Πριν από δυόμιση περίπου χρόνια και ενώ βρισκόμουν στην Αθήνα με την τότε
σύντροφό μου, κάποιος μας έσπασε το αμάξι και μη βρίσκοντας εντός του
κύτους του κάτι πολυτιμότερο, έκλεψε το σακίδιο της φίλης μου, το οποίο,
ξεχασμένο προκλητικά πάνω στο πίσω κάθισμα, φώναζε στα κλεφτρόνια
απεγνωσμένα «κλέψτε με!».
Μέσα σε εκείνο το σακίδιο λοιπόν, που πήγαινε γυρεύοντας, υπήρχαν διάφορα αντικείμενα μιας κάποιας συναισθηματικής ή έστω υλικής, πάντα ωστόσο αμφιλεγόμενης αξίας. Όλα τους πάντως μπορούσαν σίγουρα με κάποιον τρόπο να αντικατασταθούν, και έτσι αυτό που πιο πολύ μας ταλαιπώρησε ήταν που έπρεπε Γενάρη μήνα να ταξιδέψουμε στην Εθνική Οδό με ένα σπασμένο τζάμι, αφού ήταν μέρα Κυριακή και πού να βρούμε συνεργείο ανοιχτό να μας το διορθώσει;
Ένα από τα πράγματα που πήρε ο διαρρήκτης μας μαζί με το σακίδιο ήταν ένα βιβλίο με διηγήματα κάποιου νεκρού πια συγγραφέα από τη Χιλή, το οποίο τύχαινε να είναι από τα αγαπημένα μου. Η φίλη μου, γνωρίζοντας την αγάπη μου για αυτό, αμέσως προθυμοποιήθηκε να μου το αναπληρώσει, αλλά εγώ την απέτρεψα, αφού δεν έφταιγε εκείνη φυσικά – είπαμε, για όλα ήτανε υπεύθυνο το ίδιο το σακίδιο.
Πριν από λίγες εβδομάδες, έκανα μια βόλτα στα παλαιοβιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης και έπεσα πάνω σε ένα μεταχειρισμένο αντίτυπο εκείνου του βιβλίου και σκέφτηκα πως ήρθε η ώρα μάλλον να το ξαναγοράσω. Το πήρα στα χέρια μου και το ξεφύλλισα να δω σε τι κατάσταση βρισκότανε και έκπληκτος τότε ανακάλυψα πως ήταν το δικό μου – ήταν το χέρι μου αυτό που είχε με σημειώσεις πλέον ακατανόητες τα περιθώρια του μουτζουρώσει. Το ίδιο το βιβλίο εκείνο που μου έκλεψαν, χωρίς να το επιθυμήσουνε ποτέ –ποιος άλλωστε κλέβει ακόμα και σήμερα βιβλία;- τότε, τις πρώτες μέρες του 2011 κάπου εκεί στο Γκάζι, επέστρεφε ξανά πίσω σε μένα.
Είπα να μοιραστώ την έκπληξή μου με τον παλαιοβιβλιοπώλη, όχι και τόσο για να λύσω το ήδη παραγεγραμμένο μυστήριο εκείνης της διάρρηξης, αλλά γιατί δεν κρατιόμουνα με τίποτα κι ήθελα απλώς σε κάποιον να αφηγηθώ μια ιστορία που στα μάτια, μόνο τα δικά μου προφανώς, έμοιαζε τόσο συγκινητική και τόσο μαγεμένη. Εκείνος βαριεστημένος μου απάντησε πως είναι αδύνατον να θυμηθεί πότε και ποιος του το είχε πουλήσει, επισημαίνοντάς μου όχι και τόσο διακριτικά πως αν το ήθελα ξανά, δικό μου-ξεδικό μου, θα έπρεπε να τον πληρώσω.
Έτσι όπως βρισκόμουν σαστισμένος ανάμεσα στις συμπληγάδες τις γκρίνιας και τις μεταφυσικής, επέλεξα να διακόψω ετούτη τη ανώφελη συζήτηση – εξάλλου και να έβρισκα τον τύπο που σκότωνε στο μαγαζάκι εκείνο τα βιβλία του, ποιος μου εγγυόταν πως ήτανε το ίδιο πρόσωπο με αυτό που είχε διαρρήξει το αμάξι μου, και όχι κάποιος άλλος βιβλιόφιλος που έκανε πολύ κακές παρέες; Αλλά και πάλι, πείτε πως με κάποιον τρόπο οι συγκυρίες βοηθούσανε το αστυνομικό υποδαιμόνιό μου, το οδηγούσανε στα ίχνη του κακού και εκεί που κάπου ο φιλαράκος έπινε ξένοιαστος τον φραπέ του, εμφανιζόμουν, λέει, μπροστά του με το θριαμβευτικό χαμόγελό μου και το βιβλίο παραμάσχαλα, τι θα μπορούσα να του πω; Να απαιτούσα να μου επιστρέψει το σακίδιο και ό,τι από το περιεχόμενό του βρισκόταν στην κατοχή του ακόμα; Πρώτον τίποτα από τα πράγματα αυτά –πλην του βιβλίου, φυσικά- δεν ήτανε δικό μου, για να μπορώ να τα διεκδικήσω στα σοβαρά. Δεύτερον εκείνη που είχε ένα κάποιο έννομο συμφέρον, που λέμε και στα νομικά, δεν ήμουν πια εγώ δικός της για να χρειάζεται να παριστάνω τον μασκοφόρο ή τον βιβλιοφόρο εκδικητή. Και τρίτον και σημαντικότερο, έλα μωρέ τώρα, δε βαριέσαι, τι είχαμε τι χάσαμε και άλλα τέτοια όμορφα. Άντε, το πολύ-πολύ να του ζητούσα να μου πληρώσει το τζάμι που μου έσπασε, αλλά κι αυτό, χάριν της ιστορίας, μάλλον θα του το χάριζα.
Έτσι, πλήρωσα τελικά τον γέροντα καρμίρη και κατευθύνθηκα σε κάποιο από τα παρακείμενα καφέ για να διαβάσω ίσως ξανά κάποια από τις ιστορίες του βιβλίου μου. Άραξα σε ένα τραπεζάκι υπό σκιά, παρήγγειλα έναν καφέ, έστριψα το τσιγάρο μου, μα αντί να αρχίσω να διαβάζω το βιβλίο, όπως ίσως σκόπευα, βάλθηκα να ξανακοιτώ τις σημειώσεις μου, ανακαλύπτοντας σιγά-σιγά σε αυτές μηνύματα παλιά του ξεχασμένου μου εαυτού που ήρθαν έτσι, από το πουθενά, για να μου πούνε πράγματα θα έπρεπε κανονικά ακόμα να θυμάμαι.
Και να που εκεί, ανάμεσα στις σημειώσεις μου αυτές, πλάι στα δικά μου γράμματα, υπήρχαν κι άλλοι χαρακτήρες γραφικοί - της πρώην φίλης μου, του κλέφτη, της δικιάς του ενδεχομένως, μπορεί κι άλλων ανθρώπων. Μπορεί, ποιος ξέρει, και του κόσμου ολόκληρου, ακόμα και του ίδιου του κατά τα άλλα πια νεκρού μα ήδη τυπωμένου συγγραφέα.
Έκλεισα το βιβλίο και έστειλα το βλέμμα μου ασκόπως να περιφερθεί στο αστικό τοπίο, στο πρόσωπο της σερβιτόρας, στο βήμα των περαστικών, στον ήλιο πίσω από την ομπρέλα μου. Έψαχνα την αρχή μια άλλης ιστορίας για να ξεφύγω από το τέλος αυτής εκεί που είχα πάνω στο τραπέζι μου. Ένα τέλος που δε φαινότανε καθόλου μα καθόλου πρόθυμο να συμπεριφερθεί σαν καθωσπρέπει τέλος.
Τέλειωσα τον καφέ μου και τότε είδα εκεί, στο πάτο του ιδρωμένου ποτηριού ένα συμπέρασμα να κείτεται εν είδη ηθικού ή ανήθικου διδάγματος: Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που επιλέγουν από μόνες τους τον τρόπο, τη λέξη, τη στιγμή που θα τελειώσουν, ό,τι και αν κάνουμε εμείς για να τις τρέξουμε ή για να τις προσπεράσουμε.
Μέσα σε εκείνο το σακίδιο λοιπόν, που πήγαινε γυρεύοντας, υπήρχαν διάφορα αντικείμενα μιας κάποιας συναισθηματικής ή έστω υλικής, πάντα ωστόσο αμφιλεγόμενης αξίας. Όλα τους πάντως μπορούσαν σίγουρα με κάποιον τρόπο να αντικατασταθούν, και έτσι αυτό που πιο πολύ μας ταλαιπώρησε ήταν που έπρεπε Γενάρη μήνα να ταξιδέψουμε στην Εθνική Οδό με ένα σπασμένο τζάμι, αφού ήταν μέρα Κυριακή και πού να βρούμε συνεργείο ανοιχτό να μας το διορθώσει;
Ένα από τα πράγματα που πήρε ο διαρρήκτης μας μαζί με το σακίδιο ήταν ένα βιβλίο με διηγήματα κάποιου νεκρού πια συγγραφέα από τη Χιλή, το οποίο τύχαινε να είναι από τα αγαπημένα μου. Η φίλη μου, γνωρίζοντας την αγάπη μου για αυτό, αμέσως προθυμοποιήθηκε να μου το αναπληρώσει, αλλά εγώ την απέτρεψα, αφού δεν έφταιγε εκείνη φυσικά – είπαμε, για όλα ήτανε υπεύθυνο το ίδιο το σακίδιο.
Πριν από λίγες εβδομάδες, έκανα μια βόλτα στα παλαιοβιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης και έπεσα πάνω σε ένα μεταχειρισμένο αντίτυπο εκείνου του βιβλίου και σκέφτηκα πως ήρθε η ώρα μάλλον να το ξαναγοράσω. Το πήρα στα χέρια μου και το ξεφύλλισα να δω σε τι κατάσταση βρισκότανε και έκπληκτος τότε ανακάλυψα πως ήταν το δικό μου – ήταν το χέρι μου αυτό που είχε με σημειώσεις πλέον ακατανόητες τα περιθώρια του μουτζουρώσει. Το ίδιο το βιβλίο εκείνο που μου έκλεψαν, χωρίς να το επιθυμήσουνε ποτέ –ποιος άλλωστε κλέβει ακόμα και σήμερα βιβλία;- τότε, τις πρώτες μέρες του 2011 κάπου εκεί στο Γκάζι, επέστρεφε ξανά πίσω σε μένα.
Είπα να μοιραστώ την έκπληξή μου με τον παλαιοβιβλιοπώλη, όχι και τόσο για να λύσω το ήδη παραγεγραμμένο μυστήριο εκείνης της διάρρηξης, αλλά γιατί δεν κρατιόμουνα με τίποτα κι ήθελα απλώς σε κάποιον να αφηγηθώ μια ιστορία που στα μάτια, μόνο τα δικά μου προφανώς, έμοιαζε τόσο συγκινητική και τόσο μαγεμένη. Εκείνος βαριεστημένος μου απάντησε πως είναι αδύνατον να θυμηθεί πότε και ποιος του το είχε πουλήσει, επισημαίνοντάς μου όχι και τόσο διακριτικά πως αν το ήθελα ξανά, δικό μου-ξεδικό μου, θα έπρεπε να τον πληρώσω.
Έτσι όπως βρισκόμουν σαστισμένος ανάμεσα στις συμπληγάδες τις γκρίνιας και τις μεταφυσικής, επέλεξα να διακόψω ετούτη τη ανώφελη συζήτηση – εξάλλου και να έβρισκα τον τύπο που σκότωνε στο μαγαζάκι εκείνο τα βιβλία του, ποιος μου εγγυόταν πως ήτανε το ίδιο πρόσωπο με αυτό που είχε διαρρήξει το αμάξι μου, και όχι κάποιος άλλος βιβλιόφιλος που έκανε πολύ κακές παρέες; Αλλά και πάλι, πείτε πως με κάποιον τρόπο οι συγκυρίες βοηθούσανε το αστυνομικό υποδαιμόνιό μου, το οδηγούσανε στα ίχνη του κακού και εκεί που κάπου ο φιλαράκος έπινε ξένοιαστος τον φραπέ του, εμφανιζόμουν, λέει, μπροστά του με το θριαμβευτικό χαμόγελό μου και το βιβλίο παραμάσχαλα, τι θα μπορούσα να του πω; Να απαιτούσα να μου επιστρέψει το σακίδιο και ό,τι από το περιεχόμενό του βρισκόταν στην κατοχή του ακόμα; Πρώτον τίποτα από τα πράγματα αυτά –πλην του βιβλίου, φυσικά- δεν ήτανε δικό μου, για να μπορώ να τα διεκδικήσω στα σοβαρά. Δεύτερον εκείνη που είχε ένα κάποιο έννομο συμφέρον, που λέμε και στα νομικά, δεν ήμουν πια εγώ δικός της για να χρειάζεται να παριστάνω τον μασκοφόρο ή τον βιβλιοφόρο εκδικητή. Και τρίτον και σημαντικότερο, έλα μωρέ τώρα, δε βαριέσαι, τι είχαμε τι χάσαμε και άλλα τέτοια όμορφα. Άντε, το πολύ-πολύ να του ζητούσα να μου πληρώσει το τζάμι που μου έσπασε, αλλά κι αυτό, χάριν της ιστορίας, μάλλον θα του το χάριζα.
Έτσι, πλήρωσα τελικά τον γέροντα καρμίρη και κατευθύνθηκα σε κάποιο από τα παρακείμενα καφέ για να διαβάσω ίσως ξανά κάποια από τις ιστορίες του βιβλίου μου. Άραξα σε ένα τραπεζάκι υπό σκιά, παρήγγειλα έναν καφέ, έστριψα το τσιγάρο μου, μα αντί να αρχίσω να διαβάζω το βιβλίο, όπως ίσως σκόπευα, βάλθηκα να ξανακοιτώ τις σημειώσεις μου, ανακαλύπτοντας σιγά-σιγά σε αυτές μηνύματα παλιά του ξεχασμένου μου εαυτού που ήρθαν έτσι, από το πουθενά, για να μου πούνε πράγματα θα έπρεπε κανονικά ακόμα να θυμάμαι.
Και να που εκεί, ανάμεσα στις σημειώσεις μου αυτές, πλάι στα δικά μου γράμματα, υπήρχαν κι άλλοι χαρακτήρες γραφικοί - της πρώην φίλης μου, του κλέφτη, της δικιάς του ενδεχομένως, μπορεί κι άλλων ανθρώπων. Μπορεί, ποιος ξέρει, και του κόσμου ολόκληρου, ακόμα και του ίδιου του κατά τα άλλα πια νεκρού μα ήδη τυπωμένου συγγραφέα.
Έκλεισα το βιβλίο και έστειλα το βλέμμα μου ασκόπως να περιφερθεί στο αστικό τοπίο, στο πρόσωπο της σερβιτόρας, στο βήμα των περαστικών, στον ήλιο πίσω από την ομπρέλα μου. Έψαχνα την αρχή μια άλλης ιστορίας για να ξεφύγω από το τέλος αυτής εκεί που είχα πάνω στο τραπέζι μου. Ένα τέλος που δε φαινότανε καθόλου μα καθόλου πρόθυμο να συμπεριφερθεί σαν καθωσπρέπει τέλος.
Τέλειωσα τον καφέ μου και τότε είδα εκεί, στο πάτο του ιδρωμένου ποτηριού ένα συμπέρασμα να κείτεται εν είδη ηθικού ή ανήθικου διδάγματος: Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που επιλέγουν από μόνες τους τον τρόπο, τη λέξη, τη στιγμή που θα τελειώσουν, ό,τι και αν κάνουμε εμείς για να τις τρέξουμε ή για να τις προσπεράσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου