Πριν από δεκαεννιά χρόνια, χθες το βράδυ, πήγα να δω μια ταινία σε έναν συνοικιακό κινηματογράφο θερινό – ήτανε καλοκαίρι. Είχα ξεμείνει μόνος μου σε ολόκληρη την πόλη. Ακόμα και το προσωπικό του σινεμά έλειπε σε διακοπές – όχι και τόσο επαγγελματικό εκ μέρους τους. Μόνος μου έβγαλα εισιτήριο. Μόνος μου μπήκα στην αυλή – η ταινία είχε ήδη ξεκινήσει να παίζει από μόνη της. Πήγα στο μπαρ. Κι εκεί κανείς. Έσπασα το ψυγείο και πήρα μια μπύρα. Κάθισα μπροστά. Καλού κακού έκλεισα και τον ήχο στο τηλέφωνό μου. Άναψα ένα τσιγάρο.
Πριν από δεκαπέντε
χρόνια, εικοσιέξι λεπτά αργότερα, ήρθε μια γυναίκα και κάθισε από πίσω μου
ακριβώς. Γύρισα και τη ρώτησα μήπως την ενοχλώ. Εκείνη έβγαλε τα μαύρα της
γυαλιά και σκούπισε τα μάτια της. Τα μάτια της ήταν πράσινα – έτσι μου φάνηκαν,
δηλαδή… στο σινεμά, στα ψέματα, όλα τα μάτια είναι πράσινα. Ύστερα ξαναγύρισα
και της έδειξα τη μπύρα μου. Της είπα ότι το ψυγείο στο μπαρ είναι ανοιχτό.
Εκείνη έβαλε τα γέλια. Η ταινία που βλέπαμε, όμως, ήταν δραματική. Οι ηθοποιοί
σταμάτησαν να παίζουν. Σαν να παρεξηγήθηκαν.
Μετά ήρθε και
ένας άλλος τύπος και κάθισε δίπλα στη γυναίκα. Γύρισα και τη ρώτησα αν την
ενοχλεί. Εκείνη μου απάντησε πως είναι ο άντρας της ζωής της. Ορκίστηκα να μην
ασχοληθώ ξανά και επέστρεψα στη μπύρα μου. Στο μεταξύ, οι ηθοποιοί ξανάρχισαν
να παίζουν, αν και αρκετά πιο βαριεστημένα από πριν. Ο τύπος από πίσω μου
ρώτησε τότε τι είχε χάσει. Η γυναίκα δεν απάντησε, οπότε κατάλαβα πως
απευθυνότανε σε μένα. Χωρίς να γυρίσω αυτή τη φορά άρχισα να αφηγούμαι μια
ιστορία που μόλις εκείνη τη στιγμή είχα επινοήσει. Οι ηθοποιοί στην ταινία
σταμάτησαν ξανά.
Μόλις τελείωσα
την ιστορία μου –την άφησα επίτηδες να εκκρεμεί σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο
σημείο- οι ηθοποιοί έκαναν έναν κύκλο και αγκαλιάστηκαν. Μιλούσανε ψιθυριστά,
σαν να συνωμοτούσαν. Πού και πού, κάποιος γυρνούσε και κοιτούσε προς το μέρος
μου. Ύστερα, ο πιο διακεκριμένος από αυτούς χτύπησε παλαμάκια και όλοι
επέστρεψαν στις θέσεις τους. Κάποιος ξερόβηξε. Κάποιος άλλος έβγαλε μέσα από το
πουκάμισό του ένα φυλαχτό και το φίλησε. Μετά άρχισαν να παίζουν την ιστορία
μου από το σημείο ακριβώς όπου την είχα αφήσει.
Η ιστορία, όμως,
και πάλι ήταν δραματική. Και η μπύρα μέσα στο μπουκάλι έβραζε. Σηκώθηκα να πάρω
μίαν άλλη. Θέλετε κάτι από το μπαρ, ρώτησα το ζευγάρι που καθόταν πίσω μου. Η
γυναίκα μού απάντησε πως δεν είναι ζευγάρι και σκούπισε ξανά τα μάτια της. Ο
τύπος ούτε που με κοίταξε. Η ιστορία –η δικιά μου ιστορία- τον είχε συνεπάρει.
Πήγα στο μπαρ. Πήρα μια μπύρα και ένα σακουλάκι πατατάκια με γεύση σκοτωμένο καλοκαίρι.
Επέστρεψα στη θέση μου. Ένα φως στην πολυκατοικία απέναντι άναψε και έσβησε
τέσσερις φορές. Εσύ ήσουν – το ξέρω.
Πριν από
δεκαεπτά χρόνια, μισό λεπτό πριν το διάλειμμα, κι ενώ στην ταινία συμβαίναν
αδιανόητες ανατροπές, παρατήρησα στον ουρανό, πάνω από την οθόνη ένα
κατακόκκινο αστέρι. Γύρισα και ρώτησα τους από πίσω μου αν το έβλεπαν κι
εκείνοι. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι της και είπε πως είμαστε όλοι μας χαμένοι.
Ο τύπος άνοιξε το στόμα του επιτέλους, και αφού έβγαλε έναν αναστεναγμό, είπε
πως είναι ο Αλφεράτζ, ο πιο φωτεινός αστέρας στο σύμπλεγμα της Ανδρομέδας. Τον
ρώτησα πού το ξέρει. Εκείνος αναστέναξε ξανά. Η γυναίκα έγειρε προς το μέρος
του, τον χάιδεψε στο μάγουλο και θυμωμένη μού είπε να κοιτάω τη δουλειά μου.
Στο διάλειμμα
βγήκα έξω στον δρόμο. Περπάτησα γύρω από το τετράγωνο ψάχνοντας για λεφτά. Λίγο
πριν φτάσω ξανά στην είσοδο του κινηματογράφου, βρήκα τελικά ένα πορτοφόλι κάτω
από τη ρόδα ενός αυτοκινήτου. Το τράβηξα, το άνοιξα. Είχε μέσα ένα σωρό
κατακόκκινα χαρτονομίσματα. Άρχισα να τα μετράω. Ένα τραγούδι άρχισε να
ακούγεται από ένα ανοιχτό παράθυρο. Σήκωσα το κεφάλι μου και το τραγούδι
σώπασε. Έβαλα τα λεφτά στην τσέπη. Τα χέρια μου είχαν γίνει επίσης κατακόκκινα.
Προσπάθησα να σκουπιστώ και λέρωσα και το πουκάμισό μου. Το τραγούδι πάνω από
το κεφάλι μου ξανάρχισε.
Πριν από έντεκα
χρόνια, Παρασκευή προς Σάββατο, μπήκα ξανά στο σινεμά. Οι ηθοποιοί στη οθόνη
κάθονταν και περίμεναν. Κάποιοι έπαιζαν χαρτιά. Κάποιον τον είχε πάρει ο ύπνος.
Ο πιο διακεκριμένος από αυτούς, αν και ο χαρακτήρας που υποδυόταν είχε πριν το
διάλειμμα σκοτωθεί, μόλις με είδε, σαν να ξαναζωντάνεψε. Σφύριξε στους άλλους και
αμέσως άρχισαν ξανά να παίζουν. Προχώρησα προς τη θέση μου, την όποια όμως την
είχε καταλάβει ο τύπος που πιο πριν καθόταν πίσω μου. Κάθισα στη δικιά του. Η
γυναίκα, δίπλα μου τώρα πια, μου ζήτησε να της κρατάω το χέρι μέχρι να
τελειώσει η ταινία, το καλοκαίρι και ολόκληρος ο κόσμος. Δέχτηκα.
Πριν από δέκα
χρόνια, Αύγουστο –πάντα Αύγουστο- είχα πάει να δω μια ταινία σε έναν
κινηματογράφο συνοικιακό. Αν και η ταινία στην αρχή δεν παρουσίαζε κανένα
ενδιαφέρον, από ένα σημείο και μετά έγινε τόσο θανάσιμα ανιαρή, που ένιωσα να
σταματάει η καρδιά μου. Ύστερα σήκωσα το βλέμμα μου πάνω από την οθόνη και
άρχισα να παρατηρώ τον Αλφεράτζ, τον πιο λαμπρό αστέρι στο σύμπλεγμα της
Ανδρομέδας. Ρώτησα τον τύπο που καθότανε μπροστά μου –παρέλειψα να πω ότι δεν
ήμουν και τόσο μόνος τελικά- και με διαβεβαίωσε ότι αυτός όντως είναι ο
Αλφεράτζ, ο αστέρας προστάτης των κλεφτών και των πορτοφολάδων.
Πριν από οκτώ
χρόνια, την ώρα που γράφονται ετούτες οι γραμμές, είδα ξαφνικά ένα άλλο φως
περίπου ισοδύναμο να διασχίζει τον ουρανό και να πηγαίνει καταπάνω στο αστέρι
μου. Σκούντηξα τον τύπο που από το διάλειμμα και μετά καθόταν πια στην μπροστινή
μου θέση. Αυτό είναι αεροπλάνο, μου απάντησε. Μα τι συμβαίνει εκεί πάνω; Πώς
είναι δυνατόν; Δεν βλέπουν ότι αν συνεχίσουν την πορεία αυτή θα συγκρουστούν με
τον Αλφεράτζ; Τι επιπολαιότητα! Ο τύπος γέλασε. Η γυναίκα δίπλα μου άφησε το
χέρι μου και σκούπισε τα μάτια της. Ύστερα παρατήρησε την παλάμη της. Ήτανε
κατακόκκινη. Κοιταχτήκαμε. Ντράπηκα.
Στο μεταξύ, στην ταινία οι ηθοποιοί είχανε πάλι σταματήσει να παίζουν και κοιτούσαν κι αυτοί τον ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους. Κάποιοι, πιο φιλότιμοι, προσπάθησαν να εντάξουν το αστρικό επεισόδιο στην εξέλιξη του έργου – παραδόξως, με κάποιον τρόπο, ταίριαζε. Σύντομα, όμως, τα παράτησαν κι αυτοί και άρχισαν να βάζουνε στοιχήματα για το αν θα γίνει τελικά ή θα αποφευχθεί η σύγκρουση. Ο τύπος μπροστά μου σηκώθηκε και φώναξε: Μα τι βλακείες είναι αυτές; Τι έχετε πάθει όλοι σήμερα; Ο πιο διακεκριμένος από τους ηθοποιούς τού απάντησε στον ίδιο τόνο. Ο τύπος έσφιξε τις γροθιές του και κινήθηκε προς την οθόνη. Ο ηθοποιός έβγαλε τα γυαλιά και το σακάκι του. Οι υπόλοιποι μπήκαν ανάμεσά τους για να αποτρέψουν τα χειρότερα – κι ας ήταν όλα από την αρχή ξεκάθαρα προδιαγεγραμμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου