τα συνεργεια του δημου ξηλωνουν κ ξαναφτιαχνουν τον πεζοδρομο. σκορπιοι κυβολιθοι παντου βαζουν στους περαστικους τρικλοποδιες κ δινουν στην πολη μια αισθηση ατακτης υπαιθρου. περναει ενας βιαστικος, κοιταζοντας το κινητο του. σκονταφτει πανω σε μια απο τις πετρες κ παραπατα. με το ενα ματι ακομα επανω στην οθονη του, γυρνα στην πετρα κ της ζητα συγγνωμη.
λιγο μετα περναει ενα ζευγαρι. το βημα τους συγχρονισμενο. δεν μιλουν. κρατουν βαριες σακουλες απο το ιδιο μαγαζι. οι σακουλες τριβονται αναμεταξυ τους κ δημιουργουν αναμεσα τους ενα συνορο ξεκαθαρο, πλαστικοποιημενο. αυτος κοιταει τον σωρο απο τις πετρες κ ονειρευεται γεφυρες κ παλατια. με το ζορι κρατιεται να μην τα παρατησει ολα κ να αρχισει να παιζει μαζι τους σαν να ηταν τουβλακια απο παιχνιδι συναρμολογουμενο. αυτην μοιαζει σαν κατι αλλο να την απασχολει. κατι κακο, ενοχλητικο. κατι την εμποδιζει. ξεμενει λιγο πισω. δυσκολευεται ετσι να συνεχισει. "στασου", του λεει. στεκεται αυτος. κουτσαινοντας, ξανα τον πλησιαζει. ακουμπαει το χερι της στον ωμο του, σηκωνει το ποδι της ψηλα κ βγαζει το παπουτσι. τα χειλη της βρισκονται μολις ελαχιστα χιλιοστα μακρυα απο τον λαιμο του. αυτος αφηνει τις αρχιτεκτονικες φαντασιωσεις του κ χανεται μεσα στο δασος των μαλλιων της. ενα πετραδακι πεφτει απο το παπουτσι, σκαει πανω στο εδαφος κ εκρηγνυται. το ωστικο του κυμα τα παρασερνει ολα. οι δυο τους κατανεμουν τωρα τις σακουλες με τα ψωνια τους καλυτερα κ συνεχιζουν πιασμενοι χερι-χερι.
υστερα ξεναπερνα ο πρωτος, ο σκουντουφλης. ακομα με το κινητο στα χερια του. βαδιζει κ πληκτρολογει πολυ εκνευρισμενος. μοιραια, πεφτει παλι πανω στην ιδια πετρα κ πεδικλωνεται ξανα. "αντε γαμησου κ εσυ", γυρναει κ της λεει. τα συνεργεια του δημου ξηλωνουν κ ξαναφτιαχνουν τον πεζοδρομο. σκορπιοι κυβολιθοι παντου διαταρρασουν την ισορροπια του αστικου πολιτισμου μας
λιγο μετα περναει ενα ζευγαρι. το βημα τους συγχρονισμενο. δεν μιλουν. κρατουν βαριες σακουλες απο το ιδιο μαγαζι. οι σακουλες τριβονται αναμεταξυ τους κ δημιουργουν αναμεσα τους ενα συνορο ξεκαθαρο, πλαστικοποιημενο. αυτος κοιταει τον σωρο απο τις πετρες κ ονειρευεται γεφυρες κ παλατια. με το ζορι κρατιεται να μην τα παρατησει ολα κ να αρχισει να παιζει μαζι τους σαν να ηταν τουβλακια απο παιχνιδι συναρμολογουμενο. αυτην μοιαζει σαν κατι αλλο να την απασχολει. κατι κακο, ενοχλητικο. κατι την εμποδιζει. ξεμενει λιγο πισω. δυσκολευεται ετσι να συνεχισει. "στασου", του λεει. στεκεται αυτος. κουτσαινοντας, ξανα τον πλησιαζει. ακουμπαει το χερι της στον ωμο του, σηκωνει το ποδι της ψηλα κ βγαζει το παπουτσι. τα χειλη της βρισκονται μολις ελαχιστα χιλιοστα μακρυα απο τον λαιμο του. αυτος αφηνει τις αρχιτεκτονικες φαντασιωσεις του κ χανεται μεσα στο δασος των μαλλιων της. ενα πετραδακι πεφτει απο το παπουτσι, σκαει πανω στο εδαφος κ εκρηγνυται. το ωστικο του κυμα τα παρασερνει ολα. οι δυο τους κατανεμουν τωρα τις σακουλες με τα ψωνια τους καλυτερα κ συνεχιζουν πιασμενοι χερι-χερι.
υστερα ξεναπερνα ο πρωτος, ο σκουντουφλης. ακομα με το κινητο στα χερια του. βαδιζει κ πληκτρολογει πολυ εκνευρισμενος. μοιραια, πεφτει παλι πανω στην ιδια πετρα κ πεδικλωνεται ξανα. "αντε γαμησου κ εσυ", γυρναει κ της λεει. τα συνεργεια του δημου ξηλωνουν κ ξαναφτιαχνουν τον πεζοδρομο. σκορπιοι κυβολιθοι παντου διαταρρασουν την ισορροπια του αστικου πολιτισμου μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου