Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

πώς

Ιανουάριος 2004. Έχω μόλις γυρίσει στο Βόλο μετά από ακόμα μια μακρά και άσκοπη περιπλάνηση στις μητροπόλεις του βορρά. Για την ακρίβεια, είναι ήδη μια βδομάδα που έχω επιστρέψει και κρύβομαι στο σπίτι μου. Φοβάμαι πως η οποιαδήποτε επαφή, η οποιαδήποτε ακόμα και συμπτωματική συνάντηση με όλα εκείνα που νόμιζα πως είχα αφήσει πίσω μου για πάντα, θα ακύρωνε ολόκληρο ενδεχομένως το ταξίδι μου.
Βγαίνω μονάχα για τα απολύτως απαραίτητα. Καπνός, εφημερίδες, φαγητό, συλλέγω όσα μπορούν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια της μόνωσης και πίσω από τα κασκόλ και τις κουκούλες μου μάταια προσπαθώ να καταλάβω τις προφανώς μηδενικές συνέπειες της απουσίας μου.

Παρασκευή μεσημέρι. Περιμένω να εκκενώσουν όλοι οι συνάδερφοι τον όροφο και στα κρυφά τρυπώνω μέσα στο γραφείο μου. Λογαριασμοί, ακατανόητα μηνύματα στον τηλεφωνητή, σκόνη παντού και πάντα. Βάζω δύο βιβλία μες στο σάκο μου και φεύγω σαν τον κλέφτη. Λέω καλού κακού να σβήσω και τα δακτυλικά μου αποτυπώματα, αλλά το ξανασκέφτομαι. Η επιμέλεια αυτή μπορεί να πλήξει ανεπανόρθωτα της εγκατάλειψης τις μικροοργανικές στοιβάδες και ίσως να με προδώσει.
Βγαίνω στο δρόμο, όπου βρέχει ευτυχώς. Το καμουφλάζ μου δεν πρόκειται κανέναν τους σε σκέψεις να τον βάλει. Και τότε ακούω το κορνάρισμα. «Που είσαι, μωρέ μαλάκα; Γύρισες;» Γαμώτο, ο Βαγγέλης. Ναι μωρέ, μόλις, δηλαδή να τώρα σε σκεφτόμουνα. «Έλα! Πάμε για τσίπουρα! Θα είναι και οι άλλοι.» Κοίτα, να πάω πρώτα σπίτι μου να δώσω το παρόν και εντάξει, βλέπουμε αργότερα. Ίσως, μπορεί το βράδυ. «Το βράδυ, παπάρα! Σίγουρα! Άντε καλά, τα λέμε.»

Βράδυ Παρασκευής. Στενόχωρη επιστροφή σε μια κανονικότητα λιμνάζουσα. Τι ήθελα και γύρισα; Τι ήθελα και έφυγα; Τι θέλω επιτέλους; Κινηματογράφος Αχίλλειον. Καθόμαστε στο μπαρ με τον Γεώ και περιμένουμε τον άλλον να σχολάσει. Ιδανική παρέα ο Γεώ για τέτοιες καταστάσεις. Ζηλεύει τα ταξίδια γενικώς και ως εκ τούτου τις ερωτήσεις της επιστροφής συνήθως αποφεύγει. Ιδανικός τόπος επίσης το μπαρ του σινεμά. Ό,τι πρέπει για τη διαδικασία προοξείδωσης. Εδώ πίνουμε πάντα τα πρώτα μας ποτά. Το ζέσταμα πάντα εδώ αρχίζει. Αργά, μεθοδικά, αρμονικά. Μέχρι να φύγει κι ο τελευταίος θεατής. Το κάψιμο μπορεί να περιμένει.
Ακολουθεί δείγμα αυθεντικού διαλόγου, μετά του κατάλληλου υποτιτλισμού:

Γεώ: Γάμησες; (Πώς τα πέρασες;)
Εγώ: Που; (Όχι.)
Γεώ: Εκεί που πήγες; (Που πήγες;)
Εγώ: Μετά που θα πάμε; (Άλλη ερώτηση, παρακαλώ!)
Γεώ: Α! Άνοιξε ένα καινούριο στα Παλιά! (Δε γάμησες…)
Εγώ: Ένα καινούριο στα Παλιά… (Ωραίο δεν ακούγεται;)
Γεώ: Δεν ξέρω αν θα σου αρέσει… (Ψιλομαλακία μάλλον.)
Εγώ: Πώς λέγεται; (Πόσο το έχει το ποτό;)
Γεώ: Posh. (…)
Εγώ: Πώς; (;)
Γεώ: Posh, λέμε! (!)

Σάββατο ξημερώματα στην άκρια της πόλης. Νομίζω πως έχω βρεθεί σε άλλον γαλαξία. Το posh-το-λένε, το «ένα καινούριο στα Παλιά» είναι όντως μαλακία, μα τόσο απροσδιόριστη, που επειδή δεν ξέρω τι είναι αυτό που πιο πολύ με ενοχλεί, τείνω να εξοργίζομαι περίπου με τα πάντα. Όλοι τριγύρω μού μοιάζουν για εξωγήινοι και θέλουν το κακό μου. Η μουσική μου πριονίζει το μυαλό. Η διακόσμηση το μάτι μου θολώνει. Ασφυκτιώ, αγανακτώ, θέλω να πάω σπίτι μου, αλλά βαριέμαι να φύγω με τα πόδια. Οι άλλοι δυο παραναλώνονται επάνω στα σκαμπό τους κι εγώ στραγγίζοντας τη μπύρα μου –δεν τόλμησα καν να παραγγείλω ένα κανονικό ποτό- τους περιμένω έξω από την πόρτα. Όσοι περνάνε από δίπλα μου, με χαιρετούν σε γλώσσες πια ήδη νεκρές για τους πλανήτες από όπου έχουν έρθει.
Κάποια στιγμή έρχεται ο Βαγγέλης προς το μέρος μου. Πάμε τώρα να φύγουμε! Άλλο δεν την παλεύω! «Πριν φύγουμε, πρέπει να πιούμε αυτό εδώ.» Κρατάει ένα σφηνάκι. Είναι υποχρεωτικό; «Είναι από τον Χρήστο.» Βλέπω μια φάτσα από τα βάθη του ηλιακού συστήματος να μου χαμογελάει. Κάπου τον ξέρω αυτόν εδώ. «Είναι αυτός που το έχει.» Α, μάλιστα… Άμα με ξαναδείτε εμένα εδώ, γράψτε μου, σας παρακαλώ!
Ή μάλλον όχι, θα σας γράψω εγώ. Ορίστε, να! Σας γράφω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου