Είδα σήμερα έναν νεαρό στον δρόμο να περπατά
κρατώντας έναν χάρτη και μια εφημερίδα. Σκέφτηκα
ότι θα πέρασε σε κάποια από τις σχολές της πόλης
μας και ότι θα ψάχνει τώρα για διαμέρισμα. Μετά
αναρωτήθηκα πόσα από τα παιδιά της ηλικίας του
χρησιμοποιούν πλέον χάρτινους χάρτες και
εφημερίδες.
Ο νεαρός, που φαινότανε λίγο πελαγωμένος, είδε που τον κοιτούσα και πήρε το θάρρος, με πλησίασε και με ρώτησε: «Σύγγνωμη, μήπως μπορώ να χρησιμοποιήσω λίγο το τηλέφωνο σας; Είναι ανάγκη.» «Έλα, ρε φίλε», αντέδρασα σχεδόν με θαυμασμό, «δεν έχεις καν κινητό; Ποιος είσαι; Ο Χριστός;» «Έχω», μου απάντησε γελώντας ντροπαλά, «αλλά το έχει τώρα ο πατέρας μου. Ψάχνουμε από το πρωί για διαμέρισμα. Εκείνος με τη βοήθεια της τεχνολογίας κι εγώ με τον παραδοσιακό τρόπο. Αλλά τώρα τον έχασα και πρέπει να στείλω επειγόντως ένα μήνυμα.» Του έδωσα το τηλέφωνό μου κι ενώ έγραφε σε αυτό από το ύφος του, για κάποιο λόγο, συμπέρανα ότι το μήνυμα προοριζόταν για το κορίτσι του. Σκέφτηκα ότι της έγραφε κάτι του τύπου: «Μην με πάρεις τηλ. Το έχει ο μπαμπάς. Θα σε πάρω εγώ μετά» και τότε μου ήρθε μια απρόσκλητη ανάμνηση.
Θυμήθηκα τότε, στα βάθη του προηγούμενου αιώνα, όταν δεν είχαμε ακόμα κινητά τηλέφωνα, που ο δικός μου ο πατέρας καμιά φορά, έτσι για πλάκα, εκμεταλλευόταν την ομοιότητα που είχαν οι φωνές μας και απαντούσε στα σταθερά τηλεφωνήματα των φιλενάδων μου παριστάνοντας εμάνα. Κατά βάθος πάντα πίστευα ότι οι μισές, τουλάχιστον, εφηβικές μου απογοητεύσεις σε εκείνο το αστείο οφείλονταν. Κι ας ήταν συνήθως καταφανώς άλλη η πραγματικότητα.
«Σε ποια σχολή πέρασες;» τον ρώτησα όταν μου επέστρεψε τη συσκευή. «Σε καμία», μου απάντησε. Δεν ψάχνουμε για μένα. Χωρίζουν οι γονείς μου και τον βοηθάω να βρει σπίτι τώρα που πρέπει να μετακομίσει.» Το παιδί συνέχισε να μου μιλάει, αλλά δεν τον άκουγα πια. Τη φωνη του την είχε πια υπερκαλύψει ο πάταγος που έκανε ο πύργος των βιαστικών συμπερασμάτων μου καθώς κατέρρεε.
Ο νεαρός, που φαινότανε λίγο πελαγωμένος, είδε που τον κοιτούσα και πήρε το θάρρος, με πλησίασε και με ρώτησε: «Σύγγνωμη, μήπως μπορώ να χρησιμοποιήσω λίγο το τηλέφωνο σας; Είναι ανάγκη.» «Έλα, ρε φίλε», αντέδρασα σχεδόν με θαυμασμό, «δεν έχεις καν κινητό; Ποιος είσαι; Ο Χριστός;» «Έχω», μου απάντησε γελώντας ντροπαλά, «αλλά το έχει τώρα ο πατέρας μου. Ψάχνουμε από το πρωί για διαμέρισμα. Εκείνος με τη βοήθεια της τεχνολογίας κι εγώ με τον παραδοσιακό τρόπο. Αλλά τώρα τον έχασα και πρέπει να στείλω επειγόντως ένα μήνυμα.» Του έδωσα το τηλέφωνό μου κι ενώ έγραφε σε αυτό από το ύφος του, για κάποιο λόγο, συμπέρανα ότι το μήνυμα προοριζόταν για το κορίτσι του. Σκέφτηκα ότι της έγραφε κάτι του τύπου: «Μην με πάρεις τηλ. Το έχει ο μπαμπάς. Θα σε πάρω εγώ μετά» και τότε μου ήρθε μια απρόσκλητη ανάμνηση.
Θυμήθηκα τότε, στα βάθη του προηγούμενου αιώνα, όταν δεν είχαμε ακόμα κινητά τηλέφωνα, που ο δικός μου ο πατέρας καμιά φορά, έτσι για πλάκα, εκμεταλλευόταν την ομοιότητα που είχαν οι φωνές μας και απαντούσε στα σταθερά τηλεφωνήματα των φιλενάδων μου παριστάνοντας εμάνα. Κατά βάθος πάντα πίστευα ότι οι μισές, τουλάχιστον, εφηβικές μου απογοητεύσεις σε εκείνο το αστείο οφείλονταν. Κι ας ήταν συνήθως καταφανώς άλλη η πραγματικότητα.
«Σε ποια σχολή πέρασες;» τον ρώτησα όταν μου επέστρεψε τη συσκευή. «Σε καμία», μου απάντησε. Δεν ψάχνουμε για μένα. Χωρίζουν οι γονείς μου και τον βοηθάω να βρει σπίτι τώρα που πρέπει να μετακομίσει.» Το παιδί συνέχισε να μου μιλάει, αλλά δεν τον άκουγα πια. Τη φωνη του την είχε πια υπερκαλύψει ο πάταγος που έκανε ο πύργος των βιαστικών συμπερασμάτων μου καθώς κατέρρεε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου