κ υστερα τραβουσε ο καθενας τον δρομο του. ε, αυτο που ξεχασα να γραψω χθες ηταν οτι τον χαρη τον συναντησα κ τη μερα εκεινη να κατηφοριζει το μονοπατι που εγω ανεβαινα, καποιες εκατονταδες μετρα πριν πεσω πανω στον τοιχο κ στο αδιεξοδο. χαιρετηθηκαμε κ τολμω να πω οτι μου φανηκε καπως πιο ευδιαθετος απο οτι συνηθως ή εστω καπως λιγοτερο βλαμμενος κ φευγαλεα σκεφτηκα οτι ισως θα μπορουσα να τον καλεσω καμια μερα στο σπιτι για καφε, διακινδυνευοντας ισως τα αποθεματα μου σε βουτηματα κ τα εναπομειναντα εγκεφαλικα μου κυτταρα.
οταν, στη συνεχεια, συναντησα τον τοιχο κ αρχισα να ψαχνω να βρω τροπο για να τον παρακαμψω, τον ξαναθυμηθηκα κ αποφασισα πως εχει ερθει η ωρα να παρω τη βοηθεια του τηλεφωνου. ετσι, εβγαλα απο την τσεπη μου το κινητο, εψαξα στις επαφες το ονομα του κ τον καλεσα:
-ποιος ειναι;
-ελα, ρε. ο γιαννης ειμαι.
-το ξερω. εχω αναγνωριση.
-ε, τοτε.. τι με ρωτας ποιος ειναι;
-καπως πρεπει να απανταω στο τηλεφωνο.
-οκ, ενταξει, λογικο.
-τι εγινε; ολα καλα;
-ναι, δηλαδη οχι, δηλαδη.. να σου πω.. συγγνωμη κιολας, αλλα ειδες σημερα καθως περπατουσες τιποτα περιεργο;
-τι σοϊ περιεργο, δηλαδη;
-ξερωγω, κανεναν ασπουμε τοιχο;
-τοιχο;
-ναι, τοιχο.
-δεν σε πιανω.
-στο μονοπατι που σε συναντησα νωριτερα, δεν βρηκες εναν τοιχο ακυρο, που κανονικα δεν θα επρεπε να βρισκεται σε εκεινο το σημειο;
-κοιτα, εμενα ολοι οι τοιχοι ακυροι μου φαινονται. κ γενικα δεν πιστευω στον αστικο πολιτισμο. κ ουτε μου αρεσει να καταπινω αμασητα ολα αυτα που μας σερβιρουν. οχι, ρε φιλε.. επειδη, δηλαδη, θελουν καποιοι να μας κανουν πιονια κ πειραματοζωα για να παιζουν με τις ζωες μας, πρεπει κ εμεις να σκυβουμε το κεφαλι κ να λεμε σε ολα ναι;
-ναι.
-τι ναι;
-ναι, δικιο εχεις.
-ε, αντε μπραβο.
-ευχαριστω.
-να σου πω, γιατι με πηρες, ομως; εχεις μηπως καποιο προβλημα;
-η αληθεια ειναι πως εχω.
-τι προβλημα;
-εμ.. ενα αγριογουρουνο.
-αληθεια; πού;
-στο μονοπατι που με συναντησες προηγουμενως. φοβαμαι, σου λεω. ελα γρηγορα.
-μην ανησυχεις. ερχομαι τωρα τρεχοντας. βρες καποιον τροπο να το απασχολησεις κ σε δεκα λεπτα θα ειμαι εκει.
-ναι, ενταξει, το εχω.. θα του πω κανενα ανεκδοτο.
-ερχομαι, ερχομαι.
εκλεισα το τηλεφωνο κ το εριξα ξανα στη τσεπη μου. συνεχισα να βαδιζω κατα μηκος του τοιχου ψαχνοντας να βρω τροπο για να τον παρακαμψω, κ αφου ο χαρης στο μεταξυ ακομα ερχοτανε, σκεφτηκα να σκαρφαλωσω τον τοιχο για να δω τι υπαρχει απο πισω. ετσι, βρηκα καπου μια πετρα να εξεχει, πατησα πανω της, πιαστηκα απο μια αλλη πιο ψηλα, τεντωθηκα.. κ τοτε ακουσα -διπλα μου σχεδον- μια φωνη να λεει: "ψαχνετε κατι; θελετε βοηθεια;"
*
οταν ακουσα τη φωνη αυτη να με ρωταει τι ψαχνω, ειλικρινα, αυτο που αισθανθηκα ηταν κατι σαν ανακουφιση. την ωρα εκεινη δεν ηθελα με τιποτα να το παραδεχτω, αλλα τωρα μπορω νομιζω χωρις ντροπη, χωρις καμια επιφυλαξη, να πω οτι αυτο που ενιωσα ηταν πως αυτη η αγνωστη κ αναπαντεχη γυναικεια φωνη -ναι, περι γυναικος επροκειτο- διακοπτοντας την αναρριχηση μου επι του τοιχου, δεν με εμποδιζε κ τοσο απο αυτο που επεδιωκα, μα πιο πολυ με εσωζε απο κατι αλλο που καραδοκουσε εκει ακριβως, πισω απο τον τοιχο, κ περιμενε τον πρωτο τυχαιο ανεμελο περιπατητη να κανει το μοιραιο λαθος.
μηπως τελικα ο τοιχος αυτος ειχε ανεγερθη για να με προστατευσει; μηπως κινδυνευα απο κατι πολυ πιο σοβαρο κ ακομα δεν το ηξερα; μηπως υπηρχε εκει εξω καποια αορατη, μα κ τα παντα εποπτευουσα αρχη, που φροντιζε εν αγνοια μου να θετει καθε φορα τα καταλληλα ορια για να με προφυλασσει; πρωτα απο τον ιδιο μου τον εαυτο κ τις παλιες κακες συνηθειες, στις οποιες εστω κ υπαινικτικα θεωρω πως ηδη αναφερθηκα, υστερα απο την ασυμμετρη απειλη αυτης της πανδημιας κ τωρα απο καποιο αλλο αμεταφραστο, εξωπραγματικο κακο που ζουσε μες στο δασος;
κατεβασα τα χερια μου απο τον τοιχο κ πατησα ξανα στο εδαφος, ετοιμος σχεδον να ζητησω συγγνωμη για αυτην τη μαλλον βεβηλη ενεργεια, κ κοιταξα καλυτερα την ιδιοκτητρια της ευγενικης φωνης που μολις μου ειχε σιγουρα σωσει τη ζωη, στερωντας μου ισως την αξιοπρεπεια. τοτε, προς μεγαλη μου απογοητευση, διαπιστωσα πως η φωνη αυτη δεν ανηκε σε καποιον φυλακα αγγελο εξ ουρανου αλλα σε μια νεαρη υπαλληλο καποιας εταιριας σεκιουριτυ.
αφου τη συνεχαρην για την εγκαιρη επεμβαση της, τη διαβεβαιωσα πως δεν χρειαζομαι βοηθεια κ πως απλως το μονο που θελω ειναι να ριξω μια ματια. μολις το ειπα αυτο αμεσως δαγκωθηκα, ενθυμουμενος πως την ιδια αυτη στερεοτυπικη απαντηση δινω κ στις υπαλληλους των καταστηματων για να τις ξεφορτωθω κ πως παντα -παντα, ομως- σε αυτες τις περιπτωσεις λεω ψεμματα, αφου παντα -παντα, λεμε- οχι μοναχα χρειαζομαι βοηθεια, αλλα αν με αφησουν μονο μου μεσα στο εκαστοτε μαγαζι, ειμαι ικανος να αγορασω ενα σωρο ρουχα τελειως αχρηστα κ ακαταλληλα εκτος απο το ενα κ μοναδικο παντελονι που οντως μου παει κ τελικα χρειαζομαι. οποτε κ αφου της ζητησα για δευτερη φορα συγγνωμη, αλλαξα την απαντηση μου κ ειπα πως ναι, χρειαζομαι βοηθεια για να περασω αυτον τον τοιχο κ να συνεχισω να περπατω στο αγαπημενο μονοπατι μου.
"αυτο ειναι αδυνατο", μου ειπε αυτη με μια αδικαιολογητη ψυχροτητα που ουσιαστικα κατεστρεφε τη σχεση εμπιστοσυνης που ειχαμε μολις αρχισει να χτιζουμε.
"γιατι, παρακαλω", αντεδρασα εγω σαν κακομαθημενος πελατης που του ειπαν πως δυστυχως δεν υπαρχουν τα παπουτσια που διακαως επιθυμει στο νουμερο του.
"να σας δωσω να δοκιμασετε το 43;" επεμεινε αυτη, "κοιταξτε, εχει μεγαλη φορμα. αφηστε που με τον καιρο θα ανοιξει".
απο την απαντηση της καταλαβα οτι η κουβεντα αυτη δεν οδηγουσε πουθενα, οποτε κ αποφασισα να αλλαξω τακτικη κ να φανω λιγο πιο διπλωματικος, ασπουμε.
"πας καλα, κοριτσακι μου;" της ειπα, "τι παει να πει απαγορευεται; αυτο εδω ειναι το μονοπατι μου. το δικο μου μονοπατι. καθε μερα απο εδω περναω. δεν φτανει που μας εχετε ολους απομονωσει μες τα σπιτια μας, ερχεστε τωρα κ μας λετε οτι ουτε για περπατημα δεν πρεπει πια να βγαινουμε; ακου απαγορευεται.. τι εχει εκει μεσα, δηλαδη, κ απαγορευεται ακομα κ να το κοιταξω;"
"αυτο δεν σας αφορα", μου απαντησε κανοντας πια να ξεχειλισει το ποτηρι της οργης μου.
"ετσι, ε; ποιο ειναι το ονομα σου;" τη ρωτησα βγαζοντας κ καλα το κινητο μου για να το καταγραψω.
"μαριαννα", ειπε αυτη σκυβοντας το κεφαλι καπως σαν να ντραπηκε.
τι διαολο; μηπως νομιζε οτι της την πεφτω;
"μαριαννα, ε; κ τι ωρα σχολας, μαριαννα;" της πεταξα ετσι, πανω στην τρελα μου.
"νομιζω οτι πρεπει να πηγαινετε", μου απαντησε αυτη κ βγαζοντας τον ασυρματο που ειχε κρεμασμενο στη ζωνη της, κ αφου τον ανοιξε, τον εφερε διπλα στα ολο υποσχεση χειλια της κ συμπληρωσε: "προβλημα στα βορειοανατολικα του τοιχου. πιθανος εισβολεας. αμεση ενισχυση".
τοτε προσεξα πως το καρτελακι που ειχε καρφιτσωμενο στο μπουφαν της εγραφε "αιμιλια". χμ.. η κατασταση απαιτουσε γρηγορα αντανακλαστικα κ αμεση αντιδραση. ενταξει, δικιο ειχε η κοπελα. αλλωστε, μολις γνωριστηκαμε. ας το πηγαιναμε πιο χαλαρα. ασε που ειχαμε μια ολοκληρη καραντινα μπροστα μας.
την αποχαιρετησα κ αρχισα να κατηφοριζω το μονοπατι με κατευθυνση ξανα το σπιτι μου.
στον δρομο συνελαβα τον εαυτο μου να μονολογει: "αιμιλια-αιμιλιανα-λιαννα-μαριαννα". ναι, ολα αρχιζαν σιγα-σιγα να βγαζουν νοημα.
*
στο μεταξυ, με ολα αυτα που προηγηθηκαν, τον χαρη τον ειχα ξεχασει. ετσι, οταν τον ειδα να ανηφοριζει, λιγο πριν βγω ξανα στην ασφαλτο, τελειως αυθορμητα πηγα να πω "παλι εσυ μπροστα μου;" - λες κ δεν ημουν εγω που τον ειχα φωναξει να ερθει, κ επειγοντως μαλιστα, για να με βοηθησει. αλλα κ ο χαρης δεν φανηκε να χαιρεται ιδιαιτερα που με συναντουσε για δευτερη φορα μεσα στην ιδια μερα. στην πραγματικοτητα, ομως, αυτη η εκφραση απογοητευσης που απλωθηκε στα ηδη ξινα του μουτρα δεν ειχε να κανει με το γεγονος οτι με ξαναεβλεπε, αλλα με κατι αλλο πιο βαθυ, πιο υπαρξιακο, πιο κουκουρουκου θα ελεγα.
-τι εγινε; πού ειναι το αγριογουρουνο;
-εφυγε.
-εφυγε; πώς εφυγε; πού πηγε;
-θυμηθηκε πως ειχε ξεχασει τον θερμοσιφωνα αναμμενο κ εφυγε.
-τι λες τωρα; κ τι; ετσι, σηκωθηκε κ εφυγε;
-ναι. απαραδεκτο, ε; τι να πει κανεις..
-κ τωρα τι θα κανουμε;
-τι να κανουμε, ρε χαρη; πρεπει να το αποδεχτουμε κ να συνεχισουμε. παει τωρα.. ο,τι εγινε, εγινε.
ο χαρης εκανε μεταβολη κ με ακολουθησε, ριχνοντας ομως κλεφτες ματιες πισω απο την πλατη του. ετσι οπως περπατουσε διπλα μου αμιλητος, με τους ωμους πεσμενους κ τα ποδια του να σερνονται στο οδοστρωμα, αρχισα να τον παρατηρω λιγο καλυτερα κ τοτε μονο προσεξα τα ρουχα που φορουσε. σε αντιθεση με τις αλλες φορες, που τον πετυχαινα στα μονοπατια κ ηταν ντυμενος σαν λοκατζης, τωρα φαινοταν να εχει βαλει τα καλα του: κοτλε σακακι, πουκαμισο φρεσκοσιδερωμενο, υφασματινο παντελονι, δερματινη ζωνη με αγκραφα σφυροδρεπανο, παπουτσια καλογυαλισμενα.. για δεδομενα καραντινας, ολα ηταν στην εντελεια. επισης ειχε χτενιστει - ισως για πρωτη φορα μεσα στον εικοστο πρωτο αιωνα. για δεδομενα χαρη, εαν κρατουσε κ μια ανθοδεσμη, θα εμοιαζε σαν να ειχε ετοιμαστει για το πρωτο του ραντεβου κ εφαγε ακυρο τελευταια στιγμη κ αντε να τον παρηγορησεις τωρα. για αυτο, ομως, δεν ειναι οι φιλοι;
-χαρη, πρεπει να σου εξομολογηθω κατι.
-τι;
-δεν υπηρξε ποτε αγριογουρουνο.
-τι πραγμα;
-αγριογουρουνο, λεω.. δεν συναντησα κανενα αγριογουρουνο. ετσι το ειπα, για να σε κανω να ερθεις γρηγορα.
-ψεματα λες.
-οχι, πριν ελεγα ψεματα. μονο αληθειες απο εδω κ περα. κ να σου πω κ κατι αλλο; αγριογουρουνα δεν υπαρχουν γενικα.
-τι εννοεις;
-δεν υπαρχουν, ρε. πώς να σου το πω.. ειναι μυθικα ζωα. σαν τις γοργονες, τους μονοκερους, τα κοαλα..
-τι λες; εχω δει κοαλα με τα ματια μου.
-πού;
-στην τηλεοραση.
-ε, να που ερχεσαι στα λογια μου.. νομιζεις πως υπαρχει ο,τι επιλεγουν να σου δειξουν αυτοι που προσπαθουν να κατευθυνουνε τη σκεψη σου για να μπορουν ετσι να σε ελεγχουν. με συγχωρεις, αλλα σε ειχα για πιο εξυπνο.
-εχεις δικιο.. επρεπε να το ειχα καταλαβει.
-δεν πειραζει, ποτε δεν ειναι αργα. κ εγω μεχρι πριν λιγο καιρο πιστευα πως υπαρχουν εξωγηινοι.
-ουτε εξωγηινοι υπαρχουν;
-χαρη, εμεις ειμαστε οι εξωγηινοι.
μετα απο αυτο βυθιστηκαμε κ οι δυο στη σιωπη. ο χαρης, παντως, καπως σαν να αναθαρρησε κ ο βηματισμος εγινε πιο ζωηρος, πιο σιγουρος, πιο εξπρεσιονιστικος θα ελεγα. συνεχισαμε να περπαταμε παρεα μεχρι που φτασαμε εξω απο το σπιτι του. εκει κοντοσταθηκε κ αφου πηρε βαθια ανασα, με αγκαλιασε κ με ευχαριστησε.
-δεν βαριεσαι, ρε φιλε.. σημερα εσυ, αυριο εγω.
-ναι, αλλα δεν μου ειπες τελικα. γιατι με φωναξες να ερθω.
-βασικα, σου ειπα, αλλα δεν γαμιεται.. παμε παλι απο την αρχη κ ο,τι γινει.. εκει στο μονοπατι που σε ειδα να περπατας νωριτερα, μηπως ειδες τιποτα περιεργο;
-τι περιεργο, δηλαδη;
-ξερωγω.. ασπουμε εναν τοιχο.
-α, ναι. τον ειδες κ εσυ;
-μηπως ειδες κ μια τυπισσα σεκιουριτου που τον φυλουσε;
-ποια; την αιμιλια λες;
-αιμιλια; τελος παντως, ναι.. την αιμιλια.
-ωραια γυναικα, ε; ωχ, οχι.. μην μου το κανεις αυτο.
-τι επαθες παλι;
-μην μου πεις πως ουτε γυναικες υπαρχουν στην πραγματικοτητα;
δεν του απαντησα. τον λυπηθηκα. ποσες αποκαλυψεις να αντεξει ενα ανθρωπινο μυαλο μεσα στην ιδια μερα; απο την αλλη, ακομα δεν μπορουσα να χωνεψω την ολη φαση με τον τοιχο κ με τη βολτα μου στο μονοπατι που εληξε τοσο αδοξα. καιγομουν τοσο να επιστρεψω εκει κ να λυσω μια για παντα το μυστηριο. αλλα πώς θα μπορουσα να τα βαλω μονος μου με τις ενισχυσεις που ειχε καλεσει η αιμιλια-μαριαννα; χρειαζομουν ενα σχεδιο δρασης. κ οπωσδηποτε εναν βοηθο. κ ο μονος διαθεσιμος βοηθος στην περιοχη βρισκοταν ακριβως μπροστα μου.
-χαρη, μηπως θες να ερθεις απο το σπιτι για εναν καφε;
-ναι, αμε. θα εχει κ βουτηματα;
-βουτηματα, εγκεφαλικα κυτταρα.. ο,τι γουσταρεις. για αυτο δεν ειναι οι φιλοι;
*
την ιδια ωρα, πισω απο τον τοιχο..
αιθουσα συνεδριασεων. δωδεκα προσωπα βρισκονται καθισμενα γυρω απο ενα στρογγυλο τραπεζι. δεκα αντρες κ δυο γυναικες. η μια απο τις δυο γυναικες μιλαει χαμηλοφωνα στο κινητο της. μολις η φωνη της παει να ξεφυγει λιγο, ο αντρας που καθεται ακριβως διπλα της γυρναει προς το μερος της, κ φερνοντας το δαχτυλο στο στομα, της δειχνει πως πρεπει να κανει ησυχια. αυτη τον στραβοκοιταζει κ συνεχιζει να μιλαει χαμηλοφωνα.
ολοι οι υπολοιποι κοιταζουν σιωπηλοι τα χαρτια που βρισκονται μπροστα τους. ενας παιρνει ενα στυλο κ αρχιζει να μαυριζει τα γραμματα που σχηματιζουν κυκλους ή ημικυκλια: α, β, δ, θ, ο, σ, φ. αναρωτιεται αν υπαρχει καποιος συγκεκριμενος ορος στη φιλολογια για αυτα τα γραμματα. αυτος που καθεται στα δεξια του τον παρακολουθει κ αναρωτιεται αν υπαρχει καποιος συγκεκριμενος ορος στην ψυχιατρικη για αυτους που μουτζουρωνουν υπηρεσιακα εγγραφα. αυτος που καθεται στα αριστερα του τον παρακολουθει επισης, κ αφου πιασει τον δικο του στυλο, τεντωνει το χερι του κ του υποδεικνυει με τροπο οτι κ τα ρ περιλαμβανουν το σχημα του κυκλου κ ως εκ τουτου επιβαλλεται να τα μουτζουρωσει κ αυτα. ο ανθρωπος μουτζουρα γυριζει κ τον κοιταζει με ενα βλεμμα γεματο βαθια ευγνωμοσυνη. σαν ο αλλος να του εχει σωσει μολις τη ζωη. ποιος ξερει, μπορει κ να το εκανε.
ξαφνικα, η πορτα ανοιγει κ εμφανιζεται μια γυναικα που φοραει χειρουργικη ποδια. ολοι σηκωνονται ορθιοι. ο τυπος που μουτζουρωνε τα γραμματα, μουτζουρωνει βιαστικα ενα τελευταιο δ κ σηκωνεται επισης. η γυναικα στην πορτα βγαζει την ποδια κ την αφηνει να πεσει στο πατωμα. υστερα πλησιαζει την τυπισσα που μιλαει ακομα στο κινητο της κ της το παιρνει απο τα χερια. το αφηνει κ αυτο να πεσει στο πατωμα, το παταει με το τακουνι της κ το σπαει. χωρις θυμο. χωρις διαθεση τιμωριας. σαν κατι που απλως επρεπε να γινει. στη συνεχεια καθεται στην κορυφη του τραπεζιου κ ζηταει απο τον αντρα που βρισκεται στα δεξια της να διαβασει τα θεματα της ημερησιας διαταξης.
ο αντρας αρχιζει να μιλαει. σε καθε τρεις λεξεις που λεει αντιστοιχει κ ενας αριθμος. δεκαδικος συνηθως. η γυναικα στην κορυφη του τραπεζιου μοιαζει ικανοποιημενη απο αυτα που ακουει. οι υπολοιποι τριγυρω ξεθαρρευουν σιγα-σιγα κ κουνανε επιδοκιμαστικα τα κεφαλια τους. καποια στιγμη ο αντρας στα δεξια της κορυφης φαινεται να κομπιαζει.
"τι συμβαινει;" ρωταει η κορυφη.
"σημερα παρουσιαστηκε ενα προβλημα στον τοιχο", λεει αυτος ριχνοντας ματιες στους υπολοιπους σαν να ζηταει βοηθεια.
"τι προβλημα;"
"να, ισως.. καποιος πιθανος εισβολεας. οχι κατι σοβαρο. μαλλον απλως καποιος περιεργος. μην ανησυχειτε. το ελεγχουμε."
"μαλλον; ξερουμε κατι πιο συγκεκριμενο για το προσωπο αυτο;"
"ξερουμε οτι μενει στον διπλανο οικισμο, προσωρινα δηλαδη, ογω της εκτακτης συνθηκης κ οτι συνηθιζει να περπαταει στα μονοπατια της περιοχης."
"δεν εχω δωσει ηδη εντολη να καλυψετε τα μονοπατια που οδηγουν προς τις εγκαταστασεις μας;"
"μαλιστα, ναι.. εχουμε ηδη, ξερετε, ξεκινησει να το κανουμε.."
"αλλα στο μεταξυ αφηνετε τους περιεργους περιπατητες να σουλατσαρουν ανενοχλητοι."
"οχι, οχι, καμια σχεση.. κ στα δυο σημερινα περιστατικα η φρουρα εδρασε αμεσα κ απετρεψε καθε πιθανη περαιτερω ενοχληση."
"δυο περιστατικα;"
"εμ, ναι.. ειχε προηγηθει ακομα ενας περιπατητης νωριτερα, αλλα η φυλακας, που ειχε υπηρεσια την ωρα εκεινη στα βορειοανατολικα του τοιχου, φροντισε να τον απομακρυνει κ αυτον. ειδικα αυτον στην αναφορα της τον χαρακτηριζει ως γραφικο κ ακινδυνο."
"γραφικοι κ ακινδυνοι ειστε ολοι εσεις εδω που δεν εχετε καταλαβει τιποτα απο τη δουλεια που εχουμε αναλαβει να κανουμε. κ αντι να εκτιματε το γεγονος οτι ειμαστε το μονο ασφαλες μερος στη χωρα, αν οχι κ στον πλανητη ολοκληρο, οπου μπορουν να συγκεντρωνονται κ να συνομιλουν δεκατρεις ανθρωποι, χωρις καν να φορανε μασκες κ τετοιες αηδιες, ερχεστε καθε μερα εδω κ μου λετε πως εχουμε προβληματα. για αυτο χτισαμε τον τοιχο. για να μην εχουμε προβληματα. ο τοιχος κανει τη δουλεια που εσεις ειστε ανικανοι να κανετε. αλλα απο ο,τι φαινεται δεν φτανει. φυγετε ολοι τωρα. αμεσως. κ φωναξτε μου τον αρχηγο της φρουρας."
"μα ο αρχηγος εχει επιστρεψει στο σπιτι του. δεν μπορει να ερθει τωρα. υπαρχει κ η απαγορευση κυκλοφοριας."
"δεν με ενδιαφερει. ας ερθει απο τα μονοπατια."
οι δυο γυναικες κ οι δεκα αντρες σηκωνονται, μαζευουν τα χαρτια που εχουνε μπροστα τους κ φευγουν αφηνοντας μονη τη γυναικα στην κορυφη του τραπεζιου να κοιταει τη βροχη εξω απο το ενα κ μοναδικο παραθυρο της αιθουσας.
καθως ακολουθει τους αλλους, ο ανθρωπος που μουτζουρωνε τα γραμματα, αναρωτιεται πώς γινεται να εχει κορυφη ενα τραπεζι που κατα τα αλλα ειναι ολοστρογγυλο.
*
με το που φτασαμε στο σπιτι ο χαρης προσεξε τη λεμονια που εχω στην αυλη, κ χωρις να το πολυσκεφτει, της εξαπελυσε μια ανευ προηγουμενου επιθεση. εκοψε ενα, δυο, τρια, τεσσερα λεμονια.. καποια στιγμη δεν μπορουσε να τα κρατησει ολα μαζι στα χερια του κ αρχισε να τα χωνει μες στις τσεπες. ανησυχησα λιγο. πιο πολυ για τον χαρη κ οχι για τη λεμονια, που ετσι κ αλλιως για ντεκορ την εχω. "ρε πας καλα; τι κανεις;" του ειπα. "δεν ειναι σωστο να επισκεπτομαστε πρωτη φορα ενα σπιτι με αδεια χερια", μου απαντησε αυτος κ συνεχισε το εργο του.
εγω του επισημανα οτι δεν ειναι αναγκη, οτι η λεμονια κ οι καρποι της ανηκουν ετσι κ αλλιως στο σπιτι που επισκεπτεται κ οτι υπαρχουν γιατροι που βγαζουν ενα σωρο λεφτα απο περιπτωσεις σαν τη δικια του. ματαιο. τιποτα απο ολα αυτα δεν φανηκε να τον πτοει. αφου αποψιλωσε το μισο δεντρο, αραδιασε τα λεμονια πανω στο μεγαλο ξυλινο τραπεζι κ αραξε σε μια απο τις πολυθρονες της αυλης. τον ευχαριστησα απο καρδιας κ πηγα να φτιαξω τον καφε που λεγαμε.
οταν γυρισα με τον καφε κ τα βουτηματα, βρηκα τα λεμονια να βρισκονται ακροβολισμενα στο τραπεζι κ τον χαρη να εχει βγαλει μια μεζουρα κ να υπολογιζει τις αποστασεις μεταξυ τους. ενταξει, ο ανθρωπος ειναι διανοια, σκεφτηκα, κ εγω, ο ανοητος, τον εχω σταληθεια παρεξηγησει. ηταν φανερο. ηδη κατεστρωνε το σχεδιο με το οποιο θα διασχιζαμε κρυφα το μονοπατι, θα εξουδετερωναμε τη φρουρα κ θα εκπορθουσαμε τον τοιχο. ακουμπησα τα φλυτζανια με προσοχη στην ακρια κ σταθηκα απο πανω για να δω τι ακριβως ετοιμαζε ο μεγας επιτελαρχης. αυτος, αφου αρπαξε ενα απο τα βουτηματα, το βυθισε σαδιστικα μες στον καφε κ υστερα το ανεσυρε κ το κατασπαραξε, με κοιταξε στα ματια κ ειπε: "μηπως καλυτερα να φτιαχναμε λεμοναδα;"
περασαμε ολο το απογευμα κουβεντιαζοντας για τον καιρο, για το τεχνικο οφσαϊντ, για τη συγχρονη μεξικανικη ποιηση κ για τα τριγενη κ δικαταληκτα επιθετα. κ καπως ετσι περασε η ωρα κ αρχισε να νυχτωνει. ο χαρης, που δεν του ξεφευγουν κατι τετοια, κοιταξε τοτε τον ουρανο κ ειπε: "νυχτωσε". "ναι, νυχτωσε", συγκατενευσα εγω. "ωρα να πηγαινουμε", συμπληρωσε μασουλωντας αποφασιστικα το τελευταιο βουτημα. "πού;" ρωτησα, αν κ γνωριζα ηδη την απαντηση. "στον τοιχο", μου απαντησε, αν κ γνωριζε καλα κ αυτος πως ηδη γνωριζα την απαντηση. "στον τοιχο", επανελαβα συνεπαρμενος απο τη βαθια γνωση των πραγματων που χαρακτηριζε την ομαδα μας.
σηκωθηκαμε. ο χαρης κοντοσταθηκε. "τι εγινε;" του ειπα. "μπορω να παρω μαζι μου τα λεμονια;" ρωτησε. "μα ειναι δωρο", τολμησα να διαμαρτυρηθω. "θα τα χρειαστουμε για πολεμοφοδια", συμπληρωσε συνωμοτικα κ μου εκλεισε το ματι. σας το ειπα. ο τυπος ειναι σατανας. δεν του ξεφευγει τιποτα.
βγηκαμε εξω κ αρχισαμε να περπαταμε με κατευθυνση ξανα τον αυτοκινητοδρομο. ο οικισμος ειχε ηδη βυθιστει μες στην ανυπαρξια, κ ετσι το μονο που ακουγαμε ηταν τα βηματα μας κ κατι κουκουβαγιες που μας λοιδορουσαν απο μακρια - ναι, χαιρω πολυ, ευκολο να κανεις κριτικη, οταν εχεις λυμενα ολα σου τα προβληματα.
μεχρι να φτασουμε στην αρχη του μονοπατιου η νυχτα ειχε ηδη καταπλακωσει το τοπιο. "μηπως να παιρναμε μαζι μας κανενα φακο;" ρωτησα τον χαρη. "τι; δεν πηρες φακο;" μου απαντησε αυτος, "τι εκανες στο σπιτι τοσην ωρα;" ηταν ομως πολυ αργα για οπισθοδρομησεις κ πισωγυρισματα - δυο λεξεις που βασικα σημαινουν ακριβως το ιδιο πραγμα. το μονοπατι ηταν μπροστα μας κ μας καλουσε να το διασχισουμε. δεν υπηρχε χρονος για επιστροφη, θα ελεγα, με κινδυνο να φανω κουραστικος κ επαναλαμβανομενος. βγαλαμε τα κινητα μας, για να μην φαμε καμια σαβουρδα κ γινουμε ρεζιλι στα πευκα κ τις αγριοελιες κ καναμε το πρωτο βημα.
στο πεμπτο ή εκτο βημα ο χαρης εκλεισε το δικο του κινητο. τον ρωτησα γιατι. μου απαντησε οτι δεν εχει πολυ μπαταρια. "καλυτερα", συμπληρωσε ψιθυριστα, "να μην δινουμε κ στοχο". στο ενατο βημα γλιστρησε, επεσε, κοπανησε καπου κ εβγαλε μια διαπεραστικη κραυγη που ξυπνησε τα πνευματα του δασους κ εννοειται πως εδωσε στοχο, φυσικα. του εδωσα το χερι κ τον βοηθησα να σηκωθει. "δεν ξεκινησαμε καλα", ειπε καπως αυστηρα, σαν να με μαλωνε. λες κ εγω τον εσπρωξα. δεν εδωσα σημασια για να μην τσακωθουμε.
"τωρα τι κανουμε;" τον ρωτησα. "καλυτερα να παμε απο το αλλο μονοπατι που περναει μεσα απο τα χωραφια", ακουστηκε μια φωνη που δεν ηταν του χαρη. "ναι, καλυτερα παμε απο εκει", συμφωνησε η φωνη του χαρη. ναι, μωρε, ενταξει, μεσα, συμφωνοι, αλλα για μια στιγμη.. ποτε γιναμε τρεις κ δεν το ειχα προσεξει; εστρεψα το φως του κινητου προς το μερος της αγνωστης φωνης κ ειδα εναν τυπο που φορουσε στολη σεκιουριτα, ιδια με εκεινη της μαριαννας -τι να εκανε τωρα η μαριαννα; αραγε, με σκεφτοτανε;- μονο που η δικια του η στολη ειχε τους γιακαδες στολισμενους με κατι διακριτικα, που εμοιαζαν με γαλονια κ παρασημα.
"ακολουθηστε με", ειπε ο αγνωστος αρχιστρατηγος κ μας εστρεψε την πλατη. τον ακολουθησαμε.
*
καθως κατηφοριζαμε για να παρουμε το αλλο μονοπατι, οπως μας υπεδειξε ο ενστολος συνοδοιπορος μας, αρχισα να σκεφτομαι διαφορα -το κανω αυτο καμια φορα- του τυπου ποιος ειμαι, τι νοημα εχουν ολα αυτα, τι να μαγειρεψω αυριο, ποτε θα κανει ξαστερια κ τετοια. αυτο που με απασχολουσε πιο πολυ, ωστοσο, ηταν το ποιος ειναι αυτος ο τυπος που ακολουθουσαμε, απο πού ξεφυτρωσε κ κυριως γιατι προθυμοποιηθηκε για να μας βοηθησει. ο χαρης παλι, που αν κ ακομα κουτσαινε απο τη σουπα που μολις ειχε φαει, εμοιαζε πιο ανετος κ ανεμελος. απο την αλλη, ποιος ξερει, μπορει κ ηδη να τον γνωριζε. μπορει να τον ειχε συναντησει ξανα στις βολτες του στα μονοπατια κ να ειχανε ξαναμιλησει. αλλα κ παλι, κατι δεν πηγαινε καλα. υποτιθεται οτι ημασταν σε μυστικη αποστολη ή κατι τετοιο, τελος παντων. τι δουλεια ειχε μαζι μας ο παρεισακτος; κ εν παση περιπτωσει, πώς ηξερε πού πηγαιναμε; κ εδω που τα λεμε, κ πού ξεραμε κ εμεις οτι αυτος ηταν ενας απλος νυχτερινος περιπατητης κ οχι, ασπουμε, ο αρχηγος της φρουρας που φυλαγε τον τοιχο.
ετσι, μολις βρηκα την ευκαιρια, πλησιασα τον χαρη κ οσο μπορουσα πιο διακριτικα τον ρωτησα: "ποιος στον πουτσο ειναι αυτος;" "ο αρχηγος της φρουρας που φυλαει τον τοιχο", μου απαντησε ο χαρης. "τι λες, ρε παπαρα;" ειπα, ισως οχι κ τοσο διακριτικα πια, "κ εμεις τι ακριβως κανουμε τωρα; παμε να παραβιασουμε τον τοιχο μαζι με αυτον που εχει αναλαβει την φυλαξη του; κ οτι ειναι ο αρχηγος της φρουρας εσυ πώς ακριβως το ξερεις;" "μου το ειπε η αιμιλια", ειπε ο χαρης καπως ενοχλημενος απο τον τονο της φωνης μου. απο τον οποιο τονο φανηκε να ενοχλειται κ ο αρχηγος, ο οποιος γυρισε προς το μερος μας κ μας εκανε νοημα να σωπασουμε. μαλλον, για να μην δωσουμε στοχο. να μην δωσουμε στοχο στη φρουρα που φυλαγε τον τοιχο. της οποιας φρουρας ο αρχηγος μάς ελεγε να κανουμε ησυχια για να μην μας ακουσει η φρουρα. ενταξει, τωρα πραγματικα ολα αρχιζαν να βγαζουν καποιο νοημα.
συνεχισαμε μεσα απο τα χωραφια, οπου το εδαφος ηταν πιο ομαλο, κ μετα απο ενα εικοσαλεπτο χαλαρο περπατηματακι, φτασαμε ξανα μπροστα στον τοιχο. τοτε ο αρχηγος φρεναρε αποτομα, εκανε μεταβολη κ σταυρωσε τα χερια του, σαν να ηθελε να μας πει, ωραια βολτα καναμε, αλλα τωρα σαν καλα παιδια γυριστε στα σπιτακια σας. ηθελα πολυ να τον ρωτησω για ολα αυτα που τοσην ωρα με βασανιζαν, αλλα ειλικρινα, δεν ηξερα απο πού να ξεκινησω. τελικα, διαλεξα στην τυχη μια ερωτηση, ανοιξα το στομα μου κ ειπα: "ποτε θα κανει ξαστερια;" βλακεια, το ξερω, αλλα για καποιο λογο, με το που το ειπα, καπως ανακουφιστηκα. φανταστειτε να τον ειχα ρωτησει τι να μαγειρεψω αυριο.
-εδω οι δρομοι μας χωριζουν, απαντησε αυτος αγερωχος.
-μα αρχηγε, θελουμε κ εμεις, εγω κ ο γιαννης δηλαδη, να περασουμε τον τοιχο, ειπε ο χαρης σαν κακομαθημενο νιανιαρο.
-μην τον ακουτε. πλακα κανει, προσπαθησα να τα μπαλωσω.
-γιαννη, μην μιλας, σε παρακαλω. ο αρχηγος ετσι κ αλλιως γνωριζει.
-γιατι να τον περασετε; πού θελετε να πατε;
-γιαννη, πες στον αρχηγο πού θελουμε να παμε.
-α, τωρα να μιλησω, ε;
-αρχηγε, ξερετε, ο γιαννης..
-κ σταματα να επαναλαμβανεις το ονομα μου. ενταξει, το εμπεδωσαμε.
-μα ειμαστε τρεις σε αυτον τον διαλογο. πώς θα καταλαβαινει ο αναγνωστης σε ποιον απευθυνομαι;
-μην ανησυχεις. κανεις δεν προκειται να μπερδευτει. αλλωστε, στον αρχηγο μιλας στον πληθυντικο κ σε εμενα στον ενικο.
-κ τι; δεν καταλαβα; μηπως θελεις να σου μιλαω κ σενα στον πληθυντικο; γιατι; επειδη εχεις τελειωσει το πανεπιστημιο ή επειδη το σπιτι σου εχει μεγαλυτερη αυλη κ ειναι μπροστα στη θαλασσα;
-ρε, δεν γαμιεσαι, λεω εγω. κ την αιμιλια, αν θες να ξερεις, δεν την λενε αιμιλια. μαριαννα τη λενε. ασχετε.
-σκαστε, φωναξε ο αρχηγος.
σκασαμε. κ μαζι με εμας εσκασαν κ δυο σεκιουριταδες απο διαφορετικες μεριες, με εμφανως εχθρικες διαθεσεις. κ ενω ηταν ετοιμοι να μας χιμηξουν, μολις ειδαν τον αρχηγο, σταματησαν, σταθηκαν προσοχη κ τον χαιρετησαν στρατιωτικα. ηλιθιοι, ανεγκεφαλοι στρατοκαυλοι. τι ακριβως νομιζαν οτι παριστανουν; μετα τον χαιρετησε στρατιωτικα κ ο χαρης. αλλο νουμερο κ αυτος. τελος παντων, δεν θελω να δικαιολογηθω, αλλα για καποιον λογο ενιωσα λιγο μοναξια. δεν ξερω, καπως σαν να μην με παιζανε. δεν γαμιεται, σκεφτηκα, κ βαρεσα προσοχη κ εγω κ τον χαιρετησα.
ο αρχηγος, σαν να ηρθε στα ισα του καπως, ανταπεδωσε τον χαιρετισμο κ υστερα πλησιασε τον τοιχο, πατησε πανω σε μια πετρα που εξειχε, πιαστηκε απο μια αλλη λιγο πιο ψηλα κ αρχισε να σκαρφαλωνει. μολις εφτασε στην κορυφη, γυρισε κ μας κοιταξε. "τι κοιτατε, ρε", ειπε, "τι περιμενετε; ακολουθηστε με".
τον ακολουθησαμε.
*
για καποιον λογο, που μαλλον δεν θα μαθουμε ποτε, ο τοιχος ηταν πιο ψηλος απο ο,τι φαινοταν πριν ξεκινησουμε να τον σκαρφαλωνουμε. με κινδυνο να φανω υπερβολικος, αν οχι κ μαστουρωμενος, θα ελεγα πως μας πηρε καμια ωρα τουλαχιστον μεχρι να φτασουμε στην κορυφη του. κ οσο ανεβαιναμε τοσο η αποσταση απο το εδαφος εμοιαζε μεγαλυτερη -το εχουν αυτο τα υψη, γενικα- αλλα κ η αισθηση πως ενα κ μονο λαθος θα ηταν αρκετο για να γλιστρησουμε κ να γκρεμοτσακιστουμε γινοταν ολοενα κ πιο τρομακτικη, εως κ παραλυτικη, θα ελεγα.
καποια στιγμη σκεφτηκα να τα παρατησω κ να αρχισω να κατεβαινω ξανα προς την ασφαλεια της μανας γης. απο τη μια, ομως, οι φατσες των δυο φρουρων που εμοιαζαν εκει κατω να γρυλιζουν κ να ξερογλυφονται σαν τα μαντροσκυλα κ απο την αλλη ο χαρης, που -οπως παντα, στην κοσμαρα του- σκαρφαλωνε πισω απο μενα σφυριζοντας καποιο ανεπαναληπτο σουξε του μεσοπολεμου, με πεισμωσαν κ με εκαναν να συνεχισω.
οταν εφτασα τελικα στην κορυφη, βρηκα εκει τον αρχηγο να καθεται κ να ρεμβαζει καπνιζοντας το τσιγαρακι του. καθισα διπλα του να παρω μια ανασα. εβγαλε το πακετο κ μου προσφερε. ειχα κοψει το καπνισμα εδω κ εννια ωρες, αλλα για να μην τον προσβαλω πηρα ενα κ το αναψα. "να σας ρωτησω κατι;" ειπα, φυσωντας τον καπνο ψηλα ως την στρατοσφαιρα. "παρακαλω", απαντησε εκεινος. "συγγνωμη κιολας, δηλαδη, πορτες εδω δεν εχετε;"
η καταβαση απο την αλλη πλευρα ηταν ασυγκριτα ευκολοτερη, αφου αυτη τη φορα δεν χρειαστηκε να πατησουμε πανω στις πετρες της τοιχοδομης, αλλα απλως χρησιμοποιησαμε μια καλα στερεωμενη πανω στον τοιχο σκαλα. μιλαμε, πολυ ωραια σκαλα. γαματη. τελεια. αλλα ετσι ειναι, μολις στερηθεις για λιγο τα αγαθα του τεχνολογικου πολιτισμου, αμεσως επανεκτιμας την αξια τους. αλλα τι να λεμε τωρα.. απιθανη σκαλα. η καλυτερη του κοσμου. καθως κατεβαινα ενα-ενα τα σκαλια, εριχνα κλεφτες ματιες προς τα κατω κ εβλεπα τωρα την αποσταση απο το εδαφος να φαινεται ολοενα κ μικροτερη - το αντιθετο απο αυτο που ειχα παρατηρησει στην αναβαση, δηλαδη. μαλλον θα προκειται για καποια παγκοσμια σταθερα ή κατι τετοιο τελος παντων, σκεφτηκα κ αμεσως θυμηθηκα τη στιγμη που επιλεγαμε σχολες στο μηχανογραφικο των πανελλαδικων κ μελαγχολησα.
ενα λεπτο μετα πατουσαμε κ οι τρεις ξανα στην επιφανεια του πλανητη κ αλληλοσυγχαιρομασταν για την επιτυχη εκβαση της περιπετειας μας. δηλαδη, για την ακριβεια, εγω κ ο χαρης καναμε χαϊ φαϊβ κ κατι αλλα καραγκιοζιλικια απεριγραπτα κ ο αρχηγος μάς κοιταζε με εκεινο το βλεμμα που παιρνουν οι μαγειρες μολις ανοιγουν τον φουρνο κ βλεπουν πως το φαγητο εχει γινει καρβουνο. "ελατε, τωρα", εσπευσα να τον παρηγορησω, "ενταξει, μονο οι πατατες εχουν αρπαξει λιγο. να, κοιταξτε, το ψητο ειναι μια χαρα". "ας προχωρησουμε στο ψητο, λοιπον", συγκατενευσε εκεινος, κ για τριτη φορα, μεσα στην ιδια νυχτα, μας γυρισε την πλατη κ διεταξε τον ακολουθησουμε.
οσο περπατουσαμε πισω απο τον αρχηγο -κ μην εχοντας κατι καλυτερο να κανω- αρχισα να παρατηρω το τοπιο. δεν διεφερε σε τιποτα απο ο,τι ειχαμε ηδη συναντησει στη νυχτερινη μας περιπλανηση εξω απο τον τοιχο. δεντρα, πετρες, χωματα.. τα γνωστα. ολα ηταν στη θεση τους. ολα οπως ηταν παντα. κ ομως, οσο προχωρουσαμε πιο μεσα ενιωθα πως κατι δεν πηγαινε καλα. σαν να μας περικυκλωνε ολο κ πιο στενα, σε καθε βημα που καναμε, κατι απροσδιοριστα αφυσικο. οχι, ολο αυτο το πραγμα δεν ειχε καμια σχεση με την εξοχη στην οποια συνηθιζα να περπαταω. θα ελεγα πως εμοιαζε πιο πολυ με σκηνικο ταινιας. μιας ταινιας, που ενω ειχε ξεκινησε σαν κωμωδια για ολη την οικογενεια, το γυρισε ξαφνικα στο χορρορ με στοιχεια υπαρξιακου γουεστερν. κ εγω, που απο βαρεμαρα δεν ειχα κατσει να διαβασω μεχρι τελους το σεναριο, τα βρηκα βιαστικα με την παραγωγη, υπεγραψα συμβολαιο κ αρχισα να παιζω. κ να που τωρα, κ με ολα αυτα που ηδη ειχανε συμβει, πιστευα ακομα πως αν εδινα, ασπουμε, μια κλωτσια σε εκεινον εκει τον βραχο, θα εσκαγε σαν μπαλονι κ θα ακουγονταν τριγυρω μας μαγνητοφωνημενα γελια.
ειπα να το δοκιμασω. τι ειχα να χασω, αλλωστε; πηρα φορα κ τον κλωτσησα με ολη μου τη δυναμη. υστερα βρεθηκα πεσμενος στο εδαφος σφαδαζοντας. ο χαρης ηρθε απο πανω μου. "τι επαθες, ρε;" μου ειπε. σηκωθηκα, ξεσκονιστηκα, περιμενα λιγο να σταματησουν να γελανε οι μαλακες στο γαμωμαγνητοφωνο κ επειτα τον ρωτησα: "εχεις ακομα μαζι σου τα λεμονια;" ο χαρης χτυπησε καθησυχαστικα τις φουσκωμενες τσεπες του. ο αρχηγος μάς φωναξε να μην καθυστερουμε. αρχισαμε παλι να περπαταμε πισω του. τωρα κουτσαιναμε κ οι δυο.
λιγα μετρα μετα, τα δεντρα αρχισαν να πυκνωνουν κ το δασος να μοιαζει με ζουγκλα απροσπελαστη. δεν βλεπαμε τιποτα. ο αρχηγος σταματησε κ μας περιμενε για να μας βοηθησει. μας συμβουλευσε να μεινουμε οσο μπορουμε πιο κοντα για να μην χασουμε τον δρομο. "ποιον δρομο;" αντεδρασα, "πού παμε, επιτελους;" "μην φωναζεις", ειπε ο αρχηγος, "να, κοιτα, σχεδον εχουμε φτασει". τοτε φανηκαν στο βαθος κατι φωτα. "τι ειναι εδω;" ρωτησα ανυπομονα, αλλα ο αρχηγος δεν μπηκε στον κοπο να απαντησει. επεμεινα: "τι ειναι εδω; πού παμε;" δεν προλαβα να ρωτησω τριτη φορα. τα δασος ξαφνικα αραιωσε κ τα δεντρα τραβηχτηκαν στην ακρη σαν κουρτινα για να μας αποκαλυψουν ενα τεραστιο τσιμεντενιο κτιριο που εμοιαζε με φυλακη ή εστω με σχολειο.
"τι ειναι αυτο;" ρωτησα, χωρις να ειμαι πια σιγουρος πως θελω να ακουσω την απαντηση. ο χαρης, διπλα μου, ειχε μεινει με ανοιχτο το στομα. γυρισα κ τον κοιταξα με νοημα - ετσι νομιζω, δηλαδη. ναι, ειχε ερθει η ωρα. αυτος, σαν να διαβασε τη σκεψη μου, εβγαλε δυο λεμονια απο τις τσεπες κ μου τα εδωσε με τροπο. "φτασαμε", ειπε ο αρχηγος, "καλωσορισατε στο ιδρυμα."
τοτε ο χαρης μού αρπαξε το μπρατσο κ αρχισε να με ταρακουνα. γυρισα κ τον κοιταξα ξανα - χωρις νοημα αυτη τη φορα. "τι ημερομηνια εχουμε;" με ρωτησε με μια φωνη που ετρεμε. "31 μαρτιου. γιατι;" του ειπα. δεν μου απαντησε. ακολουθησα το βλεμμα του για να δω τι ηταν αυτο που τον ειχε τοσο πολυ ταραξει. κ τοτε τα ειδα ολα. στην εισοδο του κτιριου, διπλα στη μεγαλη μεταλλικη του πυλη, υπηρχε ενα μικρο ψευτικο ελατο στολισμενο με πολυχρωμα φωτακια που αναβοσβηναν ρυθμικα. σειρα μου να τρομαξω. φαντασμα να ειχα δει πιο ελαφρα θα το ειχα παρει. αληθεια τωρα, ποση ωρα ακριβως μάς πηρε να ανεβουμε τον τοιχο; μηπως τελικα ειχα εννια μηνες, κ οχι ωρες, που εκοψα το καπνισμα κ δεν το ειχα καταλαβει;
ο αρχηγος γελασε λιγο κ υστερα πλησιασε το δεντρο, τραβηξε ενα καλωδιο κ εσβησε τα φωτακια. "μην ανησυχειτε", ειπε, "αυτο ειναι απλως μερος της νυχτερινης μας διακοσμησης. σε λιγες ωρες, το πρωι, εδω θα ειναι κ παλι καλοκαιρι."
"α, καλα", ειπα, καθως τα ζουμια των λεμονιων που εσφιγγα μουσκευαν τις γροθιες μου. "καλα χριστουγεννα, αρχηγε. χαρη, καλα χριστουγεννα."
*
στο μεταξυ, εναν χρονο μετα..
"διακοπτουμε το δελτιο μας για να συνδεθουμε με το κεντρο της πολης, οπου για ακομα μια μερα συνεχιζονται οι διαμαρτυριες των πολιτων εναντια στον θανατο. το αντιθανατικο κινημα, που ξεσπασε μετα απο τις αποκαλυψεις γυρω απο το λεγομενο ιδρυμα των αθανατων, φαινεται να λαμβανει πρωτοφανεις διαστασεις. σημερα οι διαδηλωτες, αφου καταφεραν να διασπασουν τον κλοιο των αστυνομικων δυναμεων, εφτασαν μπροστα στην εισοδο του υπουργειου υγειας, οπου κ θυροκολλησαν ψηφισμα με το οποιο ζητουν την επιμηκυνση του προσδοκιμου ζωης στα 100 χρονια για ολους. ως προσωρινο μετρο, βεβαια, κ μεχρι να βρεθει τροπος για να καταργηθει οριστικα ο θανατος. απο τις σημερινες αντιθανατικες εκδηλωσεις δεν ελειψαν, βεβαια, κ τα εκτροπα καθως μια ομαδα διαδηλωτων εκαψε ενα φερετρο - αδειο, συμφωνα με τις διαβεβαιωσεις των διοργανωτων. να προθεσουμε εδω οτι παρομοιες εκδηλωσεις διαμαρτυριας σημειωθηκαν κ μπροστα σε αλλα κυβερνητικα κτιρια, καθως κ εξω απο τα γραφεια της αρχιεπισκοπης, χωρις να σημειωθουν, ωστοσο, δυσαρεστα επεισοδια. απο πλευρας κυβερνησης τονιστηκε, για ακομα μια φορα, πως τα δικαια, αν κ εξωφρενικα παραλογα, αιτηματα των πολιτων θα εισακουστουν, ενω ο ιδιος ο κυβερνητικος εκπροσωπος, ερωτηθεις σχετικα, δηλωσε οτι η πειραματικη λειτουργια του ιδρυματος.."
-κλεισε την τηλεοραση, σε παρακαλω. πονεσε το κεφαλι μου.
-τι εννοειτε, κυρια; εχετε αληθεια πονοκεφαλο;
-τροπος του λεγειν.. κανεις δεν εχει πονοκεφαλο εδω. δεν επιτρεπεται.
-μαλιστα. πολυ φοβαμαι, παντως, πως αργα ή γρηγορα οι φωνες των διαδηλωτων θα φτασουν κ εξω απο τον τοιχο μας.
-τοτε, αν χρειαστει, θα χτισουμε ακομα εναν.
-τοιχο;
-οχι, ακομα εναν γραμματεα.
-τι πραγμα;
-μην φοβασαι. αστειευομαι. αλλωστε, το ξερεις καλα.. κανεις απο τους εργαζομενους εδω δεν κινδυνευει.
-κ ο πρωην αρχηγος της φρουρας;
-ο πρωην αρχηγος εκανε το μοιραιο λαθος. οχι μονο επετρεψε να μπουν, αλλα ουσιαστικα οδηγησε ο ιδιος δυο παρεισακτους εντος των εγκαταστασεων μας.
-απαραδεκτο.
-ακομα δεν μπορω να το χωνεψω πώς μπορεσα να εμπιστευτω αυτον τον ανθρωπο. κ μαλιστα σε μια τοσο κρισιμη θεση.
-απο τοτε ξεκινησαν κ τα προβληματα μας.
-οχι, τα προβληματα ξεκινησαν αφοτου εσεις αφησατε τους παρεισακτους να φυγουν κ να πληροφορησουν τον εξω κοσμο για το τι συμβαινει εδω μεσα.
-μα, εσεις λεγατε οτι κανεις δεν θα τους πιστεψει.
-ναι, ετσι ελεγα, αλλα δεν υπολογιζα οτι ειχαν βρει συμμαχους αναμεσα στο προσωπικο. πού να το φανταστω πως ενας μελαγχολικος γιατρος κ μια ερωτοχτυπημενη φυλακας θα ηταν ικανοι να κανουν τοσο μεγαλη ζημια..
-μα αν κ οι δυο επασχαν απο αυτα που λετε, τοτε πώς μπορεσαν να προσληφθουν; εμεις εδω ειμαστε ολοι υγιεις.
-ο γιατρος ειχε καταφερει να κρυψει καλα τη μελαγχολια του. βεβαια, οταν μουτζουρωνε τα γραμματα στα τεστ αξιολογησης, επρεπε κατι να ειχαμε καταλαβει. αλλα, βλεπεις, ο προϊσταμενος προσωπικου το ειχε θεωρησει τοτε απλως ως ενδειξη καταπιεσμενης καλλιτεχνικης προσωπικοτητας.
-κ η φυλακας;
-τι να σου πω.. η συμπεριφορα αυτης της κοπελας ακομα αποτελει μυστηριο. ειλικρινα, δεν μπορω να καταλαβω τι βρηκε σε αυτον τον παρεισακτο κ εφτασε στο σημειο να τον ακολουθησει.
-λενε πως ζουν ακομα μαζι στον γειτονικο οικισμο.
-αυτο κ αν ειναι περιεργο.. γιατι να συνεχιζει κ να ζει κανεις μεσα στην ερημια, τωρα που η καραντινα τελειωσε;
-μα τι λετε, κυρια;
-ελα τωρα, μεταξυ μας ειμαστε. δεν μας ακουνε οι νοσηλευομενοι. ασε που τωρα πια, κ να μαθουν την αληθεια, πιστευεις πως θα θελησει εστω κ ενας απο αυτους να επιστρεψει στην παλια ζωη του;
-ζωη σημαινει θανατος.
-ακριβως. δεν πρεπει να ξεχναμε ποτε το μοτο μας.
-πολυ φοβαμαι πως ουτε ο κοσμος εξω προκειται πια να το ξεχασει.
-τοσο το καλυτερο.
-μα οταν περασει η κριση..
-μην λες βλακειες. πρωτον, δεν υπαρχουν κρισεις, δευτερον, η συγκεκριμενη κριση δεν προκειται να περασει ποτε. κ τριτον κ σημαντικοτερον, κριση σημαινει ευκαιρια.
-ευκαιρια;
-ναι, ευκαιρια. σημερα ο κοσμος απλως θελει να μαθει τι συμβανει μες στο ιδρυμα. αυριο ιδρυμα θα ειναι ολοκληρος ο κοσμος.
-με χρειαζεστε κατι αλλο;
-οχι, ή μαλλον ναι. ανοιξε μου ξανα την τηλεοραση. μου εχει λειψει τελικα λιγος παλιος καλος πονοκεφαλος.
"..στο μεταξυ, ο συγγραφεας του βιβλιου, που ανοιξε τον δρομο των αποκαλυψεων σχετικα με τη δραση του εν λογω ιδρυματος, εξακολουθει να επιμενει οτι το εργο του δεν αποτελει παρα μια αλληγορια κ οτι στην πραγματικοτητα εβγαλε την ιστορια αυτη, οπως λεει χαρακτηριστικα, απο το κεφαλι του, ενω υποστηριζει πως περασε ολοκληρη την καραντινα κοιταζοντας το ταβανι, μεχρι που καποια στιγμη το ταβανι τον βαρεθηκε κ αρχισε να του υπαγορευει."
*
οταν τραβηξε το καλωδιο ο αρχηγος κ εσβησαν τα φωτακια, στο μικρο χριστουγεννιατικο δεντρο που κοσμουσε την εισοδο του κτιριου, ενιωσα να βυθιζομαι στην κινουμενη αμμο της μελαγχολιας. η αισθηση πως αυτο ηταν, παει, περασαν οι γιορτες κ αυριο πρεπει να παω ξανα σχολειο με αρπαξε απο τον λαιμο κ αρχισε να με σφιγγει. υστερα, που θυμηθηκα ξανα πως ημασταν στα τελη του μαρτιου, ενιωσα καπως να χαλαρωνει η λαβη, αλλα κ παλι, το κακο ειχε ηδη γινει. χρειαστηκε να επιστρατευσω ολες τις εφεδρειες της λογικης που μου ειχαν απομεινει για να εκφρασω φωναχτα την ευλογη -ηθελα ακομα να πιστευω- απορια: "τι φαση, ρε μαλακες;"
υστερα πλακωσε το ιππικο. δηλαδη, βγηκαν απο το κτιριο καμια δεκαρια σεκιουριταδες -μπορει να ηταν κ εκατο, δεν καθισα να τους μετρησω- κ με ενα νευμα του αρχηγου, μας περικυκλωσαν. σαστισα. δεν ηξερα τι επρεπε να κανω. να γονατισω; να σηκωσω τα χερια μου ψηλα; ή να πω μοναχα οτι παραδινομαι, χωρις περιττες δραματικοτητες, κ να επικαλεστω τη συνθηκη της γενευης; ο χαρης, ομως, δεν φανηκε να συμμεριζεται την ηττοπαθεια μου. χωρις να χασει ωρα, μεταμορφωθηκε απο φιλησυχος περιπατητης σε μια μηχανη που παραγει θανατο, κ βγαζοντας απο τις τσεπες τα λεμονια, αρχισε να τους τα πεταει.
δεν πετυχε ουτε εναν. οι φυλακες περιμεναν υπομονετικα να του τελειωσουν τα πολεμοφοδια κ αφου κ το τελευταιο λεμονι βαρεσε στον γαμο του καραγκιοζη, ορμησαν καταπανω μας κ μας ακινητοποιησαν.
στη συνεχεια, μας μετεφεραν στο εσωτερικο του κτιριου. διασχισαμε ατελειωτα χιλιομετρα ημιφωτισμενων διαδρομων, οπου αλλα μελη του προσωπικου, ντυμενα με λευκες ποδιες, κατεβαζαν απο τους τοιχους γιρλαντες κ αγιοβασιληδες κ κρεμουσανε στη θεση τους κοχυλια κ αστεριες. καποια στιγμη, φτασαμε μπροστα σε μια πορτα που εγραφε απεξω «αιθουσα επισκεπτων». ο αρχηγος την ανοιξε κ οι φυλακες εσπρωξαν τον χαρη μεσα κ τον κλειδωσαν. "εγω;" ρωτησα πιο πολυ ετσι, για να ακουσω τη φωνη μου. "εσυ, ακολουθα με", απαντησε ο αρχηγος κ επειτα εδωσε εντολη στους αντρες του να μεινουν δυο για να φυλανε τον χαρη κ οι υπολοιποι να επιστρεψουνε στις θεσεις τους. οτι τι, δηλαδη; οτι εγω ειμαι ακινδυνος κ δεν χρειαζεται κανεις να με προσεχει; α, ετσι ε; καλα, σκεφτηκα, θα δειτε τι εχετε να παθετε, κ εψαξα να δω αν ειχα ακομα τα δυο δικα μου λεμονια μες στις τσεπες μου. ναι, ακομα ητανε εκει. λιγο ζουληγμενα ισως, αλλα παντα αξιοπολεμα.
συνεχισαμε να περιπλανιομαστε στους διαδρομους. βασικα, ημουν σιγουρος οτι καναμε κυκλους κ περνουσαμε ξανα κ ξανα απο το ιδιο σημειο. ισως το εκανε αυτο ο αρχηγος για να μου δειξει ποσο μεγαλες ειναι, κ καλα, οι εγκαταστασεις τους κ να με εντυπωσιασει. ετσι, αποφασισα να βαλω καπου ενα σημαδι. σε μια στροφη, στα γρηγορα, εσκυψα κ ακουμπησα το ενα μου λεμονι διπλα σε ενα τραπεζακι. οχι, δεν το λυπηθηκα. σιγουρα θα ξαναπερνουσαμε απο εκει κ θα το ξαναμαζευα. πανω στο τραπεζακι ειχε κ κατι περιοδικα. σε ενα απο αυτα, στο εξωφυλλο, μου φανηκε πως ειχε μια φωτογραφια της μαριαννας με μαγιω. το ξερω, ο,τι θυμαμαι χαιρομαι. "προχωρα". φωναξε ο αρχηγος. προχωρησα.
συνεχισαμε να διασχιζουμε ατελειωτους διαδρομους κ ουτε το λεμονι ουτε τη φωτογραφια της μαριαννας δεν ξανασυναντησα. καποια στιγμη, ανθρωπος ειμαι, τι να πω, κουραστηκα. "δεν κανουμε μια σταση;" προτεινα στον αρχηγο, βεβαιος οτι θα απορριψει την ιδεα μου. "ναι, αμε", απαντησε αυτος, "κ δεν το λες τοσην ωρα; κ εγω βαρεθηκα λιγο να περπαταω".
αραξαμε σε ενα σαλονακι που ειχε καπου εκει κοντα. ο αρχηγος εβγαλε τα παπουτσια του κ ετριψε τα ποδια του. εγω ειδα πως ειχε κ εκει περιοδικα κ αρχισα να τα ψαχνω. μαριαννα, ομως, δεν ειδα πουθενα. ολα ηταν ιατρικου περιεχομενου. ε, δεν κρατιομουν αλλο. "τι φαση", ειπα, "σε νοσοκομειο ειμαστε;" "ασπουμε, ναι", απαντησε ο αρχηγος σιβυλλικα κ διφορουμενα, που ενδεχομενως σημαινουν το ιδιο πραγμα ακριβως, αλλα καπως πρεπει να δειξω οτι εχω πλουσιο λεξιλογιο. αφησα να περασει κανενα δεκαλεπτο νεκρου τηλεοπτικου χρονου κ υστερα ρωτησα: "δηλαδη;" "θα σου εξηγησει σε λιγο η κυρια διευθυντρια", μου ειπε.
κ τοτε ανοιξε μια απο τις πορτες κ εμφανιστηκε ενας τυπακος με πρασινη ποδια, σαν κ αυτες που φορανε οι χειρουργοι στα χειρουργια. ειχε κ κατι χαρτια στα χερια. "ο κυριος ειναι που..;" ειπε. "ναι, ο κυριος ειναι που..", απαντησε ο αρχηγος. "που.. τι πραγμα;" ρωτησα, "γιατι αν εννοειται ο κυριος ειναι που θα μας δωρισει τα οργανα του ή που θα συμμετασχει εθελοντικα στο πειραμα μας, μαλλον θα σας απογοητευσω." ο τυπακος χαμογελασε. ο αρχηγος καγχασε λιγο, με χτυπησε στην πλατη, ειπε "αντε, τα λεμε" κ εφυγε.
ο τυπακος καθισε στη θεση του. μου εδωσε τα χαρτια που κρατουσε κ ενα στυλο κ μου ειπε πως πρεπει να συμπληρωσω το ερωτηματολογιο πριν γινω δεκτος απο την κυρια διευθυντρια. κοιταξα τα χαρτια. η πρωτη ερωτηση ηταν: "πασχετε απο κατι;" σηκωσα το κεφαλι κ τον κοιταξα. "σοβαρα τωρα;" ειπα. αυτος εβγαλε εναν αναστεναγμο κ εξυσε λιγο το κεφαλι του.
ξανακοιταξα τα χαρτια. γυρισα σελιδα. απο πισω ηταν ολη σχεδον μουτζουρωμενη. δηλαδη, για την ακριβεια, καποιος ειχε ηδη μαυρισει τα γραμματα που σχηματιζαν κυκλους: α, β, δ κ.λπ.. σκεφτηκα πως ηταν μερος του τεστ κ αυτο, κ επειδη ειδα πως υπηρχαν κατι ρ που ηταν ακομα αμουτζουρωτα, ειπα να μην τα αφησω παραπονεμενα.
οταν τελειωσα τη δουλεια σηκωσα παλι το κεφαλι μου κ ειδα τον τυπακο να λαμπει απο χαρα κ ικανοποιηση. σαν να ειχε μολις βρει επιτελους καποιον που να τον καταλαβαινει. καποιον, ασπουμε, συμμαχο σε ολην αυτην την τρελα.
*
οσα ακολουθησαν ειναι λιγο πολυ γνωστα. αυτη ειναι μια ωραιοτατη εναρκτηρια προταση, ιδανικη για την αρχη του τελευταιου κεφαλαιου μιας ιστοριας βασισμενης σε πραγματικα γεγονοτα. οχι οτι δεν συνεβησαν σταληθεια οσα εχετε διαβασει ως εδω, αλλα να, πώς να το πω, εχετε ακουσει αυτο που λενε οτι καμια φορα η πραγματικοτητα ξεπερνα τη φαντασια; ε, στην περιπτωση μας -στην περιπτωση που ολοι μαζι βιωνουμε εδω κ ενα χρονο, δηλαδη- η πραγματικοτητα δεν χρειαστηκε να καταβαλει κ καμια ιδιαιτερη προσπαθεια, αφου η καημενη η φαντασια ειχε απο καιρο παψει να κανει τη δουλεια της. οποτε, ναι, ολα οσα εχω γραψει ως εδω ειναι πραγματικα κ οσα θα γραψω παρακατω ακομα πραγματικοτερα. αφου, ετσι κ αλλιως, η μπαλα εχει χαθει απο καιρο. κ η αληθεια πια δεν εχει να ανταγωνιστει ουτε καν ενα ωραιο ψεμα.
τελικα, η κυρια διευθυντρια δεν με δεχτηκε ποτε. ο λογος ηταν οτι αυτα που ειχα συμπληρωσει στο ερωτηματολογιο -ενοειται οτι απαντησα σε ολα σχεδον στην τυχη- δεν συμφωνουσανε κ τοσο με τα αποτελεσματα των ιατρικων εξετασεων στις οποιες υποχρεωθηκα να υποβληθω στη συνεχεια. ο τυπακος, ο γιατρος δηλαδη που με εξετασε, μου ανακοινωσε οτι το αιτημα μου για φιλοξενια στις εγκαταστασεις του ιδρυματος δεν μπορουσε να γινει δεκτο, λογω χοληστερινης, αστιγματισμου, τερηδονας, λευκης κ κατι κηλων στη μεση κ τον αυχενα.
οταν του ειπα οτι δεν εχω υποβαλει κανενα αιτημα κ ουτε καν με νοιαζει τι παιζει εκει μεσα κ το μονο που θελω να μαθω ειναι γιατι ηρθαν κ εχτισαν το κωλοϊδρυμα τους πανω στο αγαπημενο μονοπατι μου, αυτος γουρλωσε τα ματια κ κοιταξε ξανα τα αποτελεσματα των εξετασεων, μαλλον για να σιγουρευτει οτι με ειχε δει, εκτος των αλλων, κ ψυχιατρος.
στο μεταξυ, εξω ειχε ηδη ξημερωσει. ο γιατρος με ρωτησε αν θελω να πιω εναν καφε, κ χωρις να προλαβω να απαντησω, μου προτεινε να τον ακολουθησω στην τραπεζαρια. ημουν σιγουρος οτι θα αρχισουμε παλι να περιπλανιομαστε για ωρες μεσα στους διαδρομους, αλλα το μονο που χρειαστηκε ηταν να ανοιξει τη διπλανη πορτα για να βγει απο εκει μεσα ενα φως τοσο εκτυφλωτικο που ενιωσα τα ματια μου να καιγονται. ο γιατρος μού εδωσε να βαλω μια μασκα. "συγγνωμη", ειπε, "το ξερω πως ειστε υγιης, αλλα καλο θα ηταν να μην αναστατωσουμε χωρις λογο τους νοσηλευομενους". ας μην τους αναστατωσουμε, λοιπον. φορεσα τη μασκα κ τον ακολουθησα στην τραπεζαρια.
η οποια τραπεζαρια ηταν το πιο εξωφρενικο μερος που εχω δει ποτε μου. κ βασικα δεν ηταν τραπεζαρια ακριβως, αλλα μια γιγαντιαια τεχνητη κ στεγασμενη παραλια, με αμμο, θαλασσα, ομπρελες κ ξαπλωστρες. επισης, εκανε μια ζεστη ανυποφορη. "τι ειναι αυτο το πραγμα;" ρωτησα, βγαζοντας οσα ρουχα μπορουσα να ξεφορτωθω. "αυτο", μου απαντησε ο γιατρος, "ειναι το καλοκαιρι μας".
καθισαμε σε ενα τραπεζι διπλα ακριβως στην ψευτοπαραλια κ παραγγειλαμε καφε. τον οποιον καφε ουτε καν μπορεσα να τον δοκιμασω, αφου δεν επρεπε να βγαλω ουτε στιγμη τη μασκα μου, αλλα εστω η μυρωδια του, ασπουμε, καπως σαν να με συνεφερε. οσο επινε τον καφε του ο γιατρος κ εγω απλως μυριζα τον δικο μου, μου αποκαλυψε τα παντα, χωρις να τον πιεσω ιδιαιτερα. το κανουν μαζι μου αυτο καμια φορα οι ανθρωποι. κ ευτυχως, δηλαδη, αλλιως θα επρεπε ολα τα μαντευω.
το ιδρυμα, λοιπον, ηταν μια πειραματικη εφαρμογη ενος γενικοτερου σχεδιου κατασκευης μιας αλυσιδας υγειονομικων εγκαταστασεων, οπου θα νοσηλευονταν μονο απολυτως υγιεις πολιτες. η διευθυνση του ιδρυματος τούς παρειχε ολες τις εγγυησεις πως οσο θα βρισκονταν εκει δεν ειχαν να φοβουνται τιποτα. ουτε αρρωστιες ουτε ατυχηματα ουτε το παραμικρο που να θυμιζει την αθλια ανθρωπινη θνητοτητα. αν κατι πηγαινε στραβα, θα τους επεστρεφαν το συνολο των χρηματων που θα ειχαν δωσει για νοσηλεια ολα αυτα τα χρονια κ αλλα τοσα ως αποζημιωση. αν ομως καταφερναν να ξεπερασουν το προσδοκιμο ζωης, κ πεθαιναν τελικα απο γηρατια -γιατι καπως πρεπει ολοι στο τελος να πεθαινουν- το ιδρυμα θα αποκτουσε το συνολο της κινητης κ της ακινητης περιουσιας τους. επισης, στο μεταξυ, το ιδρυμα περα απο τη σωματικη υγεια των πελατων του θα φροντιζε κ για την ψυχικη τους ευεξια, αφαιρωντας χειρουργικα, θα λεγαμε, καθε εγνοια κ καθε ανησυχια κ χαριζοντας τους μια αιωνια ανεμελια με τον πιο γελοιο τροπο: με μια απλη αλλαγη στον κλιματισμο κ καποιες τροποποιησεις στη διακοσμηση, καθε πρωι οι τροφιμοι θα ζουσαν μες στο τρελο καλοκαιρακι κ καθε βραδυ θα βυθιζονταν γλυκα μες στις διακοπες των χριστουγεννων.
"οπα, οπα", διεκοψα τη στιγμη εκεινη τον γιατρο, "αυτη τη λεπτομερεια καπου την εχω ξαναδιαβασει. θυμαμαι, μαλιστα, κ πού ακριβως. κ να βγω μετα κ να γραψω βιβλιο με ολα αυτα, θα με κατηγορησουν για λογοκλοπη, κ δεν το θελω".
"καλα, αυτο λυνεται ευκολα.. θα πειτε πως προκειται για διακειμενικοτητα", μου απαντησε ο επιστημονας, κ αφου στραγγιξε τον καφε του, αρχισε να πινει τον δικο μου.
"μονο που υπαρχει ενα αλλο προβλημα πιο σοβαρο", συμπληρωσε.
"γιατρε, με ανησυχεις", του ειπα, "πες μου, σε παρακαλω, θα ζησω;"
"οχι, αν δοκιμασετε να βγειτε απο εδω. αυτο απαγορευεται."
"ναι, αλλα ουτε να μεινω μπορω, αφου δεν πληρω, ειπαμε, τις προϋποθεσεις".
"ναι, ουτε.."
περιμενα να πει κατι ακομα, αλλα αυτος προτιμησε να τραβηξει κοντα του τα αποτελεσματα των εξετασεων μου, κ αφου εβγαλε απο το τσεπακι της ποδιας του ενα στυλο, αρχισε παλι να μουτζουρωνει τις σελιδες. μαλλον καπως τον βοηθουσε ολο αυτο. κ εγω κανω τετοια διαφορα. ενταξει, τον καταλαβαινω.
"οποτε, τι προτεινετε;" τον ρωτησα, αφου τον αφησα για λιγο να ξεσπασει.
"κ αν γραψετε βιβλιο με ολα αυτα", μου ειπε χωρις να σηκωσει το κεφαλι απο τα χαρτια, "τι τιτλο θα του δωσετε;"
τη στιγμη εκεινη ανοιξαν σχεδον ταυτοχρονα ολες οι πορτες της τραπεζαριας κ εισεβαλε ενα πληθος αγουροξυπνημενων ανδρων κ γυναικων, με τα μαγιω κ τις πετσετες τους. ολοι ετρεχαν να πιασουνε τις καλυτερες ξαπλωστρες, σαν να ηταν αυτο το μονο προβλημα που ειχε μεινει αλυτο σε ολοκληρο τον κοσμο. τους κοιταξα καλα. τους θαυμασα, αληθεια. ολοι τους φαινονταν τοσο υγιεις που τρομαξα μην με κολλησουν τιποτα κ ανεβασα ακομα πιο ψηλα στα μουτρα μου τη μασκα.
κ τοτε ειδα αναμεσα τους ενα ζευγαρι να προχωραει αγκαλια σε σλοου μοσιον κ να σαλιαριζει σαν να μην υπαρχει αυριο - που τη στιγμη εκεινη επαιζε ακομα οντως να μην υπηρχε. κοιτα να δεις, σκεφτηκα, αυτος μοιαζει παρα πολυ στον χαρη κ αυτη ειναι φτυστη, ολοϊδια η μαριαννα. δεν προλαβα να ολοκληρωσω τη σκεψη μου, κ ο σωσιας του χαρη με ειδε, με χαιρετησε κ ετρεξε ολο χαρα κοντα μου.
"πού εισαι, ρε; ολα καλα; γιατι φορας μασκα;" ειπε, κ γυριζοντας προς τη φιλεναδα του, της εκανε νοημα να πλησιασει κ αυτη, μην χασει.
"καλημερα, χαρη", ειπα προσπαθωντας να κρυψω τον ενθουσιασμο μου.
"αιμιλια, να σου γνωρισω τον κολλητο μου", ειπε αυτος, "μαζι ηρθαμε εδω, ξερεις."
"κ μαζι θα φυγουμε", συμπληρωσα κ σηκωθηκα απο το τραπεζι.
μαζι μου σηκωθηκε κ ο γιατρος.
"ναι, παμε", ειπε ο χαρης, "η αληθεια ειναι πως αρχισα λιγακι να βαριεμαι."
η αιμιλια-μαριαννα γυρισε κ κοιταξε τον γιατρο. ο γιατρος κοιταξε τριγυρω του κ υστερα κουνησε το κεφαλι. η αιμιλια-μαριαννα εδεσε την πετσετα αποφασιστικα γυρω απο τη μεση της κ ειπε: "ακολουθηστε με."
εννοειται πως την ακολουθησαμε.
κ ναι, ενταξει, ας μην κοροϊδευομαστε.. ολα οσα εγιναν μετα, λιγο πολυ τα ξερετε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου