Ξύπνησα πριν το ξυπνητήρι μου. Συνήθως δεν το άκουγα. Κι όταν κάποιες φορές ο ήχος του τρυπούσε μες στον ύπνο μου και με πετούσε έξω από το όνειρο, δε μου άρεσε καθόλου. Είχα αλλάξει, μόλις πριν λίγες μέρες συσκευή, κι ακόμα τους νέους ήχους της κλήσης και των μηνυμάτων δεν έλεγα να συνηθίσω. Βαρούσε το τηλέφωνο κι εγώ κοιτούσα τριγύρω αδιάφορα. Τον ήχο όμως της αφύπνισης τον ήξερα καλά. Τον ήξερε κι ο ύπνος μου.
Γύρισα στο πλάι και την είδα να κοιμάται ακόμα χαμογελαστή. Ποιος ήξερε τι έβλεπε; Προσπάθησα να φανταστώ. Να καταλάβω τι ήταν αυτό που έκρυβε αυτό το δελφινίσιο το χαμόγελο. Την φίλησα στις άκριες των χειλιών της. Σιγά, προσεκτικά, αθόρυβα. Να μη χαλάσω αυτήν την όμορφη καμπύλη, την σπαράσσουσα. Πως βρέθηκες εσύ εδώ; Ποιος σου άνοιξε την πόρτα; Ποιος σε έφερε στο σπίτι μου, στην πόλη μου, σε αυτό το μαξιλάρι;
Ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά, άρχισε να χτυπάει η νέα συσκευή μου. Πάτησα το αθόρυβο, φιμώνοντας, όπως μπορούσα βιαστικά, όλον τον έξω κόσμο. Κοίταξα τα μηνύματα. Με έψαχναν. Έπρεπε να πάω στο γραφείο. Είχα υποτίθεται μια καθημερινότητα. Πήγα να σηκωθώ, μα είδα το στήθος της να φανερώνεται μέσα από τα σεντόνια. Με κοίταζε. Μπορεί να είχε τα μάτια της κλειστά, μα οι θηλές εκείνες ακόμα ξαγρυπνούσαν.
Έσκυψα και τις φίλησα. Αυτό μάλλον το ένιωσε. Είδα καλά την ίσαλο γραμμή του στόματος της να κυματίζει επικίνδυνα. Ζαλίστηκα. Μια πρωινή νοσταλγική ναυτία. Θυμήθηκα πως μόλις είχαμε συναντηθεί. Πριν από λίγες ώρες. Θυμήθηκα πως ήταν σα να γνωριζόμαστε μισή ζωή και κάτι. Θυμήθηκα όλα αυτά που θέλησα να ζήσω. Μια ανάμνηση τερπνή απροσδιόριστη από ένα κάποιο μέλλον. Σηκώθηκα. Σηκώθηκε κι ο κόσμος μου μαζί μου.
Ενώ περίμενα να γίνει ο καφές, άρχισα να κοιτάζω τα χθεσινά μηνύματα. Σα να έπαιζα, λέει, σε νουάρ και έψαχνα να ανακαλύψω ετούτου του μυστηρίου νήματος την μπερδεμένη άκρη. «Ας συναντηθούμε! Τι λες;» «Ας είναι καλύτερα το βράδυ της Τετάρτης!» «Ας γίνει! Καλημέρα!» Ευχές, ειδοποιήσεις, προσταγές. Ακόμα δεν είχα τις λέξεις της με τη φωνή της συνδυάσει. Ακόμα έψαχνα τον τόνο της. Ακόμα το ρυθμό μου αναζητούσα.
Όπως μέσα στη νύχτα. Όπως εκεί, κάτω από τα σεντόνια μου. Όπως στις παρυφές της φύσης της, εξερευνούσα, χαρτογραφούσα, ανακάλυπτα, της μαγεμένης ηδονής της τον παλμό. Τι θέλεις; Τι είναι αυτό που προτιμάς; Ύστερα, τι υπάρχει; Μετά από αυτούς εδώ εμάς, ποιοι εμείς μας περιμένουμε στου νήματος την άλλη κομποδεμένη άκρη; «Ας αφουγκραστούμε τον κοινό μας το ρυθμό!» «Ας παίξουμε!» «Ας γίνει! Καλημέρα!»
Γύρισα στο πλάι και την είδα να κοιμάται ακόμα χαμογελαστή. Ποιος ήξερε τι έβλεπε; Προσπάθησα να φανταστώ. Να καταλάβω τι ήταν αυτό που έκρυβε αυτό το δελφινίσιο το χαμόγελο. Την φίλησα στις άκριες των χειλιών της. Σιγά, προσεκτικά, αθόρυβα. Να μη χαλάσω αυτήν την όμορφη καμπύλη, την σπαράσσουσα. Πως βρέθηκες εσύ εδώ; Ποιος σου άνοιξε την πόρτα; Ποιος σε έφερε στο σπίτι μου, στην πόλη μου, σε αυτό το μαξιλάρι;
Ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά, άρχισε να χτυπάει η νέα συσκευή μου. Πάτησα το αθόρυβο, φιμώνοντας, όπως μπορούσα βιαστικά, όλον τον έξω κόσμο. Κοίταξα τα μηνύματα. Με έψαχναν. Έπρεπε να πάω στο γραφείο. Είχα υποτίθεται μια καθημερινότητα. Πήγα να σηκωθώ, μα είδα το στήθος της να φανερώνεται μέσα από τα σεντόνια. Με κοίταζε. Μπορεί να είχε τα μάτια της κλειστά, μα οι θηλές εκείνες ακόμα ξαγρυπνούσαν.
Έσκυψα και τις φίλησα. Αυτό μάλλον το ένιωσε. Είδα καλά την ίσαλο γραμμή του στόματος της να κυματίζει επικίνδυνα. Ζαλίστηκα. Μια πρωινή νοσταλγική ναυτία. Θυμήθηκα πως μόλις είχαμε συναντηθεί. Πριν από λίγες ώρες. Θυμήθηκα πως ήταν σα να γνωριζόμαστε μισή ζωή και κάτι. Θυμήθηκα όλα αυτά που θέλησα να ζήσω. Μια ανάμνηση τερπνή απροσδιόριστη από ένα κάποιο μέλλον. Σηκώθηκα. Σηκώθηκε κι ο κόσμος μου μαζί μου.
Ενώ περίμενα να γίνει ο καφές, άρχισα να κοιτάζω τα χθεσινά μηνύματα. Σα να έπαιζα, λέει, σε νουάρ και έψαχνα να ανακαλύψω ετούτου του μυστηρίου νήματος την μπερδεμένη άκρη. «Ας συναντηθούμε! Τι λες;» «Ας είναι καλύτερα το βράδυ της Τετάρτης!» «Ας γίνει! Καλημέρα!» Ευχές, ειδοποιήσεις, προσταγές. Ακόμα δεν είχα τις λέξεις της με τη φωνή της συνδυάσει. Ακόμα έψαχνα τον τόνο της. Ακόμα το ρυθμό μου αναζητούσα.
Όπως μέσα στη νύχτα. Όπως εκεί, κάτω από τα σεντόνια μου. Όπως στις παρυφές της φύσης της, εξερευνούσα, χαρτογραφούσα, ανακάλυπτα, της μαγεμένης ηδονής της τον παλμό. Τι θέλεις; Τι είναι αυτό που προτιμάς; Ύστερα, τι υπάρχει; Μετά από αυτούς εδώ εμάς, ποιοι εμείς μας περιμένουμε στου νήματος την άλλη κομποδεμένη άκρη; «Ας αφουγκραστούμε τον κοινό μας το ρυθμό!» «Ας παίξουμε!» «Ας γίνει! Καλημέρα!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου