Γένοβα, Βαρέζε, Σαβόνα, Σαν Ρέμο. Βράχια αρπακτικά και κύματα ασπόνδυλα. «Οι επιβάτες από Αρετζάνο, τα εισιτήριά σας παρακαλώ.» Η Σκύλα και η Χάρυβδη. Η Γέφυρα και η Σήραγγα. «Οι επιβάτες με προορισμό την Αλμπένκα να ετοιμάζονται.» Νενίκηκά σε γεωγραφία!
Τελευταία αμαξοστοιχία από Γένοβα για Μασσαλία. Τελευταία λέξη του πολιτισμού. Τελευταία μέρα του κόσμου. Τελευταίο σπάραγμα. Τελευταίο βαγόνι. Δυο επιβάτες. Δυο άγνωστοι. Δύο απωθημένα ταξιδεύουν αντικριστά. Χωρίς να μιλούν. Χωρίς να γνωρίζονται. Χωρίς να ξέρουν.
Αυτή. Πριγκίπισσα του Πιεμόντε κάποτε.
Αυτός. Ιππότης ποτέ ξανά της Λιγουρίας.
Αυτή. Χαζεύει το τοπίο.
Αυτός. Κοιτάζει τα βυζιά της.
Πίσω. Ο ήλιος. Η γη. Τα χωράφια. Οι μέρες που δεν τελειώνουνε ποτέ. Οι νύχτες που δε λένε ακόμα να αρχίσουν. Η ζωή. Η μοίρα. Η δουλειά. Η φτώχια. Ο Θεός.
Μπροστά. Η Γαλλία!
Τριαντάφυλλα. Πορτοκαλιές και λεμονιές. Μέθη των αρωμάτων. Ένας Μάιος ανηλεής τρυπώνει μέσα στο βαγόνι τους. Κάθε σταθμός και μια δοκιμασία. Ο ήλιος πυρπολεί το σιδερένιο ερπετό. Το πρωινό λυγίζει τις αισθήσεις. «Μην κύπτετε έξω!» Αντέξτε! Υπομείνατε! Αντισταθείτε!
Το τρένο που εισβάλει μες στην άνοιξη. Το τρένο που τη φύση διακορεύει. Αργά. Σαδιστικά. Επίμονα. Τάγγια και Ιμπέρια. Μαρίνα ντι Αντόρα.
Στα γόνατά τους οι αποσκευές.
Αυτή. Δυο δέματα κι ένα καλάθι κολατσιό.
Αυτός. Τα σύνεργά του και άλλη μία αλλαξιά.
Αυτή. Είκοσι πέντε ίσως.
Αυτός. Περίπου είκοσι.
Στο τρένο καμιά αξία δεν έχουν όλα αυτά. Στο τρένο όλοι του φαίνονται ίδιοι. Φτάνει να έχουν εισιτήριο. Φτάνει τους ελεγκτές να σέβονται. Φτάνει ο προορισμός του καθενός να υπάρχει στο δρομολόγιό του. Νόμος και όχι Ευαγγέλιο. Όχι, το τρένο δεν είναι ο Θεός. Είναι η Δημοκρατία!
Κι ενώ η φύση αφυπνίζεται αυτοί αποκοιμιούνται. Γλιστρούν μέσα στον ρυθμικό τον ύπνο τους. Όλα μες στο βαγόνι τους γλιστρούν. Το κολατσιό πάνω στα γόνατά της. Στο μέτωπο ο ιδρώτας του. Η νιότη. Η άνοιξη. Η ζωή. Όλα τριγύρω τους γλιστρούν. Οι Άλπεις. Η Μεσόγειος. Μόνο το τρένο μένει σταθερό. Μόνο αυτό αντέχει.
Κι ύστερα ανοίγουνε τα μάτια τους ξανά. Αυτήν την ξυπνάει η πείνα της. Αυτόν η όρεξή της. Αυγά, ψωμί, κορόμηλα. Αλέθουνε τα δόντια της. Το βλέμμα του λιγώνουν. Μετράει τις μπουκιές της. Στα χείλη της τα ποτισμένα με κρασί λιώνουν οι αντοχές του. Η αξιοπρέπεια του μετριέται στα ψίχουλα που πέφτουνε στο μπούστο της.
Το μπούστο της σπαρμένο ψίχουλα. Τα ψίχουλα τα ελάχιστα και τα θεόρατα βυζιά της. Η όρασή του δοκιμάζεται σκληρά, ενώ αυτή αγκομαχά και ξεφυσά. Κάτι την βασανίζει. Λύνεται, ξεκουμπώνεται. Άσπρο, λινό εσώρουχο. Άσπρο, δεμένο κρέας. Λες και πλημμύρισε βυζί ολόκληρο βαγόνι.
Ήρθε η ώρα να μιλήσουνε.
Για τον καιρό.
Για τα χωριά τους.
Για το ταξίδι.
Για τους κοινούς γνωστούς.
Για τους ίδιους.
Τα λόγια τους τραγούδι γλυκό, μελωδικό με στίχους κοινότυπους, χαζούς. Λόγια απλών ανθρώπων.
Αυτή. Παντρεμένη.
Αυτός. Γύρευε δουλειά.
Αυτή. Δύο παιδιά.
Αυτός. Γύρευε δουλειά.
Αυτή. Παραμάνα σε μια κυρία του κόσμου του καλού στη Μασσαλία.
Αυτός. Του είπαν ότι στη Μασσαλία υπάρχουνε δουλειές.
Και ξαφνικά πάλι σιωπή. Έχει μεσημεριάσει. Η ζέστη γίνεται αφόρητη. Η σκόνη χρυσαφιά ομίχλη. Η κραυγαλέα άνοιξη φέρνει μες στο βαγόνι τους τα πάθη όλης της φύσης. Τριαντάφυλλα. Πορτοκαλιές και λεμονιές. Μέθη των αρωμάτων. Οι ταξιδιώτες καταφεύγουνε ξανά στον ρυθμικό υπνάκο τους. Το τραίνο συνεχίζει.
Ξυπνούν ξανά απότομα. Κλάμα, καημός και οδυρμός. Ποιος είναι ετούτος ο σταθμός; Που έχουν σταματήσει; Πλάι στις ράγες ένα μωρό στην αγκαλιά της μάνας του. Χτυπιέται και ουρλιάζει. Αυτή κοιτάζει το μωρό και ύστερα μηχανικά χαϊδεύει το πρησμένο στήθος της. Αυτός καταλαβαίνει.
«Ζαλίζομαι. Λιποθυμώ.»
«Τι θέλετε να κάνω;»
«Όποια έχει γάλα όπως εγώ, πρέπει να δίνει το βυζί δυο-τρεις φορές τη μέρα.»
«Πως θα μπορούσα, άραγε;»
«Φτάνει να το πιέσω. Βρύση, σας λέω, γίνεται. Κανείς δεν το πιστεύει.»
«Μήπως εάν δοκίμαζα…»
«Το έχει να λέει η γειτονιά. Και όλο το Καζάλε.»
«Κυρία, ξέρετε, εγώ…»
«Αχ και να είχα το μωράκι αυτό! Θα το έπνιγα στο γάλα!»
Ιδροκοπά, τεντώνεται. Βογκάει κι αναστενάζει. Ανοίγει ακόμα ένα κουμπί. Μια ρώγα ξεπροβάλει. Παραληρεί, παρακαλά, την τύχη καταριέται. Να ανασάνει δε μπορεί. Ανοίγει ακόμα δυο κουμπιά. Το ρούχο καταρρέει. Και τότε άξαφνα σιωπή. Κοιτάζονται μονάχα. Δυο λέξεις τους χωρίζουνε. Δυο μόνο ερωτήσεις.
Αυτός. «Μπορώ;»
Αυτή. «Θέλεις;»
Αυτός πέφτει στα γόνατα. Αυτή τον αγκαλιάζει. Από τη μέση την κρατά και το βυζί δαγκώνει. Βυζαίνει, πίνει λαίμαργα και την ανακουφίζει. Χαϊδεύει το κεφάλι του και του χαμογελάει. Ο ήλιος μες στη θάλασσα βουτά. Η νύχτα τους σκεπάζει. Το τραίνο δίνει το ρυθμό και η φύση τους κανόνες.
«Αρκεί, παιδί μου! Ευχαριστώ! Μπήκε η ψυχή στο σώμα.»
«Εγώ, κυρία, ευχαριστώ! Ήμουν δυο μέρες νηστικός. Όχι, δεν άντεχα άλλο.»
Τελευταία αμαξοστοιχία από Γένοβα για Μασσαλία. Τελευταία λέξη του πολιτισμού. Τελευταία μέρα του κόσμου. Τελευταίο σπάραγμα. Τελευταίο βαγόνι. Δυο επιβάτες. Δυο άγνωστοι. Δύο απωθημένα ταξιδεύουν αντικριστά. Χωρίς να μιλούν. Χωρίς να γνωρίζονται. Χωρίς να ξέρουν.
Αυτή. Πριγκίπισσα του Πιεμόντε κάποτε.
Αυτός. Ιππότης ποτέ ξανά της Λιγουρίας.
Αυτή. Χαζεύει το τοπίο.
Αυτός. Κοιτάζει τα βυζιά της.
Πίσω. Ο ήλιος. Η γη. Τα χωράφια. Οι μέρες που δεν τελειώνουνε ποτέ. Οι νύχτες που δε λένε ακόμα να αρχίσουν. Η ζωή. Η μοίρα. Η δουλειά. Η φτώχια. Ο Θεός.
Μπροστά. Η Γαλλία!
Τριαντάφυλλα. Πορτοκαλιές και λεμονιές. Μέθη των αρωμάτων. Ένας Μάιος ανηλεής τρυπώνει μέσα στο βαγόνι τους. Κάθε σταθμός και μια δοκιμασία. Ο ήλιος πυρπολεί το σιδερένιο ερπετό. Το πρωινό λυγίζει τις αισθήσεις. «Μην κύπτετε έξω!» Αντέξτε! Υπομείνατε! Αντισταθείτε!
Το τρένο που εισβάλει μες στην άνοιξη. Το τρένο που τη φύση διακορεύει. Αργά. Σαδιστικά. Επίμονα. Τάγγια και Ιμπέρια. Μαρίνα ντι Αντόρα.
Στα γόνατά τους οι αποσκευές.
Αυτή. Δυο δέματα κι ένα καλάθι κολατσιό.
Αυτός. Τα σύνεργά του και άλλη μία αλλαξιά.
Αυτή. Είκοσι πέντε ίσως.
Αυτός. Περίπου είκοσι.
Στο τρένο καμιά αξία δεν έχουν όλα αυτά. Στο τρένο όλοι του φαίνονται ίδιοι. Φτάνει να έχουν εισιτήριο. Φτάνει τους ελεγκτές να σέβονται. Φτάνει ο προορισμός του καθενός να υπάρχει στο δρομολόγιό του. Νόμος και όχι Ευαγγέλιο. Όχι, το τρένο δεν είναι ο Θεός. Είναι η Δημοκρατία!
Κι ενώ η φύση αφυπνίζεται αυτοί αποκοιμιούνται. Γλιστρούν μέσα στον ρυθμικό τον ύπνο τους. Όλα μες στο βαγόνι τους γλιστρούν. Το κολατσιό πάνω στα γόνατά της. Στο μέτωπο ο ιδρώτας του. Η νιότη. Η άνοιξη. Η ζωή. Όλα τριγύρω τους γλιστρούν. Οι Άλπεις. Η Μεσόγειος. Μόνο το τρένο μένει σταθερό. Μόνο αυτό αντέχει.
Κι ύστερα ανοίγουνε τα μάτια τους ξανά. Αυτήν την ξυπνάει η πείνα της. Αυτόν η όρεξή της. Αυγά, ψωμί, κορόμηλα. Αλέθουνε τα δόντια της. Το βλέμμα του λιγώνουν. Μετράει τις μπουκιές της. Στα χείλη της τα ποτισμένα με κρασί λιώνουν οι αντοχές του. Η αξιοπρέπεια του μετριέται στα ψίχουλα που πέφτουνε στο μπούστο της.
Το μπούστο της σπαρμένο ψίχουλα. Τα ψίχουλα τα ελάχιστα και τα θεόρατα βυζιά της. Η όρασή του δοκιμάζεται σκληρά, ενώ αυτή αγκομαχά και ξεφυσά. Κάτι την βασανίζει. Λύνεται, ξεκουμπώνεται. Άσπρο, λινό εσώρουχο. Άσπρο, δεμένο κρέας. Λες και πλημμύρισε βυζί ολόκληρο βαγόνι.
Ήρθε η ώρα να μιλήσουνε.
Για τον καιρό.
Για τα χωριά τους.
Για το ταξίδι.
Για τους κοινούς γνωστούς.
Για τους ίδιους.
Τα λόγια τους τραγούδι γλυκό, μελωδικό με στίχους κοινότυπους, χαζούς. Λόγια απλών ανθρώπων.
Αυτή. Παντρεμένη.
Αυτός. Γύρευε δουλειά.
Αυτή. Δύο παιδιά.
Αυτός. Γύρευε δουλειά.
Αυτή. Παραμάνα σε μια κυρία του κόσμου του καλού στη Μασσαλία.
Αυτός. Του είπαν ότι στη Μασσαλία υπάρχουνε δουλειές.
Και ξαφνικά πάλι σιωπή. Έχει μεσημεριάσει. Η ζέστη γίνεται αφόρητη. Η σκόνη χρυσαφιά ομίχλη. Η κραυγαλέα άνοιξη φέρνει μες στο βαγόνι τους τα πάθη όλης της φύσης. Τριαντάφυλλα. Πορτοκαλιές και λεμονιές. Μέθη των αρωμάτων. Οι ταξιδιώτες καταφεύγουνε ξανά στον ρυθμικό υπνάκο τους. Το τραίνο συνεχίζει.
Ξυπνούν ξανά απότομα. Κλάμα, καημός και οδυρμός. Ποιος είναι ετούτος ο σταθμός; Που έχουν σταματήσει; Πλάι στις ράγες ένα μωρό στην αγκαλιά της μάνας του. Χτυπιέται και ουρλιάζει. Αυτή κοιτάζει το μωρό και ύστερα μηχανικά χαϊδεύει το πρησμένο στήθος της. Αυτός καταλαβαίνει.
«Ζαλίζομαι. Λιποθυμώ.»
«Τι θέλετε να κάνω;»
«Όποια έχει γάλα όπως εγώ, πρέπει να δίνει το βυζί δυο-τρεις φορές τη μέρα.»
«Πως θα μπορούσα, άραγε;»
«Φτάνει να το πιέσω. Βρύση, σας λέω, γίνεται. Κανείς δεν το πιστεύει.»
«Μήπως εάν δοκίμαζα…»
«Το έχει να λέει η γειτονιά. Και όλο το Καζάλε.»
«Κυρία, ξέρετε, εγώ…»
«Αχ και να είχα το μωράκι αυτό! Θα το έπνιγα στο γάλα!»
Ιδροκοπά, τεντώνεται. Βογκάει κι αναστενάζει. Ανοίγει ακόμα ένα κουμπί. Μια ρώγα ξεπροβάλει. Παραληρεί, παρακαλά, την τύχη καταριέται. Να ανασάνει δε μπορεί. Ανοίγει ακόμα δυο κουμπιά. Το ρούχο καταρρέει. Και τότε άξαφνα σιωπή. Κοιτάζονται μονάχα. Δυο λέξεις τους χωρίζουνε. Δυο μόνο ερωτήσεις.
Αυτός. «Μπορώ;»
Αυτή. «Θέλεις;»
Αυτός πέφτει στα γόνατα. Αυτή τον αγκαλιάζει. Από τη μέση την κρατά και το βυζί δαγκώνει. Βυζαίνει, πίνει λαίμαργα και την ανακουφίζει. Χαϊδεύει το κεφάλι του και του χαμογελάει. Ο ήλιος μες στη θάλασσα βουτά. Η νύχτα τους σκεπάζει. Το τραίνο δίνει το ρυθμό και η φύση τους κανόνες.
«Αρκεί, παιδί μου! Ευχαριστώ! Μπήκε η ψυχή στο σώμα.»
«Εγώ, κυρία, ευχαριστώ! Ήμουν δυο μέρες νηστικός. Όχι, δεν άντεχα άλλο.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου