Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015
κανόνας
Ήρθες στο σπίτι μου αργά μέσα στη νύχτα. Μου χτύπησες την πόρτα. Τρόμαξα. Στ’ αλήθεια δεν περίμενα κανέναν. Σου άνοιξα. Σε είδα. Δεν φορούσες τίποτα. Μονάχα εκείνα τα παπούτσια σου. Τα ίδια παπούτσια ακριβώς που φόραγες κάθε φορά που ερχόσουν στα όνειρά μου. Μόνο που αυτό, όχι, δεν ήταν όνειρο. Ήρθες στο σπίτι μου αργά μέσα στη νύχτα. Μου χτύπησες την πόρτα. Στα όνειρά μου πόρτες δεν υπάρχουνε. Τρόμαξα. Στ’ αλήθεια δεν περίμενα κανέναν. Σου άνοιξα. Στα όνειρά μου δεν χρειάστηκε ποτέ να ανοίξω κάτι. Σε είδα. Δεν φορούσες τίποτα. Στα όνειρά μου πάντα έρχεσαι πολύ βαριά ντυμένη. Μονάχα εκείνα τα παπούτσια σου θύμιζαν λίγο από όνειρο. Αυτά φοράς κάθε φορά που έρχεσαι στα όνειρά μου. Μπαίνεις σε αυτά και περπατάς και αφήνεις ίχνη πίσω σου. Που τριγυρνάς κάθε φορά πριν έρθεις να σε ονειρευτώ; Τι λάσπες και τι χώματα μου φέρνεις μες στον ύπνο; Ήρθες στον ύπνο μου αργά μέσα στη νύχτα. Μου χτύπησες την πόρτα. Σηκώθηκα. Πλησίασα. Ποιος είναι τέτοια ώρα, ρώτησα. «Εγώ είμαι», μου απάντησες. «Άνοιξε και παγώνω». Σου άνοιξα. Σε είδα. Δεν φορούσες τίποτα. Μονάχα εκείνα τα παπούτσια. Πώς μπόρεσες να έρθεις γυμνή μέχρι εδώ; Πώς σε άφησε ο κόσμος; «Κοιμάται ο κόσμος», μου απάντησες. «Εσύ μονάχα ξαγρυπνάς. Τι έχεις; Τι φοβάσαι;» Ποιος σου είπε πως φοβάμαι; Τι φαντάστηκες; «Εσύ είπες ότι τρόμαξες.» Το έγραψα, δεν το είπα. «Το έγραψες μάλλον δυνατά. Εγώ, πάντως, το άκουσα και πίσω από την πόρτα.» Τρόμαξα γιατί δεν περίμενα κανέναν τέτοια ώρα. Τρόμαξα που ήρθες στο σπίτι μου αργά. Που ήρθες μέσα στη νύχτα. Τρόμαξα που μου χτύπησες. Τρόμαξα που την πόρτα. Τρόμαξα και που τρόμαξα. Τρόμαξα και στ’ αλήθεια. Κανέναν δεν περίμενα. Ρώτησα πριν ανοίξω. Και ύστερα σου άνοιξα. Και ύστερα σε είδα. Και δεν φορούσες τίποτα. «Φοράω τα παπούτσια. Τα ξέρεις τα παπούτσια αυτά. Σίγουρα τα θυμάσαι.» Τα έχω δει σε όνειρο. Πάντα αυτά φοράς στον ύπνο μου όταν έρχεσαι. Πάντα με αυτά πάνω στα όνειρα πατάς. Πάντα με αυτά με περπατάς. Μόνο που στα όνειρά μου έρχεσαι πάντα βαριά ντυμένη. Κι ύστερα βγάζεις σιγά-σιγά τα ρούχα σου. Αργά και βασανιστικά. Είναι και που φοράς πολλά. Είναι που πάντα έρχεσαι τόσο βαριά ντυμένη. Στο τέλος μένεις μόνο με τα παπούτσια σου. Κάθεσαι πάνω στο γραφείο μου και εγώ μονάχα σε κοιτώ. Δεν ξέρω τι να κάνω. «Τι θες να κάνεις; Τι κοιτάς; Ή πήδα με ή ξύπνα!» Ήρθες στο σπίτι μου αργά. Ήρθες μέσα στη νύχτα. Μου χτύπησες. Σου άνοιξα. Σε άνοιξα. Σε είδα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου