Το αυτοκίνητο του αγνώστου ευεργέτη μου ήταν παλιό, ενδεχομένως πιο παλιό κι από τον ίδιο ακόμα, αλλά φαινόταν να κάνει τη δουλειά του. Τόσο που σκέφτηκα πως θα μπορούσα να το εκμεταλλευτώ, αν η αποστολή μου στράβωνε και αναγκαζόμουν να γυρίσω, το ίδιο βράδυ κιόλας, πίσω στο σπίτι και στην πόλη μου. Βιάστηκα όμως να καταστρώσω αυτό το σχέδιο φυγής, αφού εκεί που οδηγούσα, κι ενώ έπαιζαν κάτι παράσιτα στο ράδιο, άκουσα τη μηχανή του να μουγκρίζει κι όλο μαζί να τρέμει και να αναταράσσεται. Πρόσεξα τότε την ένδειξη της στάθμης της βενζίνης. Ο καριόλης, το είχε αφήσει με το ντεπόζιτο αδειανό, με είχε εξαπατήσει, σκέφτηκα και κάπως έτσι δικαιολόγησα αναδρομικά όλα όσα είχα κάνει. Τα έβαλα με την τύχη μου. Έτσι όπως κινούμουν ανηφορικά, δεν είχα καν να ελπίζω πως θα με βοηθήσει ο δρόμος να πάω λιγάκι παραπέρα. Και ύστερα το αμάξι έσβησε. Άνοιξα τέρμα την ένταση στο ράδιο, βγήκα έξω, κοπάνισα την πόρτα και κοίταξα το νούμερο να δω πόσο είχα στο στόχο πλησιάσει: 1300 ακριβώς. Εντάξει, όχι και άσχημα, παρηγορήθηκα και άρχισα να περπατάω πάλι. Ήτανε ήδη νύχτα. Όλα τα φώτα της λεωφόρου ήτανε αναμμένα, μα πέρα από αυτά ολόκληρη η πόλη φαινόταν βυθισμένη σε ένα σκοτάδι σιωπηλό, πυκνό, πικρό και δύσοσμο. Κάτι σαν αποσύνθεση με είχε περικυκλώσει. Συνέχισα να προχωρώ, ενώ η κλίση του δρόμου γινόταν όλο και πιο απότομη. Τόσο που είχα την εντύπωση, όχι απλώς ότι ανέβαινα, μα ότι σκαρφάλωνα πάνω σε αυτό το ασφαλτοστρωμένο όρος. Ήμουν πια στο 1417 –εκεί υπήρχε ένα σχολείο, πράγμα που μου φάνηκε απροσδιόριστα παράδοξο- όταν σταμάτησα ξανά να πάρω μια ανάσα. Και τότε ήταν που άκουσα τα βήματα - όχι, δεν ήμουν μόνος. Γύρισα πίσω μου και είδα δυο τύπους να με ακολουθάνε. «Περίμενε, πάμε μαζί. Καλύτερα δεν είναι με παρέα;» Συγνώμη, μα δεν νομίζω ότι γνωριζόμαστε. «Και όμως, φαίνεται στα ίδια μέρη πως συχνάζουμε. Στο σπίτι της φωνής δεν πας;» Όχι, βαρέθηκα στο σπίτι μου και βγήκα μια βόλτα. «Ποια βόλτα; Κανείς σε αυτήν την πόλη δεν περπατάει άσκοπα. Όχι μια τέτοια μέρα. Όχι αυτήν την εποχή. Και σίγουρα όχι σε ετούτην την κατεύθυνση αυτής της λεωφόρου.» Η κουβέντα γινόταν όλο και πιο ενοχλητική. Άρχισα να κάνω υπολογισμούς, ποιον θα βαρέσω πρώτον. Ήταν κι οι δυο τους γεροδεμένοι και ψηλοί. Είχαν κι οι δυο το ίδιο όνομα – νομίζω ήταν Πάρης. Ήτανε δύο κι εγώ ήμουν πάλι μόνος μου. Είχα το μυστικό μου πλεονέκτημα, αυτό που και η ίδια η φωνή ακόμα αγνοούσε. Δεν ήξερα αν θα μου έφτανε. Έπρεπε να τους αιφνιδιάσω. Έτσι όπως βρισκόμουν πιο ψηλά, βούτηξα και κοπάνησα τον πρώτο στο κεφάλι. Αυτός ζαλίστηκε και έπεσε. Μέχρι να ξανασηκωθεί, θα έπρεπε με τον δεύτερο να έχω ξεμπερδέψει. Ο δεύτερος, με την ανοησία να στάζει από τα μάτια του, με ρώτησε, «γιατί το έκανες αυτό;» Βλέποντας πως δεν έχω όρεξη για άλλες συζητήσεις, όρμισε καταπάνω μου με τις γροθιές σφιγμένες. Τον άφησα λίγο να ξεθυμάνει βαρώντας με και αφήνοντάς τον να πιστέψει ότι πονούσα και υπέφερα. Μέχρι που βρήκα, κάποια στιγμή, το στήθος του αφύλακτο και με ένα μόλις χτύπημα τού έκοψα την ανάσα. Τα ηλίθιά του μάτια κόντεψαν να χυθούνε στο οδόστρωμα. Έκανε ένα βήμα πίσω, σκόνταψε, παραπάτησε. Έπεσα με όλη τη δύναμή μου πάνω του και συνέχισα έτσι να τον χτυπάω, μέχρι που ένιωσα πως ήταν πια αναίσθητος. Την ώρα εκείνη ο πρώτος φαινόταν να συνέρχεται. Σηκώθηκα όρθιος και στάθηκα από πάνω του, ενώ πάλευε να ανασηκωθεί σπρώχνοντας με το χέρι του το έδαφος. Του έδωσα μια κλωτσιά και αυτός σωριάστηκε ξανά. Ακόμα μία έφτανε για να περάσει όλη τη βραδιά εκεί, παρέα με τον φίλο του. Τους γύρισα την πλάτη και άρχισα ξανά να περπατώ, μα τότε ξαφνικά κατάλαβα ότι υπήρχε εκεί κοντά ένα κοινό που τόσην ώρα παρακολουθούσε σιωπηλό όλη ετούτη την παράσταση. Στα κάγκελα του σχολείου πλάι μας, στο νούμερο 1417, μια ομάδα πιτσιρίκια στέκονταν και με κοίταζαν. Τι γύρευαν, άραγε, εκεί, βραδιάτικα, καλοκαιριάτικα; Αμέσως άρχισα να τρέχω σαν να με κυνηγούσε ο διάβολος ή ότι άλλο αποτρόπαιο αυτά τα ανήλικα δαιμόνια εκεί αντιπροσώπευαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου