Απρίλιος 2004. Κι ενώ ήδη σχεδιάζω το επόμενο ταξίδι μου. Κι ενώ ούτε τις βαλίτσες μου ακόμα δε λέω να αδειάσω. Κι ενώ όλες οι απόπειρές μου να ανακαλύψω κάποιον τρόπο ασφαλή να χρηματοδοτήσω τις παλαβομάρες μου πέφτουν συνέχεια στο κενό και παρασέρνουνε μαζί απωθημένα και αποθέματα. Κι ενώ οι νυχτερινές μου επισκέψεις στο δικηγορικό γραφείο μου γίνονται όλο και περισσότερες από τις ούτως ή άλλως σπάνιες ημερήσιες. Κι ενώ υπάρχουν όλα αυτά για τα οποία θέλω να πιστεύω πως διατηρώ τον έλεγχο κι άλλα πολλά διάφορα που ασφαλώς συμβαίνουνε ερήμην μου, όλη η πόλη πια μιλά για κάποιο μπαρ που έχει ανοίξει στα Παλιά. Στη θέση κάποιο ιστορικού κωλάδικου. Ανάμεσα σε μαγαζιά με ζωοτροφές, κτηνιατρεία, συνεργεία και ημερόβια τσιπουράδικα, τα οποία τη νύχτα ούτε τα πιο απελπισμένα και αυτοκτονικά γατιά δε θέλουνε να πλησιάσουν. Όλη η πόλη μιλάει για το Posh, μόνο που ελάχιστοι μπορούν να πουν με σιγουριά πως ξέρουνε πώς είναι. Οι πιο πολλοί θέλουν να το ταυτίζουν με τη γειτονιά και ως εκ τούτου το θεωρούν κακόφημο και σκοτεινό, βρώμικο, επικίνδυνο. Η γειτνίασή του με τις πολυτεχνικές σχολές του Πανεπιστημίου μας το έχει καταστήσει στέκι φοιτητών, αλλά ακόμα και αυτοί οι φοιτητές αρνούνται να παραδεχτούν πως πάνε εκεί τα βράδια. Οι φίλοι μου το επισκέπτονται όλο και πιο συχνά –για διαφορετικούς, είναι η αλήθεια, λόγους ο καθένας- μα επειδή γνωρίζουν πως το μίσησα από την πρώτη ίσως ματιά, μαζί τους να με πάρουν αποφεύγουν. Κι όποτε τύχει και σε αυτό αναφερθούν, αρχίζουν να διηγούνται τέρατα και σημεία, που έχω αρχίσει λίγο να ανησυχώ για την πνευματική υγεία τους. Όπως, επίσης, έχω αρχίσει μοιραία να επιθυμώ να εξακριβώσω από κοντά όλες αυτές τις φήμες. Στο μεταξύ, και για όλο αυτό το κρίσιμο διάστημα του «μένω-ξαναφεύγω», έχω ήδη μπει στον πειρασμό να κάνω μια αυτοψία στον τόπο του ακόμα μελλοντικού εγκλήματος, αλλά κάθε φορά που πάω προς τα εκεί, πάντα στο δρόμο μου προκύπτει κάποιο εμπόδιο ανυπέρβλητο και με γυρίζει πίσω. Επισήμως πάντως εξακολουθώ να το σνομπάρω επιδεικτικά μέχρι που ένα βράδυ…
Τετάρτη βράδυ. Βρίσκομαι στο γραφείο μου και κάνω τα «δικά» μου. Χτυπάει το τηλέφωνο. Παρακαλώ, ποιος είναι; «Τι κάνεις τέτοια ώρα, ρε συνάδελφε; Πες μας ότι δουλεύεις.» Γαμώτο! Έπρεπε να νοικιάσω το άλλο που κοιτάει στον ακάλυπτο. Σε αυτό, όποιος περνάει από κάτω ξέμπαρκος, βλέπει το φως και μπαίνει. Ναι μωρέ, κάτι έγραφα. Εσύ; Τι άλλα νέα; «Κλείσε, κατέβα, ρε παιδάκι μου! Άντε, πάμε να πιούμε!» Να πιούμε, να πάμε, άλλα που; Τι παίζει τέτοια ώρα; «Πάμε στο Posh! Το ξέρεις; Εκείνο το καινούριο στα Παλιά. Γιατί μιλάμε ακόμα στο τηλέφωνο; Βγες έστω στο μπαλκόνι!» Δεν ήξερα ότι συχνάζουνε εκεί άνθρωποι δικηγόροι. «Πλάκα μου κάνεις; Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο μαγαζί. Εκεί βρίσκω πελάτες.»
Βράδυ Τετάρτης. Βρίσκομαι στο posh. Ο φίλος, με τον οποίον ήρθα, παρήγγειλε μαζί μου ένα ποτό, μετά μου είπε πώς να πάει να πάρει κάτι από το περίπτερο, και από τότε η τύχη του στ’ αλήθεια αγνοείται. Οπότε είμαι μόνος μου στο μπαρ μπροστά σε δυο ποτήρια. Το μαγαζί είναι σχεδόν γεμάτο, αλλά μου είναι όλοι άγνωστοι, πράγμα τουλάχιστον παράδοξο για αυτής της τα προβλέψιμα νυχτερινά της δεδομένα. Η μόνη φάτσα γνώριμη είναι του σαχλαμάρα που έχει και το μπαρ, ο οποίος βάζει μουσική και μάλλον δε φαίνεται να με θυμάται. Αδειάζω το ποτήρι μου προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβολίζει το έργο τέχνης στον τοίχο που έχω απέναντι. Μια μαύρη μεταλλική κατασκευή που δείχνει να αναπαριστά κάτι σαν ανθρωπάκια. Ο καλλιτέχνης τα έχει βάλει χωριστά να σχηματίζουν δυο άνισες ομάδες. Τα μετράω και έκτοτε θα τα ξαναμετρήσω άπειρες φορές και πάντα . Αλλάζω θέση κι αρχίζω να πίνω του εξαφανισμένου το ποτό. Κοιτάζω πάνω από το κεφάλι μου. Μια άλλη σκουριασμένη πια και όχι και τόσο καλλιτεχνική κατασκευή κρέμεται από το ξύλινη οροφή. Αυτή είναι ακόμα πιο ακατανόητη. Αναρωτιέμαι μασώντας τα παγάκια. «Θαλάσσια νάρκη», μου απαντάει δίπλα μια φωνή. «Την ψάρεψε ο Χρήστος στο Μικρό. Ταιριάζει με τον χώρο.» Δεν τον γνωρίζω, αλλά κάτι μου λέει ότι αργά ή γρήγορα θα παραγνωριστούμε. «Γιάννης», μου λέει και μου συστήνεται. Κι εγώ, του απαντάω. Μια γκόμενα μας πλησιάζει και μας ζητάει φωτιά. Βγάζω αναπτήρα πρώτος. Στα μάτια με κοιτάζει την ώρα που ανάβω το τσιγάρο της. Ξέρει πως μου αρέσει. «Πότε θα παίξουμε ξανά;» ρωτάει τον συνονόματο. Σκέφτομαι τι παιχνίδι εννοεί. Φαντάζομαι διάφορα. Θέλω να της προτείνω να παίξουμε μαζί. Αλλά όχι. Όχι, ακόμα είναι νωρίς. Ακόμα είμαστε στην άνοιξη του 2004. Έχουν ακόμα να γίνουνε πολλά. Πληρώνω για να φύγω. Ο μπάρμαν μαζί με τα ρέστα μου δίνει ένα σφηνάκι και μου δείχνει με τρόπο προς τα ντεκς. Ξέρω, από το Χρήστο…
Τετάρτη βράδυ. Βρίσκομαι στο γραφείο μου και κάνω τα «δικά» μου. Χτυπάει το τηλέφωνο. Παρακαλώ, ποιος είναι; «Τι κάνεις τέτοια ώρα, ρε συνάδελφε; Πες μας ότι δουλεύεις.» Γαμώτο! Έπρεπε να νοικιάσω το άλλο που κοιτάει στον ακάλυπτο. Σε αυτό, όποιος περνάει από κάτω ξέμπαρκος, βλέπει το φως και μπαίνει. Ναι μωρέ, κάτι έγραφα. Εσύ; Τι άλλα νέα; «Κλείσε, κατέβα, ρε παιδάκι μου! Άντε, πάμε να πιούμε!» Να πιούμε, να πάμε, άλλα που; Τι παίζει τέτοια ώρα; «Πάμε στο Posh! Το ξέρεις; Εκείνο το καινούριο στα Παλιά. Γιατί μιλάμε ακόμα στο τηλέφωνο; Βγες έστω στο μπαλκόνι!» Δεν ήξερα ότι συχνάζουνε εκεί άνθρωποι δικηγόροι. «Πλάκα μου κάνεις; Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο μαγαζί. Εκεί βρίσκω πελάτες.»
Βράδυ Τετάρτης. Βρίσκομαι στο posh. Ο φίλος, με τον οποίον ήρθα, παρήγγειλε μαζί μου ένα ποτό, μετά μου είπε πώς να πάει να πάρει κάτι από το περίπτερο, και από τότε η τύχη του στ’ αλήθεια αγνοείται. Οπότε είμαι μόνος μου στο μπαρ μπροστά σε δυο ποτήρια. Το μαγαζί είναι σχεδόν γεμάτο, αλλά μου είναι όλοι άγνωστοι, πράγμα τουλάχιστον παράδοξο για αυτής της τα προβλέψιμα νυχτερινά της δεδομένα. Η μόνη φάτσα γνώριμη είναι του σαχλαμάρα που έχει και το μπαρ, ο οποίος βάζει μουσική και μάλλον δε φαίνεται να με θυμάται. Αδειάζω το ποτήρι μου προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβολίζει το έργο τέχνης στον τοίχο που έχω απέναντι. Μια μαύρη μεταλλική κατασκευή που δείχνει να αναπαριστά κάτι σαν ανθρωπάκια. Ο καλλιτέχνης τα έχει βάλει χωριστά να σχηματίζουν δυο άνισες ομάδες. Τα μετράω και έκτοτε θα τα ξαναμετρήσω άπειρες φορές και πάντα . Αλλάζω θέση κι αρχίζω να πίνω του εξαφανισμένου το ποτό. Κοιτάζω πάνω από το κεφάλι μου. Μια άλλη σκουριασμένη πια και όχι και τόσο καλλιτεχνική κατασκευή κρέμεται από το ξύλινη οροφή. Αυτή είναι ακόμα πιο ακατανόητη. Αναρωτιέμαι μασώντας τα παγάκια. «Θαλάσσια νάρκη», μου απαντάει δίπλα μια φωνή. «Την ψάρεψε ο Χρήστος στο Μικρό. Ταιριάζει με τον χώρο.» Δεν τον γνωρίζω, αλλά κάτι μου λέει ότι αργά ή γρήγορα θα παραγνωριστούμε. «Γιάννης», μου λέει και μου συστήνεται. Κι εγώ, του απαντάω. Μια γκόμενα μας πλησιάζει και μας ζητάει φωτιά. Βγάζω αναπτήρα πρώτος. Στα μάτια με κοιτάζει την ώρα που ανάβω το τσιγάρο της. Ξέρει πως μου αρέσει. «Πότε θα παίξουμε ξανά;» ρωτάει τον συνονόματο. Σκέφτομαι τι παιχνίδι εννοεί. Φαντάζομαι διάφορα. Θέλω να της προτείνω να παίξουμε μαζί. Αλλά όχι. Όχι, ακόμα είναι νωρίς. Ακόμα είμαστε στην άνοιξη του 2004. Έχουν ακόμα να γίνουνε πολλά. Πληρώνω για να φύγω. Ο μπάρμαν μαζί με τα ρέστα μου δίνει ένα σφηνάκι και μου δείχνει με τρόπο προς τα ντεκς. Ξέρω, από το Χρήστο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου