Κριτικό σημείωμα για το μυθιστόρημα «Ένας Ήρωας του Καιρού μας» του Μιχαήλ Λέρμοντωφ (Михаи́л Ю́рьевич Ле́рмонтов), όπως το διάβασα από την μετάφραση του Ανδρέα Σαραντόπουλου, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος το 1985.
«Μπορεί αύριο να πεθάνω!.. και δε θα μείνει στη γη κανένας που να με κατάλαβε απόλυτα. Άλλοι θα με θεωρούν χειρότερο, άλλοι καλύτερο απ’ ότι είμαι στην πραγματικότητα… Άλλοι θα πουν: ήταν ένα γενναίο παιδί, άλλοι – ήταν ένα παλιοτόμαρο. Και η μια και η άλλη άποψη θα είναι ψεύτικη. Ύστερα απ’ αυτά αξίζει τάχα τον κόπο να ζει κανείς; κι όμως συνεχίζει να ζει – από περιέργεια: καρτερεί κάτι καινούριο… Γελοίο και δυσάρεστο!» Το «Ένας Ήρωας του Καιρού μας» αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας. Το μυστήριο έως και μυστικιστικό αυτό βιβλίο (ο μυστικισμός πάει αναπόφευκτα πακέτο με τον ρώσικο προεπαναστατικό πολιτισμό) συγκεντρώνει όλου του λογοτεχνικού κόσμου της παραξενιές, σε σημείο που ακόμα και σήμερα να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο γρίφο, ακόμα και για τον πιο έμπειρο και υποψιασμένο αναγνώστη.
Από άποψη είδους, είναι και δεν είναι μυθιστόρημα. Και αυτό επειδή τα επιμέρους κεφάλαιά του («Μπέλα», «Μαξίμ Μαξίμιτς», «Ταμάν», «Πριγκίπισσα Μαίρη» και «ο Μοιρολάτρης») όχι μόνο θα μπορούσαν να σταθούν ως αυτοδύναμα αφηγήματα αλλά μάλιστα τα τρία από αυτά αρχικά ως τέτοια κυκλοφόρησαν.
Από άποψη ύφους, μολονότι αρχικά φαίνεται να είναι βαθιά ποτισμένο από το ακατανίκητο πνεύμα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, στη συνέχεια φλερτάρει με τέτοιο ανορθόδοξο τρόπο με τον ψυχρό (σε βαθμό κακουργήματος) ρεαλισμό, που είναι σα να ανοίγει το δρόμο προς το μοντερνισμό και την πρωτοπορία, σε μια εποχή όπου η ρώσικη πεζογραφία μόλις που είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα της βήματα (Ο Αλέξανδρος Πούσκιν, γενάρχης της ρωσικής πεζογραφίας και μέντορας του Λέρμοντωφ είχε κάνει τη δική του ηρωική έξοδο από το μάταιο ετούτο κόσμο μόλις δυο χρόνια πριν).
Από άποψη πλοκής, ενώ αρχίζει με μια αλληλουχία από εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, όπου ο αφηγητής και ήρωας μπερδεύονται (για παράδειγμα ο αφηγητής της «Μπέλα», Μαξίμ Μαξίμιτς είναι και ένας από τους ήρωες του ομώνυμου κεφαλαίου), στη συνέχεια καταλήγουμε να παρακολουθούμε τη διήγηση μέσα από τις σημειώσεις (που μέσω του πιο κοινού συγγραφικού τεχνάσματος βρίσκονται ξαφνικά στα χέρια του κυρίως αφηγητή) του προφανέστατου alter ego του συγγραφέα, του διαβόητου Πετσόριν, των οποίων η αυτοψυχαναλυτική διάσταση δεν αργεί να το καταστήσει ημερολόγιο του ίδιου του Λέρμοντοφ.
Από άποψη σκοπού, τον οποίο ο συγγραφέας υπηρετεί επιλέγοντας να γράψει ένα τέτοιο προκλητικά πολυσήμαντο έργο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συγγραφέας υποδύεται έναν ρόλο μάλλον προδρομικό, αφού ως ντοστογιεφσκυκότερος του Ντοστογιέφκυ κατορθώνει να φτιάξει μια μήτρα «ψυχολογικού μυθιστορήματος», ανοίγοντας με τον ταπεινό του αυτόν τρόπο το δρόμο για τα ψυχοαριστουργήματα του μεγαλύτερου συγγραφέα όλων των εποχών.
Από άποψη ιδεολογίας, εκεί βρίσκεται και το παραδοξότερο του όλου πράγματος. Ο «ήρωας» μας είναι ανήθικος! Δηλαδή είναι πολύ πραγματικός και ανθρώπινος. Τόσο πολύ που οι λέξεις στο «ημερολόγιό του» να μοιάζουν με τις απόκρυφες σκέψεις ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτό το τόλμημα προκάλεσε τόση σφοδρή αντίδραση στην καθυστερημένη πνευματικά και υπερσυντηρητική τσαρική Ρωσία της εποχή του, που ανάγκασε τον Λέρμοντωφ να γράψει σχετικά: «Θα πείτε τι κέρδισε η ηθική από αυτό; Να με συγχωρείτε. Αρκετά τάισαν τον κόσμο με γλυκίσματα και του χαλάσανε το στομάχι. Χρειάζονται πικρά φάρμακα. Διαβρωτικές αλήθειες. Μα μη νομίζετε, ωστόσο, ύστερα από αυτό πως ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου είχε κάποτε το περήφανο όνειρο να γίνει διορθωτής των ανθρώπινων ελαττωμάτων. Ο θεός να τον γλυτώσει από μια τέτοια χοντροκοπιά! Απλώς του έκανε κέφι να περιγράψει το σύγχρονο άνθρωπο, τέτοιον που τον καταλαβαίνει και, για δυστυχία δική του και δική σας, που τον έχει συναντήσει πάρα πολύ συχνά.» (από τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης)
Στα κύκλο των λογοτεχνικών παράδοξων του μυθιστορήματος αυτού έρχεται τέλος να προστεθεί και ένα ακόμα, ιστορικό αυτή τη φορά, αφού στο τελευταίο κεφάλαιό του «Ήρωα» παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές του να παίζουν ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι για μεγάλα παιδιά, το οποίο θα καθιερωθεί μετέπειτα -και λόγω του Λέρμοντωφ- ως «ρωσική ρουλέτα» - αφού βεβαίως προηγηθεί η εφεύρεση του περιστρόφου (revolver) από τους κυρίους Smith και Wesson, που όσο να είναι μια ματιά στη ρωσική λογοτεχνία της εποχής τους, δε μπορεί, θα την είχαν ρίξει.
Ας κάνουμε μια απόπειρα να συνοψίσουμε την υπόθεση αυτού του μυθιστορήματος: Ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στον Καύκασο συναντά κάποιον λοχαγό Μαξίμιτς, ο οποίος και του μεταφέρει, με τρόπο ιδιαίτερα γλαφυρό, μια γενναία ερωτική ιστορία με άδοξο, ωστόσο, τέλος (κάποιος ρώσος αξιωματικός ερωτεύεται μια Τσερκεζοπούλα, κλέβονται, αλλά δεν προλαβαίνουν να ζήσουν τον έρωτα τους γιατί αυτή πεθαίνει). Στη συνέχεια ο συγγραφέας και ο Μαξίμιτς συναντούν τυχαία κάπου εκεί, στα βάθη της ρωσικής ανατολής, τον περί ου ο λόγος άτακτο αξιωματικό και τα λένε. Ο Πετσόριν (το όνομα του παλικαριού που λέγαμε) θα εξαφανιστεί περίπου όπως εμφανίστηκε, αφήνοντας όμως στα χέρια του συγγραφέα μας το ημερολόγιό του. Διαβάζοντάς το μαθαίνουμε πως τα κατορθώματα του «ήρωα του καιρού μας» δεν είναι και τόσο ηρωικά τελικά, αφού σε αυτά συμπεριλαμβάνονται –μεταξύ άλλων- η ερωτική εξαπάτηση δυο γυναικών (ταυτόχρονα) και ο δια της προσχεδιασμένης μονομαχίας φόνος κάποιου φίλου του. Στο μεταξύ, παρακολουθούμε τις απόψεις του για τις γυναίκες, τον έρωτα, τη φιλία, τη φύση και την περιπέτεια, αλλά και την απεγνωσμένη άγνοια του για τα μυστήρια της ζωής. Πιο ανθρώπινος πεθαίνεις, δηλαδή. Στο τέλος σκοτώνεται -πως αλλιώς;- σε κάποια μονομαχία, όπως και ο ίδιος ο Λέρμοντωφ μόλις ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του βιβλίου και όπως και ο Πούσκιν λίγο νωρίτερα φυσικά. Κανονική επιδημία.
Πάμε πίσω στο ρομαντισμό τώρα. Ο νεαρός Λέρμοντωφ έδωσε τα διαπιστευτήρια του στη ρωσική λογοτεχνία σε ηλικία 23 ετών με το επικήδειό του ποίημα «Ο θάνατος του ποιητή», το οποίο συνέθεσε το 1837 προ τιμήν του πνευματικού του πατέρα, του Πούσκιν. Αν και αξιωματικός του τσαρικού ιππικού (αν είσαι ρομαντικός, που θα πας να καταταγείς, στο πυροβολικό;), τόσο στο ποίημα του αυτό όσο και στα άλλα έργα του, δεν παραλείπει να ασκεί κριτική στους θεσμούς και στην κοινωνικές συμβάσεις, πράγμα που τον οδηγεί από τη μια δυσμενή μετάθεση στην άλλη, μέχρι να πάρει το φύλλο πορείας που τόσο προφανώς αναζητούσε από το πεδίο της τιμής για τον άλλο κόσμο, το 1841, κάπου στο δρόμο για τον «αγαπημένο» του Καύκασο. Όλα αυτά σε μια εποχή που το σύνολο ίσως των ανήσυχων και μορφωμένων νέων της Ευρώπης δυναστεύονταν ακόμα από το φάντασμα του Μπάιρον κι ο θάνατος από φυσιολογικά αίτια στο κρεβατάκι του σπιτιού σου θεωρούταν σχεδόν ντροπή. Κάπως έτσι, με τέτοιες ρομαντικές αποσκευές, ο συγγραφέας μας «έστειλε» τον ήρωά του στον Καύκασο, αλλά ο Καύκασος μάλλον είχε άλλα σχέδια.
Ο Καύκασος υπήρξε πεδίο πολεμικών συγκρούσεων και διαφυλετικών αναστατώσεων πολύ πριν ανακαλυφθούν τα ενεργειακά κοιτάσματα στα σπλάχνα του. Ο Πετσόριν, ο Μαξίμιτς, ο Βούλιτς και τα άλλα παιδιά που εμφανίζονται σε αυτό το μυθιστόρημα, έχουν βρεθεί εκεί για να κάνουν αυτό ακριβώς που κάνει ακόμα και σήμερα ο Όμορφος/Κόκκινος Στρατός (οι Ρώσοι χρησιμοποιούν την ίδια λέξη –красный- για τα επίθετα κόκκινος και όμορφος), για να συμμαζέψουν, δηλαδή, τις ατίθασες φυλές της αχανούς Μητέρας Ρωσίας. Πέρα όμως από καπάκι της κολάσεως, που κάποιος ξέχασε να κλείσει, η περιοχή δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί και έναν επίγειο παράδεισο, με την άγρια φυσική ομορφιά των ανυπότακτων τοπίων της και το μεθυστικό χαρμάνι πολιτισμών που τόσο χαρακτηριστικά εντυπώνεται στα πρόσωπα των γυναικών της. Με λίγα λόγια, καλός χρυσός ο ρομαντισμός, αλλά μπροστά στην κραυγαλέα πραγματικότητα κάθε κομψευόμενη λογοτεχνική διπλωματία περιττεύει. Άλλωστε, και ο Μπάιρον, όταν έφτασε στο Μεσολόγγι, του έφυγε, όσο να είναι, η μαγκιά. Δε θα του έφευγε του Λέρμοντωφ στο Γκρόζνι;
Έτσι ο φίλος μας ο Μιχαήλ, μπορεί να μην πρόλαβε να αλλάξει τις προσωπικές απόψεις του και να ξεκολλήσει εγκαίρως τα υπαρξιακά του απωθημένα από το τρίπτυχο περιπετειώδης ζωή-ασυμβίβαστες ιδέες-ένδοξος θάνατος, αλλά ως προς τη γραφή του τελικά δε μπόρεσε να αντισταθεί και της προσέδωσε μια ρεαλιστική πνοή, που όχι μόνο δεν παγιδεύεται από τον πειρασμό του νατουραλιστικής αναπαραγωγής της περιβάλλουσας και αν μη τι άλλο γοητευτικής πραγματικότητας, αλλά προχωράει και ακόμα παραπέρα, αναζητώντας τις άλλες αλήθειες που κρύβονται πίσω από την επίσημη και προφανή αλήθεια. Και βέβαια, ως γνήσιος μα υπερβολικά πρώιμος ροκ σταρ, πιστός στο δόγμα του «ζήσε γρήγορα – πέθανε νέος», έκανε την υπέρβασή του στην λογοτεχνία, δίνοντας ένα έργο τόσο μεγαλειώδες, «τρέχοντας» την εποχή του και ίσως την ίδια την Ιστορία και σίγουρα την ιστορία του, και έφυγε, κατά τον δαίμονα εαυτού, όσο ακόμα ήταν νωρίς, για να μη δει τους καρπούς των πνευματικών του κόπων να ωριμάζουν και να σαπίζουν μέσα στο κεφάλι του.
Έφυγε, αλλά μας άφησε πίσω του αυτόν τον βρωμιάρη τον Πετσόριν, αφού φρόντισε να του αποδώσει τον τίτλο του ήρωα, με τέτοιο τρόπο, που να μας προκαταβάλλει από το εξώφυλλο ακόμα του μυθιστορήματος. Ποιος όμως είναι ο Πετσόριν; Είναι κάτι περισσότερο από ενσάρκωση του έκπτωτου αρχαγγέλου Σαταναήλ; Μήπως αυτά που σκέφτεται και λέει είναι κάτι βαθύτερο από μια φωνή βοώντος εν τη στέπα; Και πόσο ήρωας είναι, άραγε, τελικά αυτός ο ήρωας;
Συγνώμη, αλλά εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση επί προσωπικού: Πριν από πολλά χρόνια μια φίλη που σπούδαζε στην Αγγλία και έκανε μια εργασία πάνω στη ρώσικη λογοτεχνία, μου έστειλε ένα γράμμα, όπου μου έγραφε πως διάβασε ένα βιβλίο του οποίου ο ήρωας της θύμιζε πάρα πολύ εμένα. Εγώ έσπευσα φυσικά να το βρω και να το διαβάσω, αλλά στην πρώτη ανάγνωση, απογοητεύτηκα οικτρά, κυρίως για τη γνώμη της φίλης μου για μένα. Στη συνέχεια όμως, όταν περίπου έντρομος συνειδητοποίησα πως διαβάζοντας τον «ήρωα του καιρού μας» ήταν σα να ξανακοιτούσα τις μυστικές σελίδες κάποιου ξεχασμένου ημερολογίου μου, που κάποιος είχε κατορθώσει, με έναν τρόπο ακατανόητο, να μου τις υποκλέψει και να εκθέσει έτσι ανεπανόρθωτα αυτές μαζί με μένα, άρχισα και να καταλαβαίνω δυο-τρία πράγματα περισσότερα για τη συγγραφή και τη λογοτεχνία. Προφανώς και ευτυχώς ο Πετσόριν δεν είναι εγώ, δηλαδή δεν είναι μόνο εγώ. Είναι όλοι μας. Είναι ο άνθρωπος της νέας εποχής, του καιρού μας, έτσι όπως με τρόπο σχεδόν σαδιστικό και απροκάλυπτο επέλεξε ο Λέρμοντωφ να μας τον προφητεύσει. Δεν είναι ο ανήθικος που οι κριτικοί της τσαρικής Ρωσίας θέλησαν να ξαποστείλουνε στο πυρ το εξώτερο. Είναι ο άνδρας ο πέρα από την ηθική –και όχι αυτός της νέας ηθικής- αλλά και ο πέρα από αυτοσκοπούς και στρατηγικές επιδιώξεις. Ο άνθρωπος που «περνάει αδιάφορα από αμφιβολία σε αμφιβολία, όπως έπεφταν οι πρόγονοί του από τη μια πλάνη στην άλλη», όπως αποφαίνεται ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου, ενώ ανακοινώνει τα αποτελέσματα της πρώτης ιστορικά παρτίδας (κάτι σαν) ρώσικης ρουλέτας. Όχι ο ασυνείδητος που σκέφτεται μονάχα φωναχτά και για αυτό παρεξηγείται καμιά φορά από τους άλλους και απομονώνεται, αλλά ο υποσυνείδητος που, όντας ήδη ψυχικά αποσυνάγωγος, πράττει όσα έχει να πράξει φωναχτά και παρασύρει με τις πράξεις του τους πάντες στη κοχλάζουσα κόλαση των ταπεινών ενστίκτων του. Και αυτό, όχι αντλώντας δύναμη από την απελευθερωμένη από τα στερεότυπα δεσμά της άγρια φύση του, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε αχαλίνωτος ντεσαντικός ήρωας, αλλά σε βάρος της ίδιας του της συνείδησης –αφού υποφέρει προφανώς- και οπωσδήποτε των αρχών του (ο Γκαίτε δε θα τον έβαζε απλούστατα να κραυγάζει, «δεν έχω αρχές, αλλά έχω τέλος/χαρακτήρα»;). Για αυτό και έχω καταλήξει από τότε στο εξής συμπέρασμα: οι συγγραφείς χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, σε αυτούς που γράφουν καλά, σε αυτούς που γράφουν ξεχωριστά και σε αυτούς που γράφουν αυτά που δε μπορούν ή δε γουστάρουν έστω να γράψουν οι υπόλοιποι. Και έναν τέτοιο ήρωα, σαν και αυτόν του Λέρμοντωφ, τουλάχιστον πριν από τον Λέρμοντωφ, κανείς δε θα τολμούσε να τον κατασκευάσει.
Λίγος Πετσόριν προς υποστήριξη των παραπάνω: «Φέρνω στη μνήμη μου όλο το παρελθόν μου και αναρωτιέμαι άθελά μου: για ποιον λόγο έζησα, για ποιο σκοπό γεννήθηκα; Μα σίγουρα αυτός ο σκοπός υπήρχε, και, σίγουρα ο προορισμός μου ήταν υψηλός, γιατί νιώθω μέσα στην ψυχή μου τεράστιες δυνάμεις… Μα δεν είχα μαντέψει αυτό τον προορισμό, παρασύρθηκα από τα θέλγητρα που έχουν τα μάταια και αχάριστα πάθη. Από το καμίνι τους βγήκα ψυχρός και σκληρός σαν το σίδερο, μα έχασα για πάντα τη φλόγα των ευγενικών προσπαθειών – το καλύτερο άνθος της ζωής. Κι από τότε πόσες φορές δεν έχω παίξει το ρόλο του τσεκουριού στα χέρια της μοίρας! Σα φονικό εργαλείο έπεφτα στο κεφάλι των καταδικασμένων θυμάτων συχνά χωρίς κακία, πάντα χωρίς συμπάθεια… Η αγάπη μου σε κανένα δεν έφερε την ευτυχία, γιατί δε θυσίαζα τίποτα για εκείνους που αγαπούσα: αγαπούσα για δικό μου λογαριασμό, για δική μου ευχαρίστηση. Δεν ικανοποιούσα παρά μια παράξενη ανάγκη της καρδιάς μου καταβροχθίζοντας λαίμαργα τα αισθήματά τους, την τρυφερότητά τους, τις χαρές και τα βάσανά τους – και ποτέ δε μπορούσα να χορτάσω. Έτσι ένας πεινασμένος κοιμάται εξαντλημένος και βλέπει μπροστά του πλούσια φαγητά και κρασιά που ν’ αφρίζουν. Κατατρώει μέσα στην έκστασή του τα’ αόριστα δώρα της φαντασίας, και νιώθει πιο ελαφρά. Μα έτσι και ξυπνήσει – το όνειρο χάνεται… μένει μόνο ο διπλός καημός: η πείνα και η απελπισία!»
Είναι ο Πετσόριν ο σύγχρονος πολιτισμός; Ο Θουκυδίδης ή ο Μαρξ θα εντόπιζαν μεθοδικά στο «φόβο του αιφνίδιου θανάτου» τη γενεσιουργό αιτία του πολιτισμού. Ο Λέρμοντωφ απλώς αναρωτιέται, «η αναμονή ενός βίαιου θανάτου δεν είναι τάχα μια πραγματική αρρώστια;». Τι θέλει να μας πει, δηλαδή, εδώ ο ποιητής; Μήπως πως είναι αρρώστια ο ίδιος ο πολιτισμός; Και η θεραπεία του ποια είναι; Τα άγρια άλογα και οι στέπες του Καυκάσου; Ο ίδιος, απαντώντας στη δριμεία κριτική των συγχρόνων του, θα πει: «Είναι αρκετό που επισημάνθηκε η νόσος, και όσο για τη θεραπεία της – αυτό μόνο ο Θεός το γνωρίζει!». Και αμέσως μετά θα σπεύσει να πάει να Τον βρει, για να Τον πιάσει από το γιακά και να Τον ρωτήσει αυτοπροσώπως.
«Μπορεί αύριο να πεθάνω!.. και δε θα μείνει στη γη κανένας που να με κατάλαβε απόλυτα. Άλλοι θα με θεωρούν χειρότερο, άλλοι καλύτερο απ’ ότι είμαι στην πραγματικότητα… Άλλοι θα πουν: ήταν ένα γενναίο παιδί, άλλοι – ήταν ένα παλιοτόμαρο. Και η μια και η άλλη άποψη θα είναι ψεύτικη. Ύστερα απ’ αυτά αξίζει τάχα τον κόπο να ζει κανείς; κι όμως συνεχίζει να ζει – από περιέργεια: καρτερεί κάτι καινούριο… Γελοίο και δυσάρεστο!» Το «Ένας Ήρωας του Καιρού μας» αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας. Το μυστήριο έως και μυστικιστικό αυτό βιβλίο (ο μυστικισμός πάει αναπόφευκτα πακέτο με τον ρώσικο προεπαναστατικό πολιτισμό) συγκεντρώνει όλου του λογοτεχνικού κόσμου της παραξενιές, σε σημείο που ακόμα και σήμερα να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο γρίφο, ακόμα και για τον πιο έμπειρο και υποψιασμένο αναγνώστη.
Από άποψη είδους, είναι και δεν είναι μυθιστόρημα. Και αυτό επειδή τα επιμέρους κεφάλαιά του («Μπέλα», «Μαξίμ Μαξίμιτς», «Ταμάν», «Πριγκίπισσα Μαίρη» και «ο Μοιρολάτρης») όχι μόνο θα μπορούσαν να σταθούν ως αυτοδύναμα αφηγήματα αλλά μάλιστα τα τρία από αυτά αρχικά ως τέτοια κυκλοφόρησαν.
Από άποψη ύφους, μολονότι αρχικά φαίνεται να είναι βαθιά ποτισμένο από το ακατανίκητο πνεύμα του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, στη συνέχεια φλερτάρει με τέτοιο ανορθόδοξο τρόπο με τον ψυχρό (σε βαθμό κακουργήματος) ρεαλισμό, που είναι σα να ανοίγει το δρόμο προς το μοντερνισμό και την πρωτοπορία, σε μια εποχή όπου η ρώσικη πεζογραφία μόλις που είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα της βήματα (Ο Αλέξανδρος Πούσκιν, γενάρχης της ρωσικής πεζογραφίας και μέντορας του Λέρμοντωφ είχε κάνει τη δική του ηρωική έξοδο από το μάταιο ετούτο κόσμο μόλις δυο χρόνια πριν).
Από άποψη πλοκής, ενώ αρχίζει με μια αλληλουχία από εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, όπου ο αφηγητής και ήρωας μπερδεύονται (για παράδειγμα ο αφηγητής της «Μπέλα», Μαξίμ Μαξίμιτς είναι και ένας από τους ήρωες του ομώνυμου κεφαλαίου), στη συνέχεια καταλήγουμε να παρακολουθούμε τη διήγηση μέσα από τις σημειώσεις (που μέσω του πιο κοινού συγγραφικού τεχνάσματος βρίσκονται ξαφνικά στα χέρια του κυρίως αφηγητή) του προφανέστατου alter ego του συγγραφέα, του διαβόητου Πετσόριν, των οποίων η αυτοψυχαναλυτική διάσταση δεν αργεί να το καταστήσει ημερολόγιο του ίδιου του Λέρμοντοφ.
Από άποψη σκοπού, τον οποίο ο συγγραφέας υπηρετεί επιλέγοντας να γράψει ένα τέτοιο προκλητικά πολυσήμαντο έργο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συγγραφέας υποδύεται έναν ρόλο μάλλον προδρομικό, αφού ως ντοστογιεφσκυκότερος του Ντοστογιέφκυ κατορθώνει να φτιάξει μια μήτρα «ψυχολογικού μυθιστορήματος», ανοίγοντας με τον ταπεινό του αυτόν τρόπο το δρόμο για τα ψυχοαριστουργήματα του μεγαλύτερου συγγραφέα όλων των εποχών.
Από άποψη ιδεολογίας, εκεί βρίσκεται και το παραδοξότερο του όλου πράγματος. Ο «ήρωας» μας είναι ανήθικος! Δηλαδή είναι πολύ πραγματικός και ανθρώπινος. Τόσο πολύ που οι λέξεις στο «ημερολόγιό του» να μοιάζουν με τις απόκρυφες σκέψεις ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτό το τόλμημα προκάλεσε τόση σφοδρή αντίδραση στην καθυστερημένη πνευματικά και υπερσυντηρητική τσαρική Ρωσία της εποχή του, που ανάγκασε τον Λέρμοντωφ να γράψει σχετικά: «Θα πείτε τι κέρδισε η ηθική από αυτό; Να με συγχωρείτε. Αρκετά τάισαν τον κόσμο με γλυκίσματα και του χαλάσανε το στομάχι. Χρειάζονται πικρά φάρμακα. Διαβρωτικές αλήθειες. Μα μη νομίζετε, ωστόσο, ύστερα από αυτό πως ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου είχε κάποτε το περήφανο όνειρο να γίνει διορθωτής των ανθρώπινων ελαττωμάτων. Ο θεός να τον γλυτώσει από μια τέτοια χοντροκοπιά! Απλώς του έκανε κέφι να περιγράψει το σύγχρονο άνθρωπο, τέτοιον που τον καταλαβαίνει και, για δυστυχία δική του και δική σας, που τον έχει συναντήσει πάρα πολύ συχνά.» (από τον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης)
Στα κύκλο των λογοτεχνικών παράδοξων του μυθιστορήματος αυτού έρχεται τέλος να προστεθεί και ένα ακόμα, ιστορικό αυτή τη φορά, αφού στο τελευταίο κεφάλαιό του «Ήρωα» παρακολουθούμε τους πρωταγωνιστές του να παίζουν ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι για μεγάλα παιδιά, το οποίο θα καθιερωθεί μετέπειτα -και λόγω του Λέρμοντωφ- ως «ρωσική ρουλέτα» - αφού βεβαίως προηγηθεί η εφεύρεση του περιστρόφου (revolver) από τους κυρίους Smith και Wesson, που όσο να είναι μια ματιά στη ρωσική λογοτεχνία της εποχής τους, δε μπορεί, θα την είχαν ρίξει.
Ας κάνουμε μια απόπειρα να συνοψίσουμε την υπόθεση αυτού του μυθιστορήματος: Ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στον Καύκασο συναντά κάποιον λοχαγό Μαξίμιτς, ο οποίος και του μεταφέρει, με τρόπο ιδιαίτερα γλαφυρό, μια γενναία ερωτική ιστορία με άδοξο, ωστόσο, τέλος (κάποιος ρώσος αξιωματικός ερωτεύεται μια Τσερκεζοπούλα, κλέβονται, αλλά δεν προλαβαίνουν να ζήσουν τον έρωτα τους γιατί αυτή πεθαίνει). Στη συνέχεια ο συγγραφέας και ο Μαξίμιτς συναντούν τυχαία κάπου εκεί, στα βάθη της ρωσικής ανατολής, τον περί ου ο λόγος άτακτο αξιωματικό και τα λένε. Ο Πετσόριν (το όνομα του παλικαριού που λέγαμε) θα εξαφανιστεί περίπου όπως εμφανίστηκε, αφήνοντας όμως στα χέρια του συγγραφέα μας το ημερολόγιό του. Διαβάζοντάς το μαθαίνουμε πως τα κατορθώματα του «ήρωα του καιρού μας» δεν είναι και τόσο ηρωικά τελικά, αφού σε αυτά συμπεριλαμβάνονται –μεταξύ άλλων- η ερωτική εξαπάτηση δυο γυναικών (ταυτόχρονα) και ο δια της προσχεδιασμένης μονομαχίας φόνος κάποιου φίλου του. Στο μεταξύ, παρακολουθούμε τις απόψεις του για τις γυναίκες, τον έρωτα, τη φιλία, τη φύση και την περιπέτεια, αλλά και την απεγνωσμένη άγνοια του για τα μυστήρια της ζωής. Πιο ανθρώπινος πεθαίνεις, δηλαδή. Στο τέλος σκοτώνεται -πως αλλιώς;- σε κάποια μονομαχία, όπως και ο ίδιος ο Λέρμοντωφ μόλις ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του βιβλίου και όπως και ο Πούσκιν λίγο νωρίτερα φυσικά. Κανονική επιδημία.
Πάμε πίσω στο ρομαντισμό τώρα. Ο νεαρός Λέρμοντωφ έδωσε τα διαπιστευτήρια του στη ρωσική λογοτεχνία σε ηλικία 23 ετών με το επικήδειό του ποίημα «Ο θάνατος του ποιητή», το οποίο συνέθεσε το 1837 προ τιμήν του πνευματικού του πατέρα, του Πούσκιν. Αν και αξιωματικός του τσαρικού ιππικού (αν είσαι ρομαντικός, που θα πας να καταταγείς, στο πυροβολικό;), τόσο στο ποίημα του αυτό όσο και στα άλλα έργα του, δεν παραλείπει να ασκεί κριτική στους θεσμούς και στην κοινωνικές συμβάσεις, πράγμα που τον οδηγεί από τη μια δυσμενή μετάθεση στην άλλη, μέχρι να πάρει το φύλλο πορείας που τόσο προφανώς αναζητούσε από το πεδίο της τιμής για τον άλλο κόσμο, το 1841, κάπου στο δρόμο για τον «αγαπημένο» του Καύκασο. Όλα αυτά σε μια εποχή που το σύνολο ίσως των ανήσυχων και μορφωμένων νέων της Ευρώπης δυναστεύονταν ακόμα από το φάντασμα του Μπάιρον κι ο θάνατος από φυσιολογικά αίτια στο κρεβατάκι του σπιτιού σου θεωρούταν σχεδόν ντροπή. Κάπως έτσι, με τέτοιες ρομαντικές αποσκευές, ο συγγραφέας μας «έστειλε» τον ήρωά του στον Καύκασο, αλλά ο Καύκασος μάλλον είχε άλλα σχέδια.
Ο Καύκασος υπήρξε πεδίο πολεμικών συγκρούσεων και διαφυλετικών αναστατώσεων πολύ πριν ανακαλυφθούν τα ενεργειακά κοιτάσματα στα σπλάχνα του. Ο Πετσόριν, ο Μαξίμιτς, ο Βούλιτς και τα άλλα παιδιά που εμφανίζονται σε αυτό το μυθιστόρημα, έχουν βρεθεί εκεί για να κάνουν αυτό ακριβώς που κάνει ακόμα και σήμερα ο Όμορφος/Κόκκινος Στρατός (οι Ρώσοι χρησιμοποιούν την ίδια λέξη –красный- για τα επίθετα κόκκινος και όμορφος), για να συμμαζέψουν, δηλαδή, τις ατίθασες φυλές της αχανούς Μητέρας Ρωσίας. Πέρα όμως από καπάκι της κολάσεως, που κάποιος ξέχασε να κλείσει, η περιοχή δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί και έναν επίγειο παράδεισο, με την άγρια φυσική ομορφιά των ανυπότακτων τοπίων της και το μεθυστικό χαρμάνι πολιτισμών που τόσο χαρακτηριστικά εντυπώνεται στα πρόσωπα των γυναικών της. Με λίγα λόγια, καλός χρυσός ο ρομαντισμός, αλλά μπροστά στην κραυγαλέα πραγματικότητα κάθε κομψευόμενη λογοτεχνική διπλωματία περιττεύει. Άλλωστε, και ο Μπάιρον, όταν έφτασε στο Μεσολόγγι, του έφυγε, όσο να είναι, η μαγκιά. Δε θα του έφευγε του Λέρμοντωφ στο Γκρόζνι;
Έτσι ο φίλος μας ο Μιχαήλ, μπορεί να μην πρόλαβε να αλλάξει τις προσωπικές απόψεις του και να ξεκολλήσει εγκαίρως τα υπαρξιακά του απωθημένα από το τρίπτυχο περιπετειώδης ζωή-ασυμβίβαστες ιδέες-ένδοξος θάνατος, αλλά ως προς τη γραφή του τελικά δε μπόρεσε να αντισταθεί και της προσέδωσε μια ρεαλιστική πνοή, που όχι μόνο δεν παγιδεύεται από τον πειρασμό του νατουραλιστικής αναπαραγωγής της περιβάλλουσας και αν μη τι άλλο γοητευτικής πραγματικότητας, αλλά προχωράει και ακόμα παραπέρα, αναζητώντας τις άλλες αλήθειες που κρύβονται πίσω από την επίσημη και προφανή αλήθεια. Και βέβαια, ως γνήσιος μα υπερβολικά πρώιμος ροκ σταρ, πιστός στο δόγμα του «ζήσε γρήγορα – πέθανε νέος», έκανε την υπέρβασή του στην λογοτεχνία, δίνοντας ένα έργο τόσο μεγαλειώδες, «τρέχοντας» την εποχή του και ίσως την ίδια την Ιστορία και σίγουρα την ιστορία του, και έφυγε, κατά τον δαίμονα εαυτού, όσο ακόμα ήταν νωρίς, για να μη δει τους καρπούς των πνευματικών του κόπων να ωριμάζουν και να σαπίζουν μέσα στο κεφάλι του.
Έφυγε, αλλά μας άφησε πίσω του αυτόν τον βρωμιάρη τον Πετσόριν, αφού φρόντισε να του αποδώσει τον τίτλο του ήρωα, με τέτοιο τρόπο, που να μας προκαταβάλλει από το εξώφυλλο ακόμα του μυθιστορήματος. Ποιος όμως είναι ο Πετσόριν; Είναι κάτι περισσότερο από ενσάρκωση του έκπτωτου αρχαγγέλου Σαταναήλ; Μήπως αυτά που σκέφτεται και λέει είναι κάτι βαθύτερο από μια φωνή βοώντος εν τη στέπα; Και πόσο ήρωας είναι, άραγε, τελικά αυτός ο ήρωας;
Συγνώμη, αλλά εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση επί προσωπικού: Πριν από πολλά χρόνια μια φίλη που σπούδαζε στην Αγγλία και έκανε μια εργασία πάνω στη ρώσικη λογοτεχνία, μου έστειλε ένα γράμμα, όπου μου έγραφε πως διάβασε ένα βιβλίο του οποίου ο ήρωας της θύμιζε πάρα πολύ εμένα. Εγώ έσπευσα φυσικά να το βρω και να το διαβάσω, αλλά στην πρώτη ανάγνωση, απογοητεύτηκα οικτρά, κυρίως για τη γνώμη της φίλης μου για μένα. Στη συνέχεια όμως, όταν περίπου έντρομος συνειδητοποίησα πως διαβάζοντας τον «ήρωα του καιρού μας» ήταν σα να ξανακοιτούσα τις μυστικές σελίδες κάποιου ξεχασμένου ημερολογίου μου, που κάποιος είχε κατορθώσει, με έναν τρόπο ακατανόητο, να μου τις υποκλέψει και να εκθέσει έτσι ανεπανόρθωτα αυτές μαζί με μένα, άρχισα και να καταλαβαίνω δυο-τρία πράγματα περισσότερα για τη συγγραφή και τη λογοτεχνία. Προφανώς και ευτυχώς ο Πετσόριν δεν είναι εγώ, δηλαδή δεν είναι μόνο εγώ. Είναι όλοι μας. Είναι ο άνθρωπος της νέας εποχής, του καιρού μας, έτσι όπως με τρόπο σχεδόν σαδιστικό και απροκάλυπτο επέλεξε ο Λέρμοντωφ να μας τον προφητεύσει. Δεν είναι ο ανήθικος που οι κριτικοί της τσαρικής Ρωσίας θέλησαν να ξαποστείλουνε στο πυρ το εξώτερο. Είναι ο άνδρας ο πέρα από την ηθική –και όχι αυτός της νέας ηθικής- αλλά και ο πέρα από αυτοσκοπούς και στρατηγικές επιδιώξεις. Ο άνθρωπος που «περνάει αδιάφορα από αμφιβολία σε αμφιβολία, όπως έπεφταν οι πρόγονοί του από τη μια πλάνη στην άλλη», όπως αποφαίνεται ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου, ενώ ανακοινώνει τα αποτελέσματα της πρώτης ιστορικά παρτίδας (κάτι σαν) ρώσικης ρουλέτας. Όχι ο ασυνείδητος που σκέφτεται μονάχα φωναχτά και για αυτό παρεξηγείται καμιά φορά από τους άλλους και απομονώνεται, αλλά ο υποσυνείδητος που, όντας ήδη ψυχικά αποσυνάγωγος, πράττει όσα έχει να πράξει φωναχτά και παρασύρει με τις πράξεις του τους πάντες στη κοχλάζουσα κόλαση των ταπεινών ενστίκτων του. Και αυτό, όχι αντλώντας δύναμη από την απελευθερωμένη από τα στερεότυπα δεσμά της άγρια φύση του, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε αχαλίνωτος ντεσαντικός ήρωας, αλλά σε βάρος της ίδιας του της συνείδησης –αφού υποφέρει προφανώς- και οπωσδήποτε των αρχών του (ο Γκαίτε δε θα τον έβαζε απλούστατα να κραυγάζει, «δεν έχω αρχές, αλλά έχω τέλος/χαρακτήρα»;). Για αυτό και έχω καταλήξει από τότε στο εξής συμπέρασμα: οι συγγραφείς χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, σε αυτούς που γράφουν καλά, σε αυτούς που γράφουν ξεχωριστά και σε αυτούς που γράφουν αυτά που δε μπορούν ή δε γουστάρουν έστω να γράψουν οι υπόλοιποι. Και έναν τέτοιο ήρωα, σαν και αυτόν του Λέρμοντωφ, τουλάχιστον πριν από τον Λέρμοντωφ, κανείς δε θα τολμούσε να τον κατασκευάσει.
Λίγος Πετσόριν προς υποστήριξη των παραπάνω: «Φέρνω στη μνήμη μου όλο το παρελθόν μου και αναρωτιέμαι άθελά μου: για ποιον λόγο έζησα, για ποιο σκοπό γεννήθηκα; Μα σίγουρα αυτός ο σκοπός υπήρχε, και, σίγουρα ο προορισμός μου ήταν υψηλός, γιατί νιώθω μέσα στην ψυχή μου τεράστιες δυνάμεις… Μα δεν είχα μαντέψει αυτό τον προορισμό, παρασύρθηκα από τα θέλγητρα που έχουν τα μάταια και αχάριστα πάθη. Από το καμίνι τους βγήκα ψυχρός και σκληρός σαν το σίδερο, μα έχασα για πάντα τη φλόγα των ευγενικών προσπαθειών – το καλύτερο άνθος της ζωής. Κι από τότε πόσες φορές δεν έχω παίξει το ρόλο του τσεκουριού στα χέρια της μοίρας! Σα φονικό εργαλείο έπεφτα στο κεφάλι των καταδικασμένων θυμάτων συχνά χωρίς κακία, πάντα χωρίς συμπάθεια… Η αγάπη μου σε κανένα δεν έφερε την ευτυχία, γιατί δε θυσίαζα τίποτα για εκείνους που αγαπούσα: αγαπούσα για δικό μου λογαριασμό, για δική μου ευχαρίστηση. Δεν ικανοποιούσα παρά μια παράξενη ανάγκη της καρδιάς μου καταβροχθίζοντας λαίμαργα τα αισθήματά τους, την τρυφερότητά τους, τις χαρές και τα βάσανά τους – και ποτέ δε μπορούσα να χορτάσω. Έτσι ένας πεινασμένος κοιμάται εξαντλημένος και βλέπει μπροστά του πλούσια φαγητά και κρασιά που ν’ αφρίζουν. Κατατρώει μέσα στην έκστασή του τα’ αόριστα δώρα της φαντασίας, και νιώθει πιο ελαφρά. Μα έτσι και ξυπνήσει – το όνειρο χάνεται… μένει μόνο ο διπλός καημός: η πείνα και η απελπισία!»
Είναι ο Πετσόριν ο σύγχρονος πολιτισμός; Ο Θουκυδίδης ή ο Μαρξ θα εντόπιζαν μεθοδικά στο «φόβο του αιφνίδιου θανάτου» τη γενεσιουργό αιτία του πολιτισμού. Ο Λέρμοντωφ απλώς αναρωτιέται, «η αναμονή ενός βίαιου θανάτου δεν είναι τάχα μια πραγματική αρρώστια;». Τι θέλει να μας πει, δηλαδή, εδώ ο ποιητής; Μήπως πως είναι αρρώστια ο ίδιος ο πολιτισμός; Και η θεραπεία του ποια είναι; Τα άγρια άλογα και οι στέπες του Καυκάσου; Ο ίδιος, απαντώντας στη δριμεία κριτική των συγχρόνων του, θα πει: «Είναι αρκετό που επισημάνθηκε η νόσος, και όσο για τη θεραπεία της – αυτό μόνο ο Θεός το γνωρίζει!». Και αμέσως μετά θα σπεύσει να πάει να Τον βρει, για να Τον πιάσει από το γιακά και να Τον ρωτήσει αυτοπροσώπως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου