Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

το κέρδος


Το πρώτο μου οδικό ταξίδι στα Βαλκάνια ξεκίνησε τις τελευταίες μέρες του 2013. Το 13 υπήρξε γενικά μια ωραία, αν και όχι εύκολη, χρονιά, που είχε ακολουθήσει σχεδόν σαν αντίδοτο το δηλητηριώδες και παραλίγο μοιραίο 2012. Έτσι, λοιπόν, για να το γιορτάσω και για να αναβιώσω λίγο τις ταξιδιωτικές μου περιπέτειες των προηγούμενων ετών, που τώρα πια έμοιαζαν σαν να είχαν συμβεί σε κάποια προηγούμενη ζωή, αποφάσισα να ταξιδέψω μέχρι το Βελιγράδι με το αμάξι μου και να υποδεχτώ εκεί το 14.
Η επιλογή του συγκεκριμένου προορισμού δεν έγινε τυχαία. Βρισκόμουν πια στο δεύτερο έτος του μεταπτυχιακού στη Φλώρινα και είχα μόλις επιλέξει ως θέμα της διπλωματικής μου την Ταξιδιωτική Λογοτεχνία. Κι ενώ ως προς το θεωρητικό σκέλος της διπλωματικής ακόμα δεν ήξερα τι μου γινόταν (βλ. «Οι Μυθοσυλλέκτες», Dreamtigers025), στο δημιουργικό είχα αποφασίσει να επαναλάβω τη συνταγή των εντυπώσεων που είχα ήδη δυο φορές δοκιμάσει (βλ. «Ανακάλυψε Περιπλανώμενος», Dreamtigers002 και «Σαν το Χασαπόσκυλο», Dreamtigers005) και την οποία τότε ακόμα θεωρούσα πολύ πετυχήμένη.   
Ξεκινήσαμε, λοιπόν, από τη Θεσσαλονίκη με τη Δήμητρα το πρωί της 29ης Δεκεμβρίου με κατεύθυνση όχι τη Γευγελή, όπως ίσως θα έπρεπε, αλλά τον Προμαχώνα. Επειδή δεν βιαζόμασταν ιδιαίτερα, είχαμε πει να μην ακολουθήσουμε τη συντομότερη οδό, αλλά να ταξιδέψουμε μέσω της Βουλγαρίας και να διανυκτερεύσουμε το πρώτο βράδυ στη Σόφια, κάνοντας έτσι μια μεγάλη και φαινομενικά ανούσια παράκαμψη. Το ξέρω, δεν ακούγεται και πολύ λογικό, αλλά όπως και να έχει, θα βλέπαμε ή έστω θα ξαναβλέπαμε άλλη μια βαλκανική πρωτεύουσα, έστω για λίγες ώρες, ενώ η πολύωρη διαδρομή μέχρι το Βελιγράδι θα έσπαγε σε ένα πιο ξεκούραστο ταξίδι δύο ημερών.
Όσο ανηφορίζαμε τον νομό Σερρών ο φόβος του τι θα συναντήσω στους δρόμους των γειτόνων μας όλο και με πλησίαζε. Όλες τις προηγούμενες φορές που είχα βγει με το αμάξι στο εξωτερικό ήταν ακτοπλοϊκώς από την Ηγουμενίτσα προς την Ιταλία, οπότε δεν είχα καθόλου εμπειρία από τα χερσαία ελληνοβαλκανικά σύνορα. Βέβαια η Βουλγαρία ήταν πια μέλος της Ευρωπαϊκής μας Ένωσης, αλλά παρόλα αυτά οι έλεγχοι που θα συναντούσαμε στον Προμαχώνα δεν είχαν καμία σχέση με τα αόρατα συνοριακά φυλάκια της Δυτικής Ευρώπης. Έτσι, μετά από μια μακρά αναμονή στην ουρά μπροστά από την μπάρα των συνόρων, ήρθε η ώρα του ελέγχου. Οι συνοριοφύλακες, αφού τσέκαραν όλα τα έγγραφα, τα δικά μας και του αυτοκινήτου, μας έκαναν την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου: «Είστε υπόδικοι ή έχετε καταδικαστεί πρόσφατα για κάποια αξιόποινη πράξη από ελληνικό δικαστήριο;» Ο διαρκής πειρασμός του να απαντήσω θετικά σε τέτοιες ερωτήσεις για χάρη και μόνο της αφήγησης παραλίγο να καταστρέψει το ταξίδι μας, αλλά ευτυχώς τελικά είπα «όχι, βέβαια… για ποιους μας περάσατε;» και τη γλιτώσαμε.
Ο κεντρικός οδικός άξονας που συνδέεει τη Θεσσαλονίκη με τη Σόφια είναι ακόμα, στο μεγαλύτερό του μέρος, σε κακό χάλι. Ο νέος σύγχρονος αυτοκινητόδρομος που ακόμα, μέχρι σήμερα, κατασκευάζεται θα μειώσει δραστικά τη χρονική απόσταση ανάμεσα στις δύο εξαδέλφες πόλεις. Οι Βούλγαροι, πάντως, σε αντίθεση με άλλους Βαλκάνιους είναι γενικά προσεκτικοί οδηγοί και αν αποφεύγεις τις υπερβολές δεν συναντάς προβλήματα. Κατά μήκος των πρώτων δεκάδων χιλιομέτρων ο δρόμος είναι διάσπαρτος από μαγαζιά με ελληνικές επιγραφές, όπου πουλιούνται περίπου τα πάντα σε τιμές απαλλαγμένες από τα φορολογικά έθιμα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Στο μεταξύ, με μέτωπο προς την αντίθετη κατεύθυνση, βλέπεις ξεχασμένες από το καλοκαίρι να κρέμονται από τους στύλους επιγραφές που διαφημίζουν στα βουλγάρικα τα παραθεριστικά θέλγητρα της Χαλκιδικής και της Θάσου. Η ανταλλαγή δεν μοιάζει και πολύ δίκαιη, αλλά, εντάξει, κάπως έτσι δεν τα βρίσκουν πάντα οι γείτονες; Δώσε μου λίγη ζάχαρη και εγώ θα σου ποτίζω τις γλάστρες όσο λείπεις.
Οι βουλγάρικοι δρόμοι δεν έχουν δίοδια. Ωστόσο, οι επισκέπτες πρέπει, με το που περνούν τα σύνορα, να αγοράσουν από κάποιο βενζινάδικο μια βινιέτα. Αυτό τότε δεν το γνώριζα και χάρη στην διακριτική παρουσία των Βούλγαρων αστυνομικών στο εθνικό τους δίκτυο (σε αντίθεση με ότι συμβαίνει αντίστοιχα με όλους τους πρώην Γιουγκοσλάβους) άργησα πολύ να το μάθω. Πάντως, στα μισά κάπου του δρόμου σταματήσαμε σε ένα βενζινάδικο για να προμηθευτούμε καύσιμα για εμάς και για το Ανταμομπίλ και όπως θα συμβεί σχεδόν και σε όλα τα βαλκανικά ταξίδια μου στη συνέχεια, κωλοβαρέσαμε τόσο πολύ που κάθε σχετικός προγραμματισμός άρχισε πια να ξεχειλώνει.
Τέσσερις με πέντε ώρες μετά είδαμε μπροστά μας τη Σόφια και τότε η Δήμητρα με ρώτησε «απόψε πού θα μείνουμε;». Οπότε, ενώ κοιτούσα να βρω την κατάλληλη είσοδο που να πηγαίνει με ασφάλεια προς το κέντρο της πόλης, άρχισα να της εξιστορώ το χρονικό της προηγούμενης επίσκεψής μου στην βουλγάρικη πρωτεύουσα.
Πριν τον Δεκέμβρη του 2013 είχα επισκεφτει άλλες τρεις φορές τη Βουλγαρία. Οι δύο πρώτες ήταν με τους γονείς μου, όταν ήμουν πολύ μικρος, και δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Η τρίτη ήταν την Πρωτομαγιά του 2010, όταν ταξιδέψαμε παρέα με τον Γεώ (θα τον συναντήσουμε ξανά παρακάτω) με τραίνο από τη Θεσσαλονίκη. Το τελευταίο αυτό ταξίδι υπήρξε ιδιαιτέρως κρίσιμο, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, και το θυμάμαι πάντα, κάθε φορά που ξεκινάω να οργανώσω κάποιο ταξίδι βορείως των συνόρων μας. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη διάρκεια εκείνης της ολιγοήμερης επίσκεψης στη Σόφια την άνοιξη του 10 –η άνοιξη είναι μακραν η καλύτερη εποχή για να ταξιδέψει κανείς στη γείτονα- μείναμε σε έναν ταπεινό και άθλιο ξενώνα στο κέντρο της πόλης, από αυτούς που κανονικά, όταν φεύγεις, ορκίζεσαι πως δεν θα ξαναπατήσεις. Για τους ίδιους λόγους, ωστόσο, που δεν είναι της παρούσης, όπως ήδη επεσήμανα, ήθελα πολύ να τον ξαναεπισκεφτώ τρισήμιση χρόνια μετά, έστω για ένα βράδυ, με κίνδυνο, βέβαια, να διαταράξω τις σχέσεις μου με την αγαπημένη μου συνταξιδιώτισσα. Έτσι, είχα θεωρήσει δεδομένο ότι όχι μόνο θα τον ξαναβρώ με κλειστά σχεδόν τα μάτια, αλλά και ότι θα έχει μες στις γιορτές ελεύθερο δωμάτιο που θα μας περιμένει. Τελικά, έπεσα μέσα μόνο στη δεύτερη μου πρόβλεψη και μετά από μια μικρή περιπλάνηση, που προσπάθησα να μετατρέψω σε ξενάγηση - στη βάση των όσων θυμόμουν ή παρίστανα ότι θυμόμουν από τότε- φτάσαμε την ώρα που νύχτωνε έξω από το χόστελ δίχως όνομα της ούλιτσα Ιβάν Ντένκογλου.
Στο κέντρο της Σόφιας κυριαρχεί μια σαγηνευτική παρακμή, που αν κάτσεις και την παρατηρήσεις λίγο περισσότερο από ότι θα έκανε ένας απλός περαστικός, υπάρχει κίνδυνος να σε ρουφήξει. Όλες οι βαλκανικές πρωτεύουσες λίγο-πολύ μοιάζουν και το πιο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η διαρκής πάλη τους να αποδείξουν ότι είναι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις. Η Σόφια, η πιο βαλκάνια από όλες, μοιάζει να είναι η πιο αμήχανη, σαν να μην λέει με τίποτα να αποφασίσει σχετικά με τι θα ήθελε να κρατήσει από το παρελθόν της και τι να αφήσει πίσω. Η αμηχανία της αυτή της προσδίδει μια συγκινητική, εφηβική γλυκύτητα που βέβαια ιστορικά είναι εντελώς αδικαιολόγητη, αφού πρόκειται για μια από της αρχαιότερες πόλεις της ηπείρου. Κάποτε, επεσήμανα με θαυμασμό σε έναν φίλο Βούλγαρο το πόσα πολλά όμορφα και παλιά σπίτια στέκουν ακόμα στη θέση τους στην πόλη για να μου απαντήσει κυνικά πως αν είχαν περισσότερα λεφτά, θα τα είχαν γκρεμίσει όλα και θα έιχαν χτίσει άλλα καλύτερα στη θέση τους. Όταν του είπα ότι αυτό συνέβη ήδη στην Ελλάδα με τα γνωστά αποτελέσματα που ακομα μετανιώνουμε, επέμεινε λέγοντάς μου ότι αυτο είναι που γουστάρουν, να κάνουν πράγματα και ας τα μετανιώσουν μετά. Αυτό ακριβώς είναι η Σόφια, μια αιώνια πεισματάρα έφηβη που δεν ξέρει τι θα ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει.
Θα επανέλθουμε, όμως, στη Σόφια στη συνέχεια, αφού θα ξαναπεράσουμε τρεις φορές τουλάχιστον μέσα στο 2018. Τώρα ακόμα βρισκόμαστε στα τέλη του 13 και η Σόφια δεν είναι παρά μια αναγκαία στάση στον δρόμο μας για το Βελιγράδι. Αφού, λοιπόν, φάγαμε και κάναμε και κάτι λίγα ψώνια -μεταξύ των οποίων αγόρασα και τη ζακέτα που συμπτωματικά φοράω αυτή τη στιγμή που γράφω- συνεχίσαμε τη βόλτα μας και περάσαμε από τους πάγκους των παλαιοβιβλιοπώληδων της ούλιτσα Σολούνσκα. Αν και δεν είχαμε ιδέα για το περιεχόμενο των περισσότερων βιβλίων που πήραμε στα χέρια μας και ξεφυλλίσαμε –όλα, εννοείται, στα κυριλλικά- η Δήμητρα επέμεινε και τελικά αγόρασε μερικά. Τέσσερα χρόνια μετά, όταν θα άνοιγε το δικό της παλαιοβιβλιοπωλείο στη Θεσσαλονίκη, θα θυμόμουν τους πάγκους με τα παλιά βιβλία στη Σόφια και θα έλεγα, «α, μάλιστα… τώρα όλα εξηγούνται.»
Η ώρα όμως είχε περάσει και την επόμενη είχαμε πολύ πρωινό ξύπνημα. Γυρίσαμε στο χόστελ και το βρήκαμε να μυρίζει εκκωφαντικά αλκοόλ και βραστό λάχανο. Πιάσαμε λίγο κουβέντα με ένα ζευγάρι Σέρβων που έμενε στο διπλανό δωμάτιο και είχαν έρθει για να περάσουν τις γιορτές στη Σόφια. Όταν τους είπαμε ότι εμείς πηγαίνουμε να κάνουμε Πρωτοχρονιά στο Βελιγράδι, μας πρότειναν να πιούμε στην υγειά του άγνωστου ζευγαριού Βουλγάρων που περίμεναν να υποδεχτούν το 2014 στην Αθήνα. Πέσαμε στα κρεβάτια. Η Δήμητρα κοιμήθηκε αμέσως. Εγώ, για να με πάρει ο ύπνος, άρχισα να μετρώ τα τραμ που περνούσαν κάτω από το παράθυρό μας. Λίγη ώρα μετά, ένα από αυτά σταμάτησε και άφησε ένα όνειρο προφητικό δίπλα στο μαξιλάρι μου.
Ξυπνήσαμε χαράματα. Τα μαγαζιά στον πεζόδρομο της Βίτοσσα δεν είχαν ακόμα ανοίξει. Φάγαμα για πρωινό κάτι σοκοφρέτες που είχα στο αμάξι και σταματήσαμε για καφέ στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκαμε έξω από την πόλη. Η διαδρομή μέχρι τα βουλγαροσερβικά σύνορα ήταν όμορφη στην αρχή, αλλά σύντομα άρχισε να γίνεται αλλόκοτη, έως και τρομακτική. Τα βουλγάρικα δάση έδωσαν σύντομα τη θέση τους σε ένα σκληρό βραχώδες τοπίο, το οποίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε έναν αποτρόπαιο κάμπο, όπου κάτι σαν άσπρη στάχτη ή σαν βρώμικο βαμβάκι έμοιαζε να έχει κάτσει παντού τριγύρω μας, πάνω στα απέραντα χωράφια που απλωνόταν αριστερά και δεξιά μας. Μια βαριά μετααποκαλυπτική ατμόσφαιρα που ήθελα να προσπεράσω όσο πιο σύντομα γινόταν.
Περάσαμε τα σύνορα, αλλά το άγριο αυτό σκηνικό συνέχισε να βαζανίζει την όρασή μας για αρκετά ακόμα χιλιόμετρα και επί σερβικού εδάφους. Μονάχα όταν αρχίσαμε να πλησιάζουμε τη Νις φάνηκε να μαλακώνει κάπως. Μια ταμπέλα πριν από την είσοδο της μεγαλύτερης πόλης του σερβικού νότου μας καλωσόριζε στη γενέτειρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Την προσπεράσαμε. Η Δήμητρα άρχισε να ψάχνει τα σι-ντι της και βρήκε ένα που είχε γράψει ειδικά για την περίσταση. Το έβαλε να παίξει. Βαλκανικά ηχοχρώματα ανακατεμένα με σύγχρονους δυτικούς ρυθμούς άρχισαν να ταρακουνούν το Ανταμομπίλ, που μετά από τους επαρχιώτικους βουλγάρικους δρόμους έμοιαζε τώρα, στο περήφανο παλιό γιουγκοσλαβικό οδικό δίκτυο, να βρίσκει την υγειά του. Το Βελιγράδι ήταν μπροστά μας. Το 2014 επίσης. Μπορούσαμε πια να αφήσουμε όλου του κόσμου την καμένη γη ξωπίσω μας με την ελπίδα πως μέχρι να γυρίσουμε, θα έχει αρχίσει και αυτή κάπως να ξαναπρασινίζει.
Το μεσημέρι μάς βρήκε έξω από το Βελιγράδι. Τα όσα συνέβησαν, τα όσα είδαμε, τα όσα γνωρίσαμε εκεί τις δύο τελευταίες μέρες του 13 και την πρώτη του 14, αν και πολύ ενδιαφέροντα, δεν γίνεται να χωρέσουν μέσα στο παρόν αφήγημα, αφού έχουν ήδη αποτελέσει υλικό άλλων αποσπασμάτων («Για μια Χούφτα Δηνάρια», Dreamtigers018). Ως εκ τούτου, τόσο αυτό όσο και τα επόμενα δύο ταξίδια προς και από το Βελιγράδι που έκανα μέσα στο 2014 θα διακόπτονται και θα επανεκκινούν έξω από τις πύλες της Λευκής Πόλης. Άλλωστε, είπαμε, θέμα του παρόντος βιβλίου είναι ο δρόμος και όχι ο προορισμός.
Οπότε…
Το πρωί της 2ας Ιανουαρίου 2014 αφήσαμε το αγαπημένο διαμέρισμα στην Ούλιτσα Κουμπρίνα, φορτώσαμε τα πράγματα στο αμάξι και φύγαμε από το Βελιγράδι. Η απόσταση μέχρι τη Θεσσαλονίκη, ακόμα και με το μέγιστο της ταχύτητας που αναπτύσσουμε εγώ και το αυτοκίνητο μου, φαινόταν απαγορευτική για να την καλύψουμε μέσα σε μία μέρα. Για αυτό το λόγο είχαμε εκ των προτέρων συμφωνήσει με τη Δήμητρα να διανυκτερεύσουμε στα Σκόπια.
Ενώ διασχίζαμε την Παλαιά Γιουγκοσλαβία προς τον Νότο, πέρα από τις άλλες αναγκαίες στάσεις, βγήκαμε κάποια στιγμή στην άκρια του αυτοκινητοδρόμου για να γιορτάσουμε με το Ανταμομπίλ τη συμπλήρωση των 100.000 χιλιομέτρων. Ένιωσα εξαιρετικά ευτυχής που το ταξιδιωτικό αυτό ορόσημο με βρήκε σε κάποιον από τους μεγάλους δρόμους του εξωτερικού και όχι σε κάποια συνήθη διαδρομή της καθημερινότητάς μου. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, νομίζω ότι το πανηγύρισα περισσότερο και από τον ερχομό του τότε νέου έτους. Επίσης, τώρα που γράφω, το αυτοκίνητο μου έχει πια ολοκληρώσει έξι φορές την περίμετρο της Γης και, ποιος ξέρει, ίσως μια μέρα καταφέρω να το δω να φτάνει μέχρι τη Σελήνη.
Στα Σκόπια φτάσαμε το απόγευμα. Μόλις που είχε αρχίσει να νυχτώνει. Η εικόνα της μυστηριώδους πόλης μού φάνηκε τρομακτική και κωμική ταυτόχρονα. Γκροτέσκα, ναι, μάλλον αυτή είναι η σωστή λέξη. Αφού περιπλάνηθήκαμε λίγο ανάμεσα στα ασυνάρτητα μνημεία της γύψινης αυτής Αλεξάντερλαντ, αφήσαμε κάπου το αμάξι και κατεβήκαμε να περπατήσουμε.
Καθίσαμε να πιούμε έναν καφέ. Η σερβιτόρα μάς μίλησε στα ελληνικά, αν και δώσαμε στα αγγλικά την παραγγελία μας. Αυτό επανηλήφθηκε πολλές φορές σε όλες τις μετέπειτα επισκέψεις μου στην πρωτεύουσα της Άλλης Μακεδονίας. Το πιο ενδιαφέρον από όλα, πάντως, δεν είναι η μόνιμη σχεδόν φιλική διάθεση των Σκοπιανών, αλλά η ιδιαίτερη προφορά τους όταν μιλούν τη γλώσσα μας, έτσι όπως την κάνουν να ακούγεται σαν μια άγνωστη και αχαρτογράφητη τοπική διάλεκτος.
Τα ανάμεικτα συναισθήματα που μας δημιούργησε αυτή η σύντομη επίσκεψη συνέβαλαν αποφασιστικά στο να την κάνουν ακόμα πιο σύντομη από ότι υπολογίζαμε. Μόλις τελειώσαμε με τον καφέ, η Δήμητρα με ρώτησε πόσο μακριά είναι η Θεσσαλονίκη. Λίγη ώρα μετά βρισκόμασταν ξανά μέσα στο αμάξι και επιστρέφαμε κανονικά στο σπίτι, όπου και θα φτάναμε κατάκοποι εκεί προς τα μεσάνυχτα.
Στα Σκόπια και στη Μακεδονία του Βορρά θα επιστρέψω για να γράψω περισσότερα στα επόμενα κεφάλαια. Κλείνοντας το παρόν κεφάλαιο, πάντως, θα ήθελα να αναφερθώ στη δική μου μοναχική επιστροφή προς τον Βόλο την επόμενη μέρα. Ειλικρινά, δεν θυμάμαι πιο ευχάριστη διαδρομή από εκείνη. Η ξέγνοιαστη εθνική οδός, το παιδικό φως της μέρας που την έκανε να μοιάζει ανοιξιάτικη, διάφοροι άλλοι λόγοι που ακόμα δεν έχω καταφέρει να εξακριβώσω, εκείνο εκεί το πρωινό αισθάνθηκα πως μια καινούρια εποχή είχε μόλις ανατείλει.
Σήμερα, τεσσεράμιση χρόνια μετά, ανατρέχω στο τότε ημερολόγιό μου για να το συμβουλευτώ για όσα έχω ξεχάσει. Στην τελευταία σελίδα του 2013 που γράφτηκε στο Βελιγράδι, μετά το πλανόδιο μας ρεβεγιόν στην ούλιτσα Καρατζόρτζεβα, διαβάζω μία λέξη: «Κέρδισα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου