πριν κατι χρονια ειχα παει με εναν φιλο μου μια βολτα με το αμαξι στο νοτιο πηλιο. ηταν κατακαλοκαιρο κ οι δρομοι γεματοι απο παραθεριστες που πηγαινοερχονταν απο τα ορεινα προς τα παραθαλασσια χωρια κ το αντιστροφο. καποια στιγμη, καπου εκει αναμεσα σε αργαλαστη κ λαυκο, βλεπει ο φιλος μια χελωνα να διασχιζει καθετα τον δρομο κ μου φωναζει εξαλλος σχεδον να σταματησω. εγω βγαζω φλασ, σταματαω καπου στην ακρια κ τον ρωταω τι επαθε. "δεν βλεπεις;" μου λεει, "μια χελωνα." "ε, την ειδα", του απανταω, "δεν θα την πατουσα." "εσυ ισως οχι", μου λεει, "αλλα μπορει καποιος μετα απο εμας να μην την προσεξει κ να τη συνθλιψει κατω απο τις ροδες του. τοσα αυτοκινητα κυκλοφορουν.. αντε, παμε να τη βοηθησουμε."
κατεβαινουμε απο το αμαξι κ παμε απο πανω της. η χελωνα, τρομαγμενη μαλλον απο το φρεναρισμα μου, εχει λουφαξει μεσα στο καβουκι της - μπορει κ να μην ακουν οι χελωνες κ να λεω βλακεια τωρα, αλλα τελος παντων, δεν ειναι αυτο το θεμα μας. την πιανουμε, λοιπον, τη σηκωνουμε κ την ακουμπαμε αναμεσα στις φτερες διπλα απο την ασφαλτο. ειδα κατι αλλους εκδρομεις, που περνουσαν την ωρα εκεινη απο εκει, να μας χαιρετουν, μαλλον επαινοντας την πραξη μας, αλλα δεν ειμαι κ σιγουρος.. μπορει κ να μας μουτζωναν. γυρναμε στο ανταμομπιλ, μπαινουμε μεσα σιγουροι πως εχουμε κανει την καλη πραξη της ημερας κ πριν προλαβω να βαλω παλι μπρος, βλεπουμε την χελωνα να ξεμυτιζει ξανα μεσα απο την πηλιορειτικη χλωριδα κ να αρχιζει να διασχιζει με τη χαρακτηριστικη της ταχυτητα το οδοστρωμα. προφανως, ετσι οπως ειχε κρυφτει μεσα στο καβουκι της κ δεν μπορουσαμε να δουμε το κεφαλι της, οταν τη μαζευαμε, δεν καταλαβαμε κ το προς τα πού πηγαινε. κοιταζομαστε, αναρωτιομαστε ποσο μεγαλη μαλακια εχουμε κανει, ποσο μεγαλη μαστιγα της φυσης ειναι ο ανθρωπος, ακομα κ οταν θελει να κανει το καλο, ποσο πολυ εχουμε αργησει στα τσιπουρα που μας περιμεναν κ φευγουμε οσο πιο γρηγορα μπορουμε, αποφευγοντας απο ντροπη να κοιταξουμε προς την πλευρα του ερπετου.
"ναι", μου λεει ο φιλος, αφου εχουμε ηδη λιγακι απομακρυνθει, "αλλα κριμα δεν ειναι η καημενη.. ειχε κανει ηδη τη μιση αποσταση κ εμεις τη γυρισαμε ξανα στην αφετηρια. κ αν την περιμενει κ αυτην καπου μεσα στο δασος η παρεα της; φαντασου εμας, μετα απο τοσο δρομο, να ερχοταν, λεει, ενα χερι να μας αρπαζε κ να μας γυριζε πισω στον βολο.." ειχε δικιο. δεν ηταν αργα για να αποκαταστησουμε τη ζημια που ειχαμε αθελα μας κανει στο οικοσυστημα. οποτε, σταματαω ξανα στην ακρια κ κανω στα γρηγορα αναστροφη για να προλαβουμε να διορθωσουμε το πρωτο λαθος με ενα αλλο γελοιοτερο.
οταν φτανουμε, ομως, εκει οπου την εχουμε αφησει, βλεπουμε ενα αλλο αμαξι σταματημενο με αλαρμ στη μεση του δρομου κ αλλα δυο απο πισω του να περιμενουνε. σταματαμε κ εμεις. διπλα τους, ενας τυπος κανει κατι σαν τροχονομια, ενω ενας αλλος σηκωνει τη χελωνα -τη δικια μας χελωνα- απο το εδαφος κ την πηγαινει ξανα εκει απο οπου ειχε ξεκινησει. "οχι, οχι, παιδια", τους φωναζουμε, "λαθος κανετε. απο την αλλη παει." "κ εσεις πού το ξερετε;" ρωτανε αυτοι. "τελειωνετε, ρε", τσιριζουν οι αλλοι οδηγοι. ερχεται κ το λεωφορειο απο την αλλη κατευθυνση κ αρχιζει να μας κορναρει δαιμονισμενα.
μεσημερι, καλοκαιρακι, καπου σαραντα υπο σκια, τα αλατια να βραζουν πανω στην επιδερμιδα κ ο γλυκανισος να ξεροψηνει τα εγκεφαλικα μας κυτταρα. μοιραια αρχιζουμε να τσακωνομαστε. ολοι εναντιον ολων. ακομα κ ο φιλος μου με μενα. ακομα κ εγω με τον εαυτο μου. μια ωραιοτατη πολυεπιπεδη συγκρουση, απο αυτες που τροφοδοτουν τη λογοτεχνια κ ρημαζουν τη βιοποικιλοτητα.
να πω την αληθεια, δεν θυμαμαι πώς τελειωσε αυτη η ιστορια, αλλα ενταξει.. 150 χρονια λενε πως ζουνε οι χελωνες. να ειναι καλα η συγκεκριμενη, θα εχει πολυ υλικο να αφηγειται, οταν γερασει, στα τετρασεγγονα της
κατεβαινουμε απο το αμαξι κ παμε απο πανω της. η χελωνα, τρομαγμενη μαλλον απο το φρεναρισμα μου, εχει λουφαξει μεσα στο καβουκι της - μπορει κ να μην ακουν οι χελωνες κ να λεω βλακεια τωρα, αλλα τελος παντων, δεν ειναι αυτο το θεμα μας. την πιανουμε, λοιπον, τη σηκωνουμε κ την ακουμπαμε αναμεσα στις φτερες διπλα απο την ασφαλτο. ειδα κατι αλλους εκδρομεις, που περνουσαν την ωρα εκεινη απο εκει, να μας χαιρετουν, μαλλον επαινοντας την πραξη μας, αλλα δεν ειμαι κ σιγουρος.. μπορει κ να μας μουτζωναν. γυρναμε στο ανταμομπιλ, μπαινουμε μεσα σιγουροι πως εχουμε κανει την καλη πραξη της ημερας κ πριν προλαβω να βαλω παλι μπρος, βλεπουμε την χελωνα να ξεμυτιζει ξανα μεσα απο την πηλιορειτικη χλωριδα κ να αρχιζει να διασχιζει με τη χαρακτηριστικη της ταχυτητα το οδοστρωμα. προφανως, ετσι οπως ειχε κρυφτει μεσα στο καβουκι της κ δεν μπορουσαμε να δουμε το κεφαλι της, οταν τη μαζευαμε, δεν καταλαβαμε κ το προς τα πού πηγαινε. κοιταζομαστε, αναρωτιομαστε ποσο μεγαλη μαλακια εχουμε κανει, ποσο μεγαλη μαστιγα της φυσης ειναι ο ανθρωπος, ακομα κ οταν θελει να κανει το καλο, ποσο πολυ εχουμε αργησει στα τσιπουρα που μας περιμεναν κ φευγουμε οσο πιο γρηγορα μπορουμε, αποφευγοντας απο ντροπη να κοιταξουμε προς την πλευρα του ερπετου.
"ναι", μου λεει ο φιλος, αφου εχουμε ηδη λιγακι απομακρυνθει, "αλλα κριμα δεν ειναι η καημενη.. ειχε κανει ηδη τη μιση αποσταση κ εμεις τη γυρισαμε ξανα στην αφετηρια. κ αν την περιμενει κ αυτην καπου μεσα στο δασος η παρεα της; φαντασου εμας, μετα απο τοσο δρομο, να ερχοταν, λεει, ενα χερι να μας αρπαζε κ να μας γυριζε πισω στον βολο.." ειχε δικιο. δεν ηταν αργα για να αποκαταστησουμε τη ζημια που ειχαμε αθελα μας κανει στο οικοσυστημα. οποτε, σταματαω ξανα στην ακρια κ κανω στα γρηγορα αναστροφη για να προλαβουμε να διορθωσουμε το πρωτο λαθος με ενα αλλο γελοιοτερο.
οταν φτανουμε, ομως, εκει οπου την εχουμε αφησει, βλεπουμε ενα αλλο αμαξι σταματημενο με αλαρμ στη μεση του δρομου κ αλλα δυο απο πισω του να περιμενουνε. σταματαμε κ εμεις. διπλα τους, ενας τυπος κανει κατι σαν τροχονομια, ενω ενας αλλος σηκωνει τη χελωνα -τη δικια μας χελωνα- απο το εδαφος κ την πηγαινει ξανα εκει απο οπου ειχε ξεκινησει. "οχι, οχι, παιδια", τους φωναζουμε, "λαθος κανετε. απο την αλλη παει." "κ εσεις πού το ξερετε;" ρωτανε αυτοι. "τελειωνετε, ρε", τσιριζουν οι αλλοι οδηγοι. ερχεται κ το λεωφορειο απο την αλλη κατευθυνση κ αρχιζει να μας κορναρει δαιμονισμενα.
μεσημερι, καλοκαιρακι, καπου σαραντα υπο σκια, τα αλατια να βραζουν πανω στην επιδερμιδα κ ο γλυκανισος να ξεροψηνει τα εγκεφαλικα μας κυτταρα. μοιραια αρχιζουμε να τσακωνομαστε. ολοι εναντιον ολων. ακομα κ ο φιλος μου με μενα. ακομα κ εγω με τον εαυτο μου. μια ωραιοτατη πολυεπιπεδη συγκρουση, απο αυτες που τροφοδοτουν τη λογοτεχνια κ ρημαζουν τη βιοποικιλοτητα.
να πω την αληθεια, δεν θυμαμαι πώς τελειωσε αυτη η ιστορια, αλλα ενταξει.. 150 χρονια λενε πως ζουνε οι χελωνες. να ειναι καλα η συγκεκριμενη, θα εχει πολυ υλικο να αφηγειται, οταν γερασει, στα τετρασεγγονα της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου