Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

βαμπίρ και γιου εφ όου


Θα χρειαστεί να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια μέχρι να επιχειρήσω το επόμενο ταξίδι στα Βαλκάνια και στο εξωτερικό γενικότερα. Το ‘17 που μεσολάβησε, μπορεί να υπήρξε μια χρονιά γεμάτη συγκινήσεις, αλλά μια σειρά από αρνητικές εξελίξεις μέσα στο καλοκαίρι του με ανάγκασαν να ακυρώσω κάθε σχέδιο που είχα τολμήσει να κάνω το χειμώνα. Με ένα σωρό ταξιδιωτικά απωθημένα μαζεμένα και την επαγγελματική μου κατάσταση να σταθεροποιείται την επόμενη χρονιά, θα έλεγα πως δεν άργησα να πάρω το αίμα μου πίσω. Έτσι, το τριήμερο της Πρωτομαγιάς του 2018 ξεκίνησα με τον Νίκο για ένα σύντομο αλλά εξαιρετικά περιεκτικό ταξίδι στην πάντα ακαταμάχητη την άνοιξη Βουλγαρία.
Ξεκινήσαμε από τη Θεσσαλονίκη Σάββατο απόγευμα και αφού περάσαμε για ακόμα μια φορά τον Προμαχώνα, κατευθυνθήκαμε προς τη Σόφια, έτσι ώστε να διανυκτερεύσουμε εκεί και να εκμεταλλευτούμε ολόκληρη την επόμενη μέρα προχωρώντας αργά και απολαυστικά προς τα βουλγαρικά ενδότερα. Λίγο μετά τα σύνορα, βέβαια, παραλίγο το ταξίδι μας να τερματιστεί βιαίως, πριν καν ακόμα ξεκινήσει, όταν ένας ηλικιωμένος οδηγός, που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, έχασε τον έλεγχο του οχήματός του και αυτό πήρε την πρωτοβουλία να έρθει καταπάνω στο Ανταμομπίλ για να το γνωρίσει από κοντά και ενδεχομένως να του ζητήσει αυτόγραφο.
Ευτυχώς, τελευταία στιγμή έκανα έναν μάλλον αυθόρμητο ελιγμό και το απέφυγα. Πρόλαβα, όμως, να δω το έντρομο βλέμμα του γέροντα καμικάζι και στη συνέχεια για αρκετά χιλιόμετρα βυθίστηκα σε σκέψεις. Τι θα συμβεί όταν κι εγώ φτάσω στην ηλικία του; Θα μου αφαιρέσουν άραγε λόγω μειωμένων αντανακλαστικών το δίπλωμα; Θα μου στερήσουν οι νεότεροι την πιο αγαπημένη μου συνήθεια; Θα ταξιδεύω μόνο με τα εκδρομικά πούλμαν των οίκων ευγηρίας; Ή μήπως θα περιορίζομαι στις αναμνήσεις των ένδοξων εποχών και θα αναπολώ κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τα περασμένα μεγαλεία των μεγάλων δρόμων; Από τα βάθη αυτών των προβληματισμών με ανέσυρε ο Νίκος, ο οποίος δείχνοντάς μου στην οθόνη του μια φωτογραφία με μια ακατανόητη κατασκευή, μου είπε: «Τρέλα, ε; Εκεί θα πάμε αύριο.»
Είχε νυχτώσει πια για τα καλά όταν φτάσαμε στη Σόφια. Βρήκαμε εύκολα το χόστελ όπου είχαμε κάνει κράτηση και αφού αφήσαμε τα πράγματά μας στο δωμάτιο, βγήκαμε να κάνουμε μια βόλτα μέχρι τον Άγιο Αλέξανδρο τον Νιέφσκι, χαζεύοντας στο μεταξύ διάφορα άλλα σημαντικά και ασήμαντα αξιοθέατα.
Τη γνώμη μου για τη βουλγάρικη πρωτεύουσα την έχω ήδη καταγράψει μες στα αποσπάσματα του «Μπαλκανμομπίλ» και δεν υπάρχει λόγος τώρα να επαναλαμβάνομαι. Θα έλεγα, πάντως, ότι αυτή τη φορά αυτό που μου έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση ήταν, όσο παράξενο και αν ακούγεται, το μέρος όπου μείναμε. Αν και ξεκάθαρα διακατεχόμενο από μια φρενήρη χίπστερ αισθητική και αν και στρατηγικά απευθυνόμενο σε πολύ νεότερους από εμάς ταξιδιώτες, το όμορφο αυτό σπιτάκι της ούλιτσα Κάντσεβ, με τον κήπο, μες στην καρδιά του θελκτικά παρηκμασμένου ιστορικού κέντρου της Σόφιας, με έβαλε στον πειρασμό να ξαναέρθω και να μείνω εκεί για ένα μεγαλύτερο διάστημα, ακόμα και μόνος ενδεχομένως. Να φαντασιώνομαι, για κάποιον λόγο, πως επιστρέφω και κρύβομαι εκεί και ύστερα πως απαλλαγμένος από τις συνήθεις περισπάσεις, κατασκευάζω με την ησυχία μου ακόμα έναν κόσμο μυστικό, ακόμα ένα σύμπαν πεισματικά παράλληλο.
Το επόμενο πρωί, αφού πήραμε ένα ξεκαρδιστικό πρωινό στο υπόγειο του χόστελ, αποχαιρετήσαμε προς το παρόν τη Σόφια και αναχωρήσαμε για ανατολικότερα. Την πρώτη μας στάση την κάναμε λίγο έξω από τη Στάρα Ζαγκόρα για να δούμε ένα από τα περίφημα και θηριώδη σοσιαλιστικά μνημεία που ευδοκιμούσαν για μισό αιώνα βορείως των συνόρων μας. Τα βουλγάρικα κάπως πιο βλαχομπαρόκ από τα αντίστοιχα διαστημικά της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας, αλλά εμφανώς πιο καλοσυντηρημένα, αποτελούν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ατραξιόν της χώρας.  Το συγκεκριμένο αποτελείται από μια εξωφρενική γλυπτική σύνθεση που απεικονίζει μια ομάδα ένοπλων Βούλγαρων στρατιωτών, ύψους μερικών δεκάδων μέτρων, υπό τη διακριτική διοίκηση ενός Ρώσου αξιωματικού και προσπαθεί να αφηγηθεί μια ιστορία όπου η εθνική υπερηφάνεια συγκρούεται με τις πολιτικές επιλογές και κερδισμένο βγαίνει όπως πάντα το άθλημα.
Η δεύτερη στάση ήταν στο Καζανλούκ. Μια ασήμαντη μικρή πόλη λιγάκι βορειότερα, όπου όμως διασώζεται σχεδόν ακέραιος ένας ολόκληρος θρακικός τύμβος – μνημείο, μάλιστα, παγκόσμιας κληρονομιάς, Ουνέσκο και τέτοια, ξέρετε. Βέβαια το ίδιο το μνημείο μόνο απέξω το χαζέψαμε, αφού οι δαιμόνια αρχαιολογική υπηρεσία της γείτονος έχει φροντίσει να κατασκευάσει δίπλα του μία πιστή –έτσι λένε, τουλάχιστον- αναπαράσταση. Εν πάση περιπτώσει, και πάλι ο ζωγραφικός διάκοσμος εντός  της τελευταίας κατοικίας του εκλιπόντος Θράκα είναι πολύ εντυπωσιακός και εύγλωττος.      
Καθοδόν προς την τρίτη στάση μας, που ήδη από μακρυά  μπορούσαμε να τη διακρίνουμε, κάναμε άλλη μια μικρή εκτός προγράμματος ενδιάμεση, όταν συναντήσαμε τυχαία πάνω στον δρόμο μας, και κάπου εκεί στο πουθενά, τον επίσης γιγαντιαίο (ένα θέμα με τα μεγέθη το έχουνε οι γείτονες) μεταλλικό αδριάντα ενός τύπου, με τον οποίο προσπαθήσαμε και να γνωριστούμε κάπως καλύτερα, αλλά όσο και αν το προσπαθήσαμε δεν καταφέραμε να βρούμε κάποια σχετική επιγραφή που να μας τον συστήνει.
Η τρίτη στάση ήταν και όλα τα λεφτά, που λένε. Σε μια από τις ψηλότερες κορυφές της Στάρα Πλάνινα (της γνωστής και ως Αίμος ή Μπαλκάν οροσειράς, που έδωσε το όνομά της και σε όλη τη χερσόνησο)  βρίσκεται η Μπουζλουντζά, το ερείπιο του πιο εντυπωσιακό μνημείου του παλαιού καθεστώτος, που μοιάζει με ούφο που ήρθε από το άουτερ σπέις και προσγειώθηκε ανάμεσα στους έκπληκτους νοτιοσλάβους για να κηρύξει τις αρετές της σοσιαλισμού και της αταξικής κοινωνίας. Αν και η κεντρική του είσοδος ήταν αμπαρωμένη και φυλαγόταν διακριτικά από κάτι χωροφύλακες που κάθονταν στα σκαλοπάτια του και χάζευαν τη θέα, ο Νίκος προσπάθησε να μπει στο εσωτερικό από μια τρύπα που βρήκε κάπου ανοιχτή και να το φωτογραφίσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να σκίσει σε κάτι σιδεριές το χέρι του. Αυτό που μου έκανε, πάντως, ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το πλήθος των ξένων λαθροεπισκεπτών, σχεδόν από ολόκληρο τον κόσμο, που μαζί με μας το είχανε πολιορκήσει, αν και επισήμως δεν θεωρείται ούτε μνημείο ούτε καν  αξιοθέατο και κανείς καθωσπρέπει τουριστικός οδηγός δεν το περιλαμβάνει.
Από εκεί ψηλά στην Μπουζλουντζά μπορούσαμε να δούμε απέναντι και τον επόμενο μας στόχο, που ήταν επίσης κτισμένος πάνω στην ίδια κορυφογραμμή, αλλά αυτή τη φορά ερχόταν από μιαν άλλη εποχή πολύ πιο μακρινή και ακίνδυνη και ως εκ τούτου βρισκόταν και σε πολύ καλύτερη κατάσταση: Ο πύργος της Σίπκα. Χτισμένο έναν αιώνα πιο νωρίς εις ανάμνηση του τελευταίου και πιο κρίσιμου για την τύχη των Βουλγάρων ρωσοτουρκικού πολέμου, και μάλιστα στο σημείο όπου δόθηκε η πιο σημαντική του μάχη, το μνημείο αυτό, σε αντίθεση με το προηγούμενο, όχι απλώς έχει περίοπτη θέση του στην επίσημη τουριστική βιτρίνα της χώρας, άλλα αποτελεί και εκδρομικό προορισμό όλων των βουλγάρικων σχολείων. Αφού καταφέραμε να προσπεράσουμε τα σμήνη των αλαλάζοντων πιτσιρικιών, φτάσαμε στην κορυφή του πύργου, όπου ο δυνατός αέρας, αφού προσπάθησε να με απογειώσει, μου πήρε το καπέλο μου ως σουβενίρ, πράγμα που εκείνη τη στιγμή πολύ με ενόχλησε. Αργότερα, όταν κατεβήκαμε ξανά στο πάρκιν, βρήκα το καπέλο πεταμένο κάπου κοντά στο Ανταμομπίλ, το μάζεψα και το ξαναφόρεσα. Θαύμα , μάλλον.
Η πέμπτη και τελευταία στάση κράτησε λίγο περισσότερο, αφού την συνδυάσαμε και με ένα καλό γεύμα. Το παραδόξως άγνωστό μας Γκάμπροβο το βρήκαμε τυχαία καθώς σε αυτό μας οδήγησε η πείνα μας. Χτισμένη πάνω σε ένα παράτολμο για την εποχή του πολεοδομικό πείραμα και διακοσμημένη με ένα σωρό μνημεία της βουλγαρικής αναγεννήσεως –ό,τι και αν σημαίνει αυτό το πράγμα- η γραμμική αυτή πόλη, μήκους μερικών δεκάδων χιλιομέτρων και πλάτους μόλις ελάχιστων οικοδομικών τετραγώνων, υπήρξε κάποτε το καμάρι της νέας Βουλγαρίας. Σήμερα, βέβαια, έχει πέσει στην βαθιά την παρακμή, όπως και όλα τα πράγματα στον κόσμο και στην Ιστορία που από πρωτοπόρα μετατρέπονται απλώς σε αξιοπερίεργα. Με αυτά και με αυτά φτάσαμε κάποια στιγμή αργά το απόγευμα στο Βέλικο το Τάρνοβο, την αρχαία πρωτεύουσα των Βουλγάρων, όπου και σκοπεύαμε εξαρχής να διανυκτερεύσουμε.       
Με εξαίρεση το εντυπωσιακό του κάστρο και κάποια άλλα μνημεία εξίσου σημαντικά που βρίσκονται περιμετρικώς της πόλης, ο Παλαιός Τύρναβος δεν μοιάζει να κουβαλάει πια κάποια από την αίγλη των ένδοξων εποχών του. Για ώρα παλεύαμε να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι η ασήμαντη γειτονιά στην οποία μας είχαν οδηγήσει οι χάρτες ήταν πράγματι το ιστορικό του κέντρο. Και όταν βρήκαμε επιτέλους κάποιον ξενώνα για να μείνουμε, είπαμε εντάξει, δεν πειράζει, αφού φτάσαμε ως εδώ, ας κάτσουμε και ας ξεκουραστούμε και αύριο μέρα είναι, θα πάμε προς τη Μαύρη Θάλασσα να βρούμε κανένα μέρος πιο αξιοθέατο.
Το επόμενο πρωί η επίσκεψη στο Τσάρεβατς, το κάστρο των παλαιών Βοουλγάρων ηγεμόνων μπορώ να πω ότι μας αποζημίωσε και με το παραπάνω, αλλά η ιδέα της εύξεινης ανατολής, που μας είχε πια καρφωθεί στο κεφάλι, έκανε να εγκαταλείψουμε την πόλη βιαστικά και έτσι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε από τα βουνά και να ψάχνουμε τη συντομότερη οδό προς τη θάλασσα. Μετά από μια μακρά διαδρομή σχεδόν χωρίς καμία στάση, μέσα από μία αξέχαστη εναλλαγή τοπίου, φτάσαμε έξω από το Μπουργκάς και από εκεί κατευθυνθήκαμε προς την ιστορική Σωζόπολη.    
Από τις τρεις παλιές παραευξείνιες πόλεις που σκοπεύαμε να επισκεφτούμε εκείνη τη μέρα, Η Σωζόπολη ήταν η πιο μεγάλη εμμονή του Νίκου, αφού, λίγες μέρες πριν ξεκινήσουμε, είχε δει κάπου τυχαία ένα ντοκυμανταίρ για ένα νεκροταφείο βρυκολάκων που οι αρχαιολόγοι είχαν, λέει, εκεί ανακαλύψει. Οι όποιες μου ενστάσεις για την αξιοπιστία αυτής της ειδήσεις και για το αν υπάρχουν ή έστω έχουν υπάρξει γενικά σταλήθεια βαμπίρ και νεκροζώντανοι δεν φάνηκαν ούτε στιγμή να τον πτοούνε. Έτσι μόλις φτάσαμε στην Σωζόπολη και αφού δεν υπήρχε φυσικά κάπου κάποια επιγραφή που να υποδεικνύει το μέρος αυτό που αναζητούσαμε, αρχίσαμε να ρωτάμε τους ντόπιους: «Συγγνώμη, έχετε τίποτα βρυκόλακες εδώ; Και αν ναι, μπορείτε να μας πείτε πού συχνάζουν;»
Τελικά, μετά από πολλές παρεξηγήσεις και αφού κατά τύχη μάλλον γλιτώσαμε από τα χειρότερα, βρήκαμε το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης και μπήκαμε για να ζητήσουμε μια πιο επιστημονική βοήθεια. Ο νεαρός που συναντήσαμε εκεί, αφού μας άκουσε υπομονετικά κουνώντας το κεφάλι του κάπως απροσδιόριστα, μας απάντησε σε αρκετά καλά ελληνικά πως έχουμε πέσει θύματα της παραπληροφόρησης και πως αυτό που είχε δει ο Νίκος στο ντοκυμανταίρ δεν ήταν παρά μια ακόμα από τις περίεργες ταφικές συνήθειες του σκοτεινού βαλκανικού μας παρελθόντος, όπου όταν κάποιος συμπεριφερόταν κάπως, ασπούμε, πιο αντικοινωνικά, του έβγαινε το όνομα και οι άλλοι οι φυσιολογικοί για να είναι σίγουροι πως δεν θα συνεχίσει τις παραξενιές και μετά τον θάνατό του, τον έθαβαν μες στον ασβέστη και καλού κακού του κάρφωναν κι ένα παλούκι πάνω στον θώρακά του και πως αν θέλαμε να δούμε τέτοια πράγματα μπορούσαμε να τα αναζητήσουμε ακόμα και στα ελληνικά νησιά και δεν χρειαζόταν να τραβηχτούμε εκεί πάνω. Επειδή ο τύπος με το ζόρι συγκρατιόταν για να μην γαμηθεί στα γέλια, είπα να αλλάξουμε κουβέντα και τον ρώτησα από πού είναι. «Οι οικογένεια μου είναι από εδώ», μου απάντησε. «Κάποιοι, ξέρετε, επιστρέψαμε.» Έτσι, μετά από αυτό, αλλάξαμε και στόχευση, και αφού αφήσαμε πίσω τα αχυρένια σπίτια της Σωζόπολης, φύγαμε για να αναζητήσουμε τα υπολείμματα του μαυροθαλασσίτικου ελληνικού στοιχείου λίγα χιλιόμετρα πιο βόρεια, στην ξύλινη Αγχίαλο.   
Ο παραθαλάσσιος δρόμος για το Πομόριε –όπως τη λένε σήμερα οι Βούλγαροι- ήταν κάπως αποκαρδιωτικός με όλα αυτά τα κτηνώδη και αντιαισθητικά ξενοδοχειακά συγκροτήματα. Λίγο πριν από την είσοδο στην πόλη είδαμε, όμως, στο πλάι του δρόμου μια εντυπωσιακή επιγραφή στα ελληνικά, που έλεγε «Ουλπιανών Αγχιαλέων» και σταματήσαμε να τη φωτογραφίσουμε. Μες στην Αγχίαλο δεν βρήκαμε, πάντως, κάτι ενδιαφέρον. Τα σπίτια, οι δρόμοι, το παραλιακό της μέτωπο έμοιαζαν όλα σαν να είχαν φτιαχτεί μόλις προχθές και κάθε ίχνος παρελθόντος να είχε με τρόπο απομακρυνθεί από το προσκήνιο. Απογοητευμένοι, είδαμε μόνο έξω από την πόλη φεύγοντας μια κάπως πιο παλιά εκκλησία και μπήκαμε λίγο μέσα για να τη χαζέψουμε.
Ένας παπάς, που εκείνη τη στιγμή ψιλοκοιμόταν στα στασίδια της, πετάχτηκε αμέσως πάνω και έσπευσε να μας καλωσορίσει και βασικά να μας υποδείξει το παγκάρι του, το οποίο εμείς είχαμε βλάσφημα προσπεράσει. Μετά, μόλις άκουσε να μιλάμε ελληνικά, σαν να ενθουσιάστηκε και άρχισε να μας λέει τα δικά του, για την περίοδο που υπηρετούσε στην Κρήτη, για τη μετάθεση που πάλευε να πάρει σε κάποιο παρεκκλήσι στην Κωνσταντινούπολη και για το πόσο το Πατριαρχείο δεν εκτιμά τη μόρφωση και τον ιερατικό του έργο και τον κρατάει εκεί στο πουθενά παροπλισμένο. Αφού ακούσαμε τον πόνο του, είπαμε να τον ρωτήσουμε αν έχουν μείνει άλλοι Έλληνες στην Αγχίαλο, αλλά πριν προλάβουμε καν να ολοκληρώσουμε την ερώτηση, αυτός φώναξε «όχι, φύγανε όλοι, φύγανε» για να συμπληρώσει μετά μέσα από τα δόντια: «Και καλά κάνανε.»
Το παραευξείνιο ταξιδιωτικό μας τρίπτυχο ολοκληρώθηκε στην πέτρινη Μεσημβρία, όπου και είχαμε αποφασίσει στο μεταξύ να διανυκτερεύσουμε. Η πόλη αυτή που οι τουριστικοί οδηγοί την έχουν βαφτίσει τελευταία ως το Ντουμπρόβνικ της Μαύρης Θάλασσας είναι σταλήθεια ένα ανοιχτό μουσείο. Μέσα σε μια έκταση ελάχιστη μπορεί εδώ κανείς να συναντήσει ένα σωρό από ελληνικά, ρωμαϊκά και κυρίως μεσαιωνικά μνημεία, τα πιο πολλά σε τόση άριστη κατάσταση που αναρωτιέσαι αν όντως είναι τόσο παλιά όσο αναφέρουν οι σχετικές επιγραφές ή μήπως τα έχουν φτιάξει πρόσφατα με συγχρηματοδότηση της ευρωπαϊκής μας ένωσης.  Όπως και να έχει, πάντως, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό και αν και μπορείς να περιπλανηθείς μέσα σε λίγη ώρα σε ολόκληρο αυτό το περιτειχισμένο κομμάτι γης, που μοιάζει σαν να επιπλέει πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, μια επιθυμία να μείνεις κι άλλο και να το τριγυρίσεις μέχρι που να το βαρεθείς, όσο νάναι, τη νιώθεις. Εδώ, βέβαια, κολλάει αυτό που λένε «πρόσεξε τι εύχεσαι», αλλά ακόμα είμαστε στα τέλη του Απριλίου. Πού να το φανταζόμουν εκείνη τη στιγμή το καλοκαίρι τι θα μου επιφύλασσε.
Νωρίς την άλλη μέρα, ξυπνήσαμε, πήραμε ένα κάπως υπερβολικό πρωινό, φορτώσαμε τα πράγματα στο Ανταμομπίλ και αναχωρήσαμε για τη Θεσσαλονίκη. Έτσι, για να μην ξαναπεράσουμε από τους ίδιους δρόμους και επειδή ελπίζαμε ότι μπορούσε να μας προκύψει καθοδόν όλο και κάποια απρόβλεπτη συγκίνηση, είπαμε να αλλάξουμε διαδρομή και να γυρίσουμε πίσω προς την Ελλάδα μέσω Χασκόβου και Κάρτζαλι, διασχίζοντας και πάλι τη Ροδόπη, όπως είχα κάνει τρία χρόνια πριν επιστρέφοντας από τη Φιλιππούπολη.
Το έχω ήδη γράψει και στο «Μπαλκανμομπίλ», στο αντίστοιχο απόσπασμα, η διαδρομή αυτή είναι μία από τις ωραιότερες όχι μονάχα της Βαλκανικής, αλλά ενδεχομένως ολόκληρης της Ευρώπης. Από αυτές που όταν τις ολοκληρώνεις και φτάνεις σπίτι σου, πλήρης από εικόνες και κατάκοπος από την απαιτητική οδήγηση, το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι να κάνεις είναι να ανοίξεις ξανά τους χάρτες και τα ημερολόγια και να αρχίσεις να το σκέφτεσαι πότε θα ξαναφύγεις. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου