Παίζω σκάκι στο ίντερνετ ενώ παράλληλα ακούω ραδιόφωνο. Φοράω ακουστικά. Έχω απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο και δεν ακούω ούτε κουδούνια ούτε τηλέφωνα. Τα όποια κουδούνια και τηλέφωνα, στο μεταξύ -όπως θα μάθω αργότερα- όση ώρα παίζω, βαράνε απεγνωσμένα.
Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, αφού έχω χάσει τρεις παρτίδες συνεχόμενες από έναν ελεεινό τύπο από το Χονγκ Κονγκ, το κλείνω. Αν και είμαι μόνος μου στο σπίτι -έτσι νομίζω, δηλαδή- νιώθω μια παρουσία απροσδιόριστη κάπου εκεί κοντά μου. Βγάζω τα ακουστικά, γυρίζω και βλέπω, δίπλα μου σχεδόν, έναν άγνωστο να με κοιτάζει σιωπηλός και να κρατάει στα χεριά ένα τσεκούρι. «Τι φάση;» του λέω. Με προβληματίζει λίγο το γεγονός ότι τον αντιμετωπίζω τόσο ψύχραιμα. Βασικά, η αντίδρασή μου με τρομάζει περισσότερο από ότι ο άγνωστος και το τσεκούρι του. «Εσύ, τι φάση;» μου λέει αυτός. «Δεν είναι ευγενικό να απαντάμε με ερώτηση», του λέω. «Ποιος το λέει αυτό;» με ρωτάει. «Δεν θυμάμαι, κάπου θα το διάβασα», του απαντώ. «Καλά», μου λέει.
Τον κοιτάζω καλύτερα. Δεν μοιάζει και τόσο με μανιακό δολοφόνο. Πιο πολύ, θα έλεγα, πως θυμίζει πλασιέ ή κάτι τέτοιο. Ο τρόπος, ειδικά, που κρατάει το τσεκούρι του είναι σαν να θέλει να μου το πουλήσει. Αναρωτιέμαι πόσο να κοστίζει. Από την άλλη, όμως, τι να το κάνω ένα τσεκούρι; Ειλικρινά, δεν μπορώ να σκεφτώ σε τι θα μπορούσε να μου χρησιμεύσει. Αποφασίζω να αλλάξω κουβέντα - όχι ότι λέγαμε και κάτι συγκεκριμένο. «Πώς μπήκες εδώ μέσα;» «Από την πόρτα.» Εντάξει, αν παίζουμε σε ταινία τρόμου, μάλλον αυτός που έγραψε το σενάριο καλυτέρα να το γυρίσει στις επιθεωρήσεις. «Μια ώρα χτυπούσα και δεν άκουγες», μου λέει. «Σε πήρα και τηλέφωνο.» Πιάνω το κινητό, κοιτάζω την οθόνη. Όντως, δώδεκα αναπάντητες από κάποιο νούμερο που παραδόξως το έχω ήδη αποθηκεύσει στις επαφές μου ως «σχιζοφρενής». Το κρύβω για να μην το δει. Δεν θέλω να τον προσβάλω.
Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι αυτό είναι αναπόφευκτο. «Να σου πω», του λέω, «δεν θέλω να σε στενοχωρήσω, αλλά μάλλον πρέπει να ξυπνήσω τώρα.» «Τι εννοείς;» ρωτάει αυτός. Δεν ξέρω πώς να του το πω, χωρίς να τον πληγώσω. «Εμ... να μωρέ, ξέρεις… δεν υπάρχεις. Είναι που κοιμάμαι και σε βλέπω στον ύπνο μου. Σόρρυ, ε;» «Α, ναι; Και γιατί να μην είσαι εσύ ο ανύπαρκτος κι εγώ αυτός που κοιμάται; Ε; Για πες; Γιατί;» Ωχ, δεν έχω κάτι να απαντήσω σε αυτό. Μαλακία, κάπου. Ο τύπος βάζει τα γέλια. Γελάει τόσο δυνατά που στο τέλος ξυπνάει.
Ανοίγει τα μάτια, ακουμπάει το τσεκούρι δίπλα στο μαξιλάρι του και σηκώνεται από το κρεβάτι. Ανάβει τσιγάρο και ανοίγει το λάπτοπ του. Στην επιφάνεια είναι ανοιγμένη μια σκακιέρα. Στο παράθυρο διαλόγου από κάτω ένας τύπος από το ελεεινό Χονγκ Κονγκ τον ρωτάει αν θέλει να ξαναπαίξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου