Περπατάω στην αγορά. Ένας τύπος περνάει από δίπλα μου τρέχοντας και φωνάζοντας «τα όνειρά μου, ρε, τα όνειρά μου...». Στην αρχή νομίζω ότι μιλάει στο τηλέφωνο, κι όπως το συνηθίζω, προσπαθώ να μαντέψω τον υπόλοιπο διάλογο. Λίγο μετά ο τύπος σταματάει να φωνάζει. Κοντοστέκεται και έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να τον φτάσω. Ενώ περνάω τώρα εγώ από δίπλα του, τον βλέπω να έχει στο χέρι ένα κομμάτι χαρτί και να το κοιτάζει σαστισμένος. Απέναντι, ένας έμπορος έχει βγει στο κατώφλι του καταστήματός του και χαμογελώντας χτυπάει με το δείκτη τον κρόταφό του, σαν να λέει «είναι τρελός ο άνθρωπος». Αν και το ξέρω πως υπάρχει κίνδυνος να μπλέξω, ρωτάω τον «άνθρωπο» μήπως χρειάζεται βοήθεια. Αυτός, μου δίνει το χαρτί, χωρίς να με κοιτάξει, και επαναλαμβάνει, διακριτικά και χαμηλόφωνα αυτή τη φορά «τα όνειρα, τα όνειρά μου...». Το χαρτί είναι γεμάτο αριθμούς, προσθέσεις κι αφαιρέσεις. Σκέφτομαι ότι έχω μπροστά μου ένα μυστήριο που πρέπει να λύσω επειγόντως, αλλά δεν έχω ιδέα από πού πρέπει να ξεκινήσω. Διστάζω και καθυστερώ. Αυτός αρπάζει ξανά το χαρτί από τα χέρια μου και συνεχίζει να τρέχει και να μιλάει μόνος του. Εγώ συνεχίζω να προσπαθώ να μαντέψω τον υπόλοιπο διάλογο που γίνεται εκεί μέσα στο κεφάλι του. Στο κατώφλι του καταστήματος απέναντι, η χαμογελαστή μορφή του εμπόρου σβήνει σιγά σιγά κι εξαφανίζεται. Στο τέλος, αντί για το χαμόγελό του, μένει μονάχα ένα δάχτυλο που συνεχίζει να χτυπάει περιπαικτικά πάνω σε κάποιο όνειρο, ρε, σε κάποιο όνειρο αόρατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου