Περνάω από τη Δεή να πληρώσω έναν λογαριασμό. Βλέπω ότι έχει ουρά και το μετανιώνω. Πριν φύγω, παρατηρώ μια επιγραφή που λέει: «Πληρώστε τον λογαριασμό σας εύκολα και γρήγορα εδώ.» Το «εδώ» είναι ένα μηχάνημα, το οποίο, ωστόσο, κανείς δεν φαίνεται να το τιμά. Λέω να δοκιμάσω. Το πλησιάζω, διαβάζω τις οδηγίες και τις ακολουθώ κατά γράμμα, ή έτσι νομίζω τουλάχιστον, για καμιά δεκαριά φορές. Αισθάνομαι ότι το μηχάνημα με κοροϊδεύει. Στο μεταξύ, κάποιοι που έχουν έρθει μετά από εμένα ήδη εξυπηρετούνται στα ταμεία, οπότε νιώθω διπλά ηλίθιος.
Πάω να φύγω, αλλά ένας ηλικιωμένος, που περιμένει τόσην ώρα υπομονετικά από πίσω μου, με σταματά. «Πού πας; Δεν θα πληρώσεις;» «Ε, δεν δουλεύει...», του λέω συγχυσμένος. «Δώσε μου εδώ», μου λέει. «Θα σου δείξω.» Του δίνω τον λογαριασμό και τα χρήματα και τον παρακολουθώ να κάνει ακριβώς ότι έκανα κι εγώ δέκα φορές τουλάχιστον. «Ορίστε», μου λέει, επιστρέφοντάς μου τα ρέστα μαζί με την απόδειξη. Τον κοιτάζω με ευγνωμοσύνη και θαυμασμό. «Σας ευχαριστώ», του λέω. «Αν θέλεις», μου απαντά, «δώσε μου κάτι για τον κόπο μου... Έχω να πάρω και τα φάρμακα για την κυρά.» Του ξαναδίνω πίσω τα ρέστα και φεύγω ντροπιασμένος, για άλλον λόγο όμως από αυτόν που περίμενα.
Γυρίζοντας στο σπίτι, σταματάω κάπου να πάρω έναν καφέ. Ενώ μου τον φτιάχνει ο καφετζής, του λέω τι μου συνέβη. «Α, είναι κάτι παππούδες που το κάνουν αυτό επαγγελματικά», μου λέει, «για το χαρτζιλίκι...» Αμέσως μετά, μάλλον για να αλλάξουμε κουβέντα, με ρωτάει: «Οι δικοί σου οι παππούδες ζούνε;» Η κουβέντα δεν αλλάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου