Τα περισσότερα παιδιά, όταν τα ρωτούν, «ποιον αγαπάς πιο πολύ, τη μαμά ή το μπαμπά;», συνήθως απαντούν, «μα, και τους δυο το ίδιο!». Ιδίως όταν ένας από τους δυο γονιούς βρίσκεται μπροστά και προσποιείται πως αδιαφορεί για του παιδιού του την απάντηση.
Κάποια παιδιά τολμούν και επιλέγουν τις πιο πολλές φορές εκείνον από τους δυο που ασχολείται μαζί τους περισσότερο ή αντίθετα τον άλλο που πιο πολύ τους λείπει.
Είναι και κάποια άλλα παιδιά που δυσκολεύονται πολύ να απαντήσουν ή που μουγκρίζουν, «κανέναν από τους δυο!» ή που θυμώνουν και ρίχνουν κουτουλιά στον άτυχο που είπε να τους κάνει μια τέτοια άσχημη ερώτηση.
Τέλος υπάρχει και η Δήμητρα, που αν κάποιος σκεφτεί και κάτι τέτοιο τη ρωτήσει, αυτή θα βάλει τότε σίγουρα τα γέλια, θα τσιμπήσει το μάγουλο του «κύριου περίεργου» και θα του πει, «εγώ όλο τον κόσμο αγαπώ, μπαμπάδες και μαμάδες, μα αυτοί, γαμώτο, δεν το ξέρουνε και πάει τόσο άδικα χαμένη τόση αγάπη!».
Η Δήμητρα είναι μόλις τεσσεράμισι χρονών και στο σχολείο ακόμα δεν πηγαίνει. Έχει μια πανέμορφη μαμά, έναν μπαμπά πανέξυπνο και δυο αδέρφια μεγαλύτερα που τη φωνάζουνε «μικρή» κι αυτό τη νευριάζει. Όμως τα αγαπάει τα αδέρφια της και ξέρει πως δε φταίνε αυτά που τόσο πολύ αργήσανε οι γονείς της στον κόσμο να τη φέρουν.
Η αδερφή της είναι δεκαεπτά χρονών και ετοιμάζει να δώσει εξετάσεις για να φύγει από το σπίτι και να πάει να ζήσει σε άλλη πόλη. Οι εξετάσεις αυτές πρέπει να είναι δύσκολες και θέλει στ’ αλήθεια διάβασμα πολύ για να μπορέσει κανείς να φύγει από το σπίτι του.
Ο αδερφός της είναι ένα χρόνο πιο μικρός, αλλά αυτός δε φαίνεται να βιάζεται να πάει αλλού να ζήσει, αφού διαβάζει σπάνια και κάνει τους γονείς του να θυμώνουν. Αυτός συνέχεια λείπει και κάθε βράδυ γυρίζει σπίτι όλο και πιο αργά.
Η Δήμητρα πιστεύει πως και τα δυο αδέρφια της έχουν το ίδιο στόχο. Να φύγουν από το σπίτι και να πάνε να μείνουνε αλλού. Απλώς, ο αδερφός της το κάνει σιγά-σιγά, στα μουλωχτά, ενώ η αδερφή της ετοιμάζεται για να το κάνει μια και έξω.
Ο μπαμπάς της Δήμητρας είναι μηχανικός και όλο και κάτι μηχανεύεται, αν και τώρα τελευταία αρχίζει να γκρινιάζει πως δεν έχει, λέει, πολύ δουλειά. Πριν ένα χρόνο γκρίνιαζε επειδή είχε πολύ δουλειά και γύριζε στο σπίτι συνέχεια κουρασμένος. Είπαμε, είναι έξυπνος, αλλά καμιά φορά αυτός ο μπαμπάς δεν ξέρει τι θέλει.
Η μαμά της Δήμητρας, εκτός από μια όμορφη μαμά, έχει και ένα μαγαζί στο κέντρο όπου πουλάει ρούχα. Κι αυτή έχει αρχίσει να γκρινιάζει τελευταία, πως έχει πέσει η δουλειά και πως ο κόσμος δεν έχει πια λεφτά να βγει για να ψωνίσει. Αλλά η μαμά, ακόμα κι όταν γκρινιάζει, γκρινιάζει όμορφα, οπότε δεν πειράζει.
Το σπίτι όπου μένει η Δήμητρα και η οικογένειά της βρίσκεται σε ένα από τα όμορφα προάστια της πόλης, που η μαμά και ο αδερφός της τα θεωρούνε βαρετά, ενώ ο μπαμπάς και η μεγάλη αδερφή λένε πως είναι ασφαλή και ήρεμα. Παλιά –πριν γεννηθεί η Δήμητρα- έμεναν εκεί που τώρα μένει η γιαγιά, πολύ κοντά στο κέντρο. Τα μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας θυμούνται ακόμα την παλιά τους γειτονιά και διηγούνται διαρκώς αστεία επεισόδια από τα χρόνια του παλιού τους του σχολείου. Αυτό η Δήμητρα βρίσκει πως είναι άδικο και λέει συνέχεια στο μπαμπά και στη μαμά πως κάποια στιγμή θα πρέπει να μετακομίσουν πάλι. Δε μπορεί με τίποτα να συμβιβαστεί με την ιδέα πως ενώ τα αδέρφια της έζησαν δύο παιδικές ζωές, αυτή θα ζήσει μόνο μία.
Το σπίτι της γιαγιάς, όπου έμενε παλιά η οικογένεια, είναι αυτό που ονομάζει η μαμά, «το πατρικό μου». Το δικό του πατρικό σπίτι ο μπαμπάς το λέει «το χωριό» και βρίσκεται πολύ μακριά και ο δρόμος έχει ένα σωρό στροφές, που κάνουνε τη Δήμητρα συνέχεια να ζαλίζεται και που εκεί μένει η άλλη η γιαγιά, η άλλη Δήμητρα, που όλο μιλάει λίγο παράξενα και που μυρίζει σαν το ζεστό ψωμί μόλις το αγοράσει η μαμά και λέει στη Δήμητρα, «σταμάτα να τσιμπολογάς!», αλλά της Δήμητρας στ’ αλήθεια της αρέσει.
Η Δήμητρα, από τη μέρα που γεννήθηκε, έχει συνέχεια μια έμμονη ιδέα. Γιατί πρέπει να ζει μονάχα μια ζωή; Γιατί πρέπει να ζει μόνο σε ένα σπίτι; Γιατί να έχει μία και μόνη οικογένεια; Και τι συμβαίνει στα σπίτια των άλλων των παιδιών; Τι δώρα τους κάνουν οι δικοί τους; Τι παραμύθια του λένε πριν να κοιμηθούν;
Η Δήμητρα έχει μια φίλη κολλητή, την Αντιγόνη. Αυτή έχει την πιο παράξενη οικογενειακή ζωή από όλα τα παιδιά που η Δήμητρα γνωρίζει. Η Αντιγόνη μεγαλώνει ταυτόχρονα σε δύο σπίτια και ζει μαζί με δύο οικογένειες. Η μια οικογένεια είναι η δικιά της, ο δικός της μπαμπάς και η μαμά που κάποτε την έφεραν στον κόσμο. Η άλλη οικογένεια που κατοικεί σε ένα διαμέρισμα στην ακριβώς απέναντι πολυκατοικία είναι η οικογένεια ενός άλλου κοριτσιού που πέθανε πολύ μικρό και που επειδή οι γονείς του στενοχωρήθηκαν για αυτό πολύ, υιοθέτησαν με κάποιο τρόπο τη μισή την Αντιγόνη. Έτσι όταν η Αντιγόνη κοιμάται το ένα βράδυ στο ένα σπίτι και το επόμενο στο άλλο και άλλοτε τρώει με τους πραγματικούς της τους γονείς και άλλοτε με τους γονείς της άλλης. Και έχει και δύο παιδικά δωμάτια και από το παράθυρο του ενός μπορεί κανείς να δει το άλλο. Αδέρφια η Αντιγόνη δεν έχει ούτε στη μια ούτε στην άλλη οικογένεια, αλλά κι οι τέσσερις γονείς της την αγαπούν πολύ κι αυτή επίσης πολύ τους αγαπάει. Η Δήμητρα ζηλεύει την Αντιγόνη, αλλά αν είναι για να αποκτήσει κι αυτή μια δεύτερη παράλληλη οικογένεια να πρέπει πρώτα να πεθάνει κάποιο άλλο κοριτσάκι, καλά είναι και έτσι, δεν πειράζει. Καμιά φορά, έτσι για να τρομάξει λίγο τη φιλενάδα της, της λέει να έχει το νου της, πως θα έρθει κανένα βράδυ το φάντασμα του άλλου κοριτσιού και θα ζητήσει πίσω το δωμάτιό του. Τότε συνήθως η Αντιγόνη κλαίει και η Δήμητρα αμέσως αρχίζει να την παρηγορεί και να της λέει, «Άντε, ρε χαζή! Αφού το ξέρεις πως δεν υπάρχουνε φαντάσματα…».
Μια μέρα που είχε κατέβει με τη μαμά στο κέντρο να ψωνίσουνε, η Δήμητρα είδε κάποιους ανθρώπους που φορούσανε άσχημα ρούχα και παλιά και που κοιμόντουσαν πάνω στο πεζοδρόμιο. Αυτό της φάνηκε παράξενο, πρώτον γιατί έκανε κρύο, ενώ ο κόσμος θα πρέπει να κοιμάται σε ζεστά δωμάτια, δεύτερον γιατί είχε πολύ θόρυβο και φως και δε μπορούσε να καταλάβει πως μπορούσαν να κοιμούνται μέσα στο χαμό και τρίτον γιατί την ώρα εκείνη οι άνθρωποι δεν πρέπει να κοιμούνται, αλλά να είναι στη δουλειά ή έστω στο σχολείο. Τη μέρα εκείνη η Δήμητρα έμαθε τη λέξη «άστεγοι» και όταν μετά άκουσε τη μαμά της να της εξηγεί πως οι άστεγοι αυτοί δεν έχουν σπίτι και πως κοιμούνται όπου βρουν, της έκανε μεγάλη εντύπωση. Δεν ήξερε όμως αν έπρεπε να προτείνει στη μαμά να πάρουν κάποιους από αυτούς στο σπίτι τους ή να ζηλέψει που αυτοί μπορούν να κοιμηθούν κάθε φορά και σε άλλο μέρος. Κι ενώ το πάλευε ακόμα μέσα στο μυαλουδάκι της, πέρασε ένα αυτοκίνητο κι έτσι όπως πέρασαν οι ρόδες του με φόρα μέσα σε μια λακκούβα, έκανε μούσκεμα έναν από τους άστεγους. Η Δήμητρα στενοχωρήθηκε κι έσφιξε αμέσως το χέρι της μαμάς και ανέβαλε τη σκέψη της για αργότερα.
Την άλλη μέρα η Δήμητρα πήγε σε ένα από τα σπίτια της Αντιγόνης για να παίξουνε. Όταν βαρέθηκαν τα παζλ και τον κομπιούτερ, η φίλη της είπε πως έχει ένα ωραίο καινούριο επιτραπέζιο στο άλλο σπίτι της απέναντι. Τότε η Δήμητρα θύμωσε ξαφνικά πολύ και έδωσε στη φίλη της ένα δυνατό χαστούκι. «Τι πάθατε, κορίτσια, και φωνάζετε;», ρώτησε από την κουζίνα μια από της μαμάδες της Αντιγόνης. «Τίποτα, κυρία Νίτσα ή Παρασκευή», απάντησε η Δήμητρα στ’ αλήθεια συγχυσμένη, ενώ δείχνοντας απειλητικά στην Αντιγόνη την παλάμη της, την έπεισε να πάψει να φωνάζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου