-Καλά, δεν θα
πιστέψεις τι έγινε σήμερα.
-Τι έγινε;
-Ήμουν που λες στο στέκι και περίμενα τη Μαρίνα. Και εκεί που περίμενα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας τύπος, ψηλός, μελαχρινός, με ένα στυλ πολύ κινηματογραφικό, σαν τον Λευτέρη Νίκολσον. Όλοι γυρίζουν και τον κοιτούν. Αυτός αδιάφορος. Πλησιάζει τη σερβιτόρα και τη ρωτάει κάπως επιδεικτικά: «Πέρασε η Μαρίνα από εδώ;» «Όχι», του λέει η σερβιτόρα, «αλλά θα έρθει όπου νάναι». Το ξέρω, θα μπορούσε να ρωτάει για οποιαδήποτε Μαρίνα –εντάξει, δεν είναι και το σπάνιο όνομα- αλλά εγώ κόλλησα. Ένιωσα πως ήταν η δικιά μου. Τέλος πάντων, κάθεται ο τύπος, παραγγέλνει και καφέ και περιμένει. Λίγο μετά, φτάνει και η Μαρίνα. Μπαίνει στο μαγαζί και έρχεται προς το τραπέζι μου. Και έτσι όπως πλησιάζει, περνάει δίπλα από το τραπέζι του τύπου και αυτός σηκώνεται όρθιος και της κόβει τον δρόμο. Τον βλέπει η Μαρίνα και αλλάζει χίλια χρώματα. Ο τύπος δεν χάνει χρόνο. Γονατίζει, βγάζει ένα δαχτυλίδι από την τσέπη, πιάνει το χέρι της Μαρίνας και τη ζητάει σε γάμο. «Μα», μόλις που καταφέρνει να ψελλίσει η Μαρίνα. «Μαρίνα, τι γίνεται εδώ;», πετάγομαι κι εγώ από δίπλα. Μπαίνει και το ΙΚΑ εκείνη τη στιγμή και ζητάει από τη σερβιτόρα τα χαρτιά της. Η οποία σερβιτόρα, ξέρεις, είναι γκόμενα αυτού που έχει το μαγαζί και δουλεύει μαύρα. Αν ήταν παντρεμένοι δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Σύζυγοι και συγγενείς πρώτου βαθμού μπορούν να δουλευουν και ανασφάλιστοι. Τέλος πάντων, το πρόστιμο το φάγανε. Ένα πεντακοσάρικο η σερβιτόρα και ένα χιλιάρικο το μαγαζί. Μαλακία, ε;
-Και με τη Μαρίνα και τον τύπο τι έγινε;
-Α, όλα καλά. Παρεξήγηση. Άλλη Μαρίνα έψαχνε. Εντάξει, δεν είναι και το συνηθισμένο όνομα.
-Μάλιστα. Να σε ρωτήσω κάτι που δεν κατάλαβα;
-Τι;
-Ποιος είναι ο Λευτέρης Νίκολσον;
-Σοβαρά τώρα; Δεν ξέρεις τον Λευτέρη Νίκολσον;
-Όχι.
-Α, καλά. Τζάμπα μιλούσα τόσην ώρα.
-Τι έγινε;
-Ήμουν που λες στο στέκι και περίμενα τη Μαρίνα. Και εκεί που περίμενα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας τύπος, ψηλός, μελαχρινός, με ένα στυλ πολύ κινηματογραφικό, σαν τον Λευτέρη Νίκολσον. Όλοι γυρίζουν και τον κοιτούν. Αυτός αδιάφορος. Πλησιάζει τη σερβιτόρα και τη ρωτάει κάπως επιδεικτικά: «Πέρασε η Μαρίνα από εδώ;» «Όχι», του λέει η σερβιτόρα, «αλλά θα έρθει όπου νάναι». Το ξέρω, θα μπορούσε να ρωτάει για οποιαδήποτε Μαρίνα –εντάξει, δεν είναι και το σπάνιο όνομα- αλλά εγώ κόλλησα. Ένιωσα πως ήταν η δικιά μου. Τέλος πάντων, κάθεται ο τύπος, παραγγέλνει και καφέ και περιμένει. Λίγο μετά, φτάνει και η Μαρίνα. Μπαίνει στο μαγαζί και έρχεται προς το τραπέζι μου. Και έτσι όπως πλησιάζει, περνάει δίπλα από το τραπέζι του τύπου και αυτός σηκώνεται όρθιος και της κόβει τον δρόμο. Τον βλέπει η Μαρίνα και αλλάζει χίλια χρώματα. Ο τύπος δεν χάνει χρόνο. Γονατίζει, βγάζει ένα δαχτυλίδι από την τσέπη, πιάνει το χέρι της Μαρίνας και τη ζητάει σε γάμο. «Μα», μόλις που καταφέρνει να ψελλίσει η Μαρίνα. «Μαρίνα, τι γίνεται εδώ;», πετάγομαι κι εγώ από δίπλα. Μπαίνει και το ΙΚΑ εκείνη τη στιγμή και ζητάει από τη σερβιτόρα τα χαρτιά της. Η οποία σερβιτόρα, ξέρεις, είναι γκόμενα αυτού που έχει το μαγαζί και δουλεύει μαύρα. Αν ήταν παντρεμένοι δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Σύζυγοι και συγγενείς πρώτου βαθμού μπορούν να δουλευουν και ανασφάλιστοι. Τέλος πάντων, το πρόστιμο το φάγανε. Ένα πεντακοσάρικο η σερβιτόρα και ένα χιλιάρικο το μαγαζί. Μαλακία, ε;
-Και με τη Μαρίνα και τον τύπο τι έγινε;
-Α, όλα καλά. Παρεξήγηση. Άλλη Μαρίνα έψαχνε. Εντάξει, δεν είναι και το συνηθισμένο όνομα.
-Μάλιστα. Να σε ρωτήσω κάτι που δεν κατάλαβα;
-Τι;
-Ποιος είναι ο Λευτέρης Νίκολσον;
-Σοβαρά τώρα; Δεν ξέρεις τον Λευτέρη Νίκολσον;
-Όχι.
-Α, καλά. Τζάμπα μιλούσα τόσην ώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου