1
Του άρεσε αυτή η σερβιτόρα με αυτήν με την στιγματισμένη τίγρη στο λαιμό. Αυτή ήταν ο λόγος που περνούσε κάθε μεσημέρι σε αυτό το κωλομάγαζο. Που διάλεγε πάντα το τραπέζι με την καλύτερη τη θέα, από όπου μπορούσε απερίσπαστος να παρακολουθεί όλες της τις κινήσεις, κι ας τον βαρούσε στο σβέρκο το κλιματιστικό. Τα χρειαζόταν τα ψυχρά ετούτα κύματα, έτσι όπως καιγόταν μετρώντας τις κινήσεις της. Που βασάνιζε με τις ώρες το μικροσκοπικό φλιτζάνι του – ήταν νωρίς για αλκοόλ, η νύχτα τον περίμενε; Που διάλεγε πάντα την ώρα που όλοι οι μαλάκες φεύγαν για φαΐ. Τις περισσότερες φορές τύχαινε να είναι ο μοναδικός πελάτης. Δικό του όλο το καφέ με το ηλίθιο εκείνο όνομα – τι πάει να πει «vents alizés»; Ποιος κόπανος το σκέφτηκε; Δικό του το τραπέζι αυτό, από όπου το εσωτερικό του μπαρ φαινόταν, με αυτήν να σκύβει, να τεντώνεται, να κάνει τα δικά της. Δικιά του και η αγαπημένη σερβιτόρα του, που τόσο καιρό ούτε το πώς την λένε δεν τόλμησε ποτέ να την να ρωτήσει. Για αυτό, όταν μιλούσε για αυτήν, έλεγε «η δικιά μου». Μα όταν την σκεφτόταν, όταν την έφερνε στο νου το βράδυ στο κρεβάτι, της έδινε έναν τίτλο πιο παράδοξο: «η ωραία νυσταγμένη». Ήταν αυτό το βλέμμα το νωχελικό, το οποίο δεν ήξερε αλήθεια που να το κατατάξει. Ήταν που νύσταζε πραγματικά; Που μόλις είχε από τον ύπνο σηκωθεί; Ή μήπως που έγραφε στα αρχίδια της κι αυτόν και το γαμωκαφέ και ολόκληρο τον κόσμο; Του άρεσε το βλέμμα της. Όχι δεν ήταν βλέμμα αυτό ανθρώπου που βαριέται. Το βλέμμα αυτό, με έναν τρόπο μοναδικά παράδοξο, ξεχείλιζε από καύλα. Μόνο που όσο και αν το μελετούσε, τόσο καιρό που σύχναζε εκεί, δεν είχε κατορθώσει ακόμα να μαντέψει τι ήταν εκείνο που την καύλωνε. Τι εικόνες μέσα στα βλέφαρά τους έκρυβαν τα νυσταγμένα μάτια και την κρατούσανε αυτήν τόσο απασχολημένη. Και τον κρατούσανε κι αυτόν τόσο ελεεινά αόρατο. Αφού από αυτό βασανιζόταν διαρκώς, που ενώ έβλεπε, παρατηρούσε, σπούδαζε το κάθε παλαντζάρισμα του κώλου της, την κάθε των χειλιών της οδηγία, αυτή αδιαφορούσε τόσο επιδεικτικά που έθετε σε αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξή του. Σκεφτότανε καμιά φορά, πως έτσι και ξαφνικά του ερχότανε να σηκωθεί, να αρπάξει το ταμείο και να φύγει τρέχοντας, αυτή μετά δεν θα μπορούσε ούτε καν στοιχειωδώς στους μπάτσους να τον περιγράψει. Όχι, φαινόταν να μην του έδινε καμία σημασία. Ερχόταν στο τραπέζι του, τον καλημέριζε αδιάφορα φέρνοντας μπροστά στη μούρη τα βυζιά της, έπαιρνε την παραγγελία – τόσο καιρό θα μπορούσε, τουλάχιστον, να είχε μάθει πώς πίνει τον καφέ του. Κάποιες φορές του έφερνε μπισκότα και βουτήματα και τότε έλεγε αυτός, μάλλον θα με γουστάρει. Αν και το ήξερε καλά ότι αυτό συνέβαινε με όλους τους πελάτες. Μια μέρα μόνο ήταν που της ξέφυγε και είπε κάποια κουβέντα παραπάνω. Ήτανε τότε, τον Αύγουστο, με εκείνα τα επεισόδια. Γινόταν κάτω στην πλατεία μακελειό, κι όλο ακουγόντουσαν σειρήνες και εκρήξεις. Ήταν και πάλι οι δυο τους μόνοι μες στο μαγαζί κι είχε αυτή βάλει τη μουσική στα τέρματα να μην ακούει τον δρόμο. Αυτός βγήκε κάποια στιγμή για να μιλήσει στο τηλέφωνο. Όχι πως έξω θα άκουγε καλύτερα, αλλά ντρεπόταν λιγάκι μπροστά της να απαντήσει. Δεν ήθελε να τον ακούσει με τον άλλον να μιλά. Δεν έπρεπε να μάθει. Αυτή για κάποιο λόγο συνέδεσε τα επεισόδια με αυτό το τηλεφώνημα και όταν ήρθε πάλι πίσω στο τραπέζι του, τον ρώτησε «τι γίνεται;». Λες και ήτανε αυτός που όλα τα κατεύθυνε από το μυστικό το στρατηγείο του. Είχε τότε την ευκαιρία του, να την αρπάξει από το λαιμό, να έπνιγε τον τίγρη. Να την καρφώσει επάνω στο τραπέζι του. Να την πηδήξει δυνατά. Να φύγει η νύστα από τα μάτια της. Να ξεχυθεί η καύλα της, να πνίξει όλον τον κόσμο. Όμως την ώρα εκείνη σάστισε. Αυτό το εκτός προγράμματος «τι γίνεται;» τον αιφνιδίασε και έτσι το μόνο που κατάφερε να πει ήταν ένα χαζό «δεν ξέρω». Δεν ήξερε, είναι αλήθεια, τίποτα, ούτε για αυτά που έξω εκεί στο δρόμο γίνονταν ούτε για τα άλλα που μέσα σε εκείνο το καφέ μπορούσανε να γίνουν. Υπέθετε, θεωρούσε, φανταζότανε, μα στην πραγματικότητα απείχε ακόμα αρκετά από το να γνωρίζει. Κι όμως δεν ήταν τόσο δύσκολο. Αρκούσε μόνο, την κατάλληλη στιγμή, να είχε κάνει και αυτός την ίδια ακριβώς ερώτηση. Τι γίνεται;
2
Το να δουλεύει βάρδια πρωινή ήταν για εκείνη το καλύτερο. Μέχρι τις δύο δυόμιση ήταν γεμάτο το καφέ κι ύστερα, ως τις πέντε όπου σχόλαγε, ήτανε συνήθως χαλαρά κι έτσι είχε πάντα σχεδόν τη δυνατότητα να κάνει τα δικά της. Τις περισσότερες φορές, αν δεν ερχότανε αυτός ο αχώνευτος, θα ήταν τελείως μόνη. Όχι ότι η παρουσία του άλλαζε και πολύ τα πράγματα. Ήτανε τόσο στην κοσμάρα του, που νόμιζε ότι ακόμα και αν έβγαζε τα ρούχα της και άρχιζε να σφουγγαρίζει το μωσαϊκό ολόγυμνη, αυτός να μην το πρόσεχε. Μπορεί και να ήταν αδερφή. Κι όμως, η αδιαφορία του αυτή της άρεσε. Όχι, δεν ήταν γενικά αδιάφορος. Έμοιαζε να δείχνει πάθος, ίσως και φανατισμό, σε αυτά με τα οποία ασχολούνταν. Τον έβλεπε να μουτζουρώνει τις σελίδες του και προσπαθούσε τι γράφει να μαντέψει. Για κάποιο λόγο πίστευε πως γράφει ας πούμε κάτι σαν ποιήματα. Ναι, έγραφε αδερφίστικα ποιήματα, γιατί τέτοια μονάχα να γράψει θα μπορούσε. Θα ήθελε αλήθεια να τους ρίξει μια ματιά, έτσι για να γελούσε μαζί τους και να τον ξεφτίλιζε, μα κάθε φορά που το τραπέζι του πλησίαζε για να αδειάσει το τασάκι του ή να γεμίσει το ποτήρι με νερό, αυτός τα σκέπαζε αμέσως και τα έκρυβε. «Γράφει για μένα», σκεφτόταν κάποιες στιγμές αυτάρεσκα. Μα αμέσως τη μαλακία της κατάπινε. «Μα αφού δεν με γνωρίζει.» Ήξερε πως προτιμούσε εκείνο το καφέ, γιατί από όλα τα άλλα της περιοχής ήτανε το πιο ήσυχο. Για αυτό και ερχόταν τις ώρες που συνήθως άδειαζε. Ζητούσε να απομονωθεί και το τραπέζι αυτό –πάντα εκεί καθότανε- ήτανε κατά κάποιο τρόπο το γραφείο του. Αυτή, για να του πάει κόντρα, διάλεγε μουσική σκληρή κι ανέβαζε στα τέρματα, όσο αυτός ήταν εκεί, την ένταση. Μονάχα μια φορά έκανε μια εξαίρεση. Ήταν τον Αύγουστο. Τότε με εκείνα τα επεισόδια. Στο δρόμο γινότανε χαμός κι ο έξω θόρυβος τον μέσα επάξια συναγωνιζότανε. Αυτός, το μεσημέρι εκείνο, έμοιαζε αφηρημένος και ανήσυχος. Κι όλο κοιτούσε το τηλέφωνο. Κι όλο το βλέμμα σήκωνε και έβλεπε προς την πόρτα. Από το δρόμο ακούγονταν κρότοι, σειρήνες και φωνές. Δεν έβλεπαν τι γίνεται, όσο κι αν το πεδίο μάχης ήταν δίπλα τους. Μονάχα που και που περνούσε κανένας βλαμμένος μπροστά από την πόρτα τρέχοντας. Τα πιο πολλά καφέ τις γειτονιάς είχανε από ώρα κλείσει. Ίσως και να ήταν μονάχα το δικό τους ανοιχτό. Πολύ θα γούσταρε να ερχόντουσαν όλοι αυτοί να το λεηλατήσουνε. Σκεφτότανε τα μούτρα την άλλη μέρα του αφεντικού και έκλαιγε από τα γέλια. Κάποια στιγμή τον είδε να σηκώνεται. Κρατούσε το τηλέφωνο και κοίταζε μια την οθόνη του και μια αυτήν διστακτικά, αναποφάσιστα. Κατάλαβε ότι χτυπούσε και άπλωσε το χέρι προς το ραδιόφωνο και το έκλεισε απότομα. Μα αυτός της γύρισε την πλάτη και πήγε προς την έξοδο. Βγήκε στο δρόμο και απάντησε. Ντράπηκε, ζήλεψε, εξοργίστηκε. Ποια ήταν στο τηλέφωνο; Γιατί δεν ήθελε μπροστά της να απαντήσει; Τον έβλεπε που ενώ μιλούσε έβηχε και χαμογέλαγε χαιρέκακα. Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει από τους καπνούς και από τα διάφορα που έριχναν. Κοίταξε το τραπέζι του. Είχε αφήσει τα χαρτιά του πρώτη φορά αφύλακτα, απροστάτευτα. Σκέφτηκε πως ίσως αυτή να ήταν η ευκαιρία της. Εκείνος σαν να μάντεψε την σκέψη της γύρισε και την κοίταξε. Μόνο αν κάτι του συνέβαινε, αν τον χτυπούσαν, αν ζαλιζόταν από τα χημικά, μονάχα τότε θα μπορούσε να μάθαινε τι έγραφε. Η πόρτα άνοιξε ξανά κι από το ρεύμα που δημιουργήθηκε είδε όλες τις σκέψεις της να χάνονται, να τις ρουφάει ο δρόμος. Τι όμορφος που ήτανε! Σηκώθηκε και τον πλησίασε κρατώντας την κανάτα. Δήθεν να του γεμίσει το ποτήρι του. Αυτός πρώτα φορά την κοίταζε στα μάτια. Της φάνηκε πως είχε κάτι να της πει. Κάτι εκεί έξω είχε συμβεί. Κάποιος του το είπε μόλις στο τηλέφωνο. «Τι γίνεται;» τον ρώτησε. Μισάνοιξε τα χείλη του. Πόσο πολύ της άρεσε αυτός ο δισταγμός του. Πόσο πολύ θα ήθελε να τον γαμήσει εκείνη την στιγμή. Κι ύστερα ας της έλεγε. Καμιά στον κόσμο απάντηση δεν ήταν πιο επείγουσα από το πήδημά τους. «Δεν ξέρω», της απάντησε και αμέσως έβγαλε από την τσέπη κάτι κέρματα. Την ώρα που την πλήρωνε, του είπε «Αλεξάνδρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου