Το σχολικό έτος 2015-16 το πέρασα διαρκώς μετακινούμενος. Τυπικά
η έδρα μου ήταν –και είναι ακόμα, δηλαδή- στον Βολο. Ουσιαστικά, ωστόσο, τις
πιο πολλές μέρες της βδομάδας βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη, όπου και νοίκιαζα
πλέον στο κέντρο το δικό μου διαμέρισμα. Επίσης, μία φορά τη βδομάδα δούλευα
στη Λάρισα στα εργαστήρια του Δήμου και ένα τριήμερο κάθε μήνα πήγαινα και
έκανα μαθήματα στο Θέατρο στα Γιάννενα. Αυτά, μαζί με ένα σωρό άλλες μικρότερες
και μεγαλύτερες, τακτικές και άτακτες, διαδρομές και αποστάσεις, με έκαναν να αποκτήσω
μια άλλη σχέση με το Ανταμομπίλ, μες στο οποίο πλέον ένιωθα πως ζούσα. Μέχρι
που κάποια στιγμή άρχισα να του γράφω και ιστορίες.
Όταν, όμως, έφτασε το καλοκαίρι του 2016, είχα πια τόσο πολύ
κουραστεί από τα συνεχόμενα ταξίδια που έλεγα πως πλέον λαχταρώ να περάσω τις
διακοπές μου όσο πιο αμετακίνητος γίνεται. Έτσι, όχι μόνο απέρριπτα κάθε πρόταση
για ένα νέο οδικό ταξίδι στα Βαλκάνια, αλλά κόντευα να απαρνηθώ σχεδόν το
περιηγητικό μου παρελθόν λέγοντας πως όλα αυτά δεν ήταν παρά άσκοπες σπατάλες χρόνου,
χρημάτων και ενέργειας και γενικά παλαβωμάρες.
Μέχρι που ένα βράδυ –μπορεί να ήταν και μεσημέρι, δεν έχει
σημασία- μου σκάει ξαφνικά ένα μήνυμα από το Βέλγιο: «Έρχομαι Ελλάδα τέλος
Ιουλίου. Τι λες; Πάμε κανένα ρόουνττριπ;» Το διάβασα και «ευθύς η κούρασις,
η ανία, η σκέψεις φύγανε». «Ναι, ρε, εννοείται», απάντησα, «πάμε στο Σεράγεβο.»
Όπως
με τον Κωστή, έτσι και με τον Βαγγέλη είχα κάνει ήδη ένα καλό οδικό ταξίδι,
επιστρέφοντας τα Χριστούγεννα του 2011 από το Παρίσι στον Βόλο μέσω Ντιζόν,
Λυών, Τορίνο, Μπολόνιας και φυσικά Ανκόνας και Ηγουμενίτσας. Η αλήθεια είναι
ότι αν και εγώ πέρασα τότε πολύ καλά, σε εκείνον δεν του έμειναν και οι
καλύτερες αναμνήσεις, αφού κάπου εκεί, στις όχθες του Ροδανού, άρπαξε ένα
γενναίο κρυολόγημα και έφτασε σχεδόν ημιθανής στον τελικό προορισμό μας –
θάρθει η ώρα κάποτε να γράψω και για αυτά και τότε θα γελάσουμε.
Και
ενώ αρχίσαμε να σχεδιάζουμε το ταξίδι μας, προέκυψαν δυο σημαντικές
ιδιαιτερότητες που θα το έκαναν να διαφέρει πολύ τόσο από αυτά που είχανε
προηγηθεί όσο και από τα άλλα που ακολούθησαν. Πρώτον, ο Βαγγέλης αποφάσισε να
μην βγάλει εισιτήριο αεροπορικό για την Ελλάδα αλλά για τη Ριέκα της Κροατίας,
η οποία βρίσκεται στην πινέζα του χάρτη των Βαλκανίων, ζητώντας μου να πάω και
να τον μαζέψω από εκεί και ύστερα να αρχίσουμε να κατηφορίζουμε τη Δαλματική
ακτή μέχρι να φτάσουμε στο ύψος του Σεράγεβου και από εκεί να μπούμε στη
Βοσνία. Το δέχτηκα με κάποια επιφύλαξη, αφού δεν λέω, ωραία η περιπέτεια, αλλά
ακόμα τόσο μεγάλο ταξίδι χωρίς συνοδηγό δεν είχα –και δεν έχω ακόμα- δοκιμάσει.
Δεύτερον, δυο μέρες πριν ξεκινήσω να ανηφορίζω από τη Θεσσαλονίκη τα Βαλκάνια
ήρθε δεύτερο μήνυμα, από την Πάτρα αυτή τη φορά, με σχεδόν ίδιο περιεχόμενο με
εκείνο του Βελγίου: «Τι σχέδια έχεις για διακοπές; Αν πας κανένα ρόουνττριπ, υπολόγισε
κι εμένα.» Έτσι, ενώ λυνόταν το πρόβλημα της μοναχικής διαδρομής ως τη Ριέκα,
αμέσως άλλο θέμα μού προέκυπτε. Πώς κάνεις τέτοιο ταξίδι παρέα με δυο
συνεπιβάτες που δεν γνωρίζονται και ενδεχομένως να μην ταιριάζουν καθόλου
μεταξύ τους; Ε, τι να πω; Πάμε, ξερωγώ, και βλέπουμε. «Μεθαύριο φεύγω για
Κροατία και Βοσνία», του απάντησα. «Τι λες; Προλαβαίνεις να ετοιμαστείς και να
έρθεις με το κτελ ως τη Θεσσαλονίκη;»
Δυο
μέρες μετά περνούσαμε με τον Γκιούλο τα σύνορα στη Γευγελή και κατευθυνόμασταν
προς το Βελιγράδι, όπου και θα διανυκτερεύαμε, πριν συνεχίσουμε για βορειότερα
με κατεύθυνση το Ζάγκρεμπ. Το θέαμα του εξωφρενικά πηγμένου αυτοκινητοδρόμου
στην αντίθετη κατεύθυνση, που πήγαινε προς το Αιγαίο, σε αντίθεση με την έρημη
σχεδόν δική μας, με έκανε να αισθανθώ ότι βρίσκομαι για ακόμα μια φορά στη
σωστή πλευρά του δρόμου.
Στο
Βελιγράδι φτάσαμε το απόγευμα και πήγαμε κατευθείαν στην ούλιτσα Κουμπρίνα και
στο διαμέρισμα που νοίκιαζα όσο έγραφα το «Για μια χούφτα δηνάρια». Ο Δημήτρης
εντυπωσιάστηκε με την άνεση που έδειχνα κυκλοφορώντας στους δρόμους της
σερβικής πρωτεύουσας. Η αλήθεια είναι ότι εξακολουθούσα να νιώθω μια αφύσικη
σχεδόν οικειότητα με το όλο περιβάλλον. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να επιστρέφω
πιο τακτικά σε αυτό, όπως και στα αντίστοιχα των Βρυξελλών και της Μαδρίτης.
Στις πόλεις, δηλαδή, που δεν τις έχω απλώς επισκεφτεί, αλλά που νομίζω πως τις
έχω με κάποιον τρόπο ζήσει.
Επειδή
δεν θα μέναμε εκεί παρά ελάχιστες ώρες και την επόμενη πρωί-πρωί έπρεπε να
συνεχίσουμε την πορεία μας, βγήκαμε σχεδόν αμέσως βόλτα. Ο Δημήτρης είχε
κανονίσει να συναντηθεί με μια φίλη του βελιγραδιώτισσα, η οποία για να μην μας
παιδέψει μάλλον βάζοντάς μας να ψάχνουμε ιδανικό σημείο για ραντεβού, μας είπε
να πάμε να τη βρούμε στο Λέιλα – το αγαπημένο μου μπαρ στο Βελιγράδι.
Δεν
υπάρχει πιο ευτυχισμένη στιγμή για έναν ταξιδιώτη από το να ξαναεπίσκεπτεται
μέρη που έχει αγαπήσει και όχι μόνο να τα βρήσκει όπως τα άφησε, αλλά να νιώθει
ότι όσο έλειπε, όσος καιρός και αν έχει στο μεταξύ περάσει, ένα κομμάτι του
εαυτού του εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί και του κρατούσε θέση μέχρι να
επιστρέψει και ο υπόλοιπος.
Το
επόμενο πρωί σηκωθήκαμε νωρίς, ήπιαμε έναν βιαστικό καφέ στο παρακείμενο και
επίσης αγαπημένο Αμελί, ψωνίσαμε προμήθειες από το πεκάρα της γειτονιάς και
φύγαμε.
Στα
πρώτα διόδια που συναντήσαμε ο σέρβος υπάλληλος είχε όρεξη για πλάκες και μας
ρώτησε πού πηγαίνουμε. Όταν του απαντήσαμε, αυτός αμέσως ξίνισε. «Μπέογκραντ,
Μπέογκραντ, Μπέογκραντ», επανέλαβε πολλές φορές. Κατά τη γνώμη του, εάν θέλαμε
να περιηγηθούμε στην παλαιά Γιουγκοσλαβία, δεν είχαμε παρά να γυρίσουμε πίσω
και να εξαντλήσουμε τουριστικώς την ίδια την πρωτεύουσα.
Η
διαδρομή πάνω στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει το Βελιγράδι με το Ζάγκρεμπ –ένα
από τα κατασκευαστικά καμάρια του παλαιού καθεστώτος- μες στο κατακαλόκαιρο
έμοιαζε με έργο τέχνης, με τα ατέλειωτα χωράφια των ηλίανθων στα αριστερά και
των καλαμποκιών στα δεξιά του δρόμου. Στάσεις δεν κάναμε πολλές, αλλά το όλο
τοπίο μού είχε προκαλέσει μια τέτοια ραθυμία που παραλίγο να μας σταματήσει η
τροχαία για επικίνδυνη βραδυπορία.
Έτσι
φτάσαμε έξω από το Ζάγκρεμπ την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να ήμασταν ήδη στη
Ριέκα. Έστειλα στον Βαγγέλη ένα μήνυμα ότι θα καθυστερήσουμε λίγο και περιοριστήκαμε
στο να μια αβλαβή διέλευση μέσα από την πρωτεύουσα της Κροατίας, χαζεύοντάς την
απλώς μέσα από τα παράθυρα. Την επόμενη φορά καλύτερα.
Μετά
το Ζάγκρεμπ το τοπίο άλλαξε απότομα και οι πλατιές πεδιάδες έδωσαν τη θέση τους
στα βουνά και σε μια μακρά εναλλαγή από γέφυρες και τούνελ. Στο μεταξύ ο
Βαγγέλης, που είχε πια προσγειωθεί, μάλλον ανησυχούσε και έστελνε διαρκώς
μηνύματα. «Τώρα, τώρα», του απαντούσα, «φτάνουμε.»
Και
φτάσαμε επιτέλους στη Ριέκα, την πόλη με την πιο εντυπωσιακή είσοδο που είχα ως
τότε συναντήσει. Χτισμένη σε ένα επίπεδο πολύ πιο χαμηλό από αυτό του
αυτοκινητοδρόμου, έπρεπε να ακολουθήσουμε κάποια από τις εισόδους της που
έμοιαζαν με ασφάλτινους γκρεμούς και στη συνέχεια να την παρακάμψουμε μέσω του
περιφερειακού της δικτύου για να κατευθυνθούμε σε ένα από τα συνδεόμενα με
γέφυρες νησιά που την περιτριγυρίζουν, όπου και βρίσκεται το ταπεινό, μα πάντως
διεθνές, αεροδρόμιό της.
Όταν
φτάσαμε εκεί και παρκάραμε έξω από τον χώρο των αφίξεων, δεν χρειάστηκε να
ψάξουμε πολύ για να βρούμε τον Βαγγέλη, αφού ήδη τον ακούγαμε από μακριά να
μιλάει –για την ακρίβεια να φωνάζει- στα ελληνικά σε κάποιον στο τηλέφωνο.
Θυμίζω ότι οι δυο συνταξιδιώτες μου ακόμα δεν γνωρίζονταν, οπότε και εγώ είχα
μια σχετική αγωνία μην τυχόν και δεν τα βρουν, μην δεν ταιριάξουνε τα γούστα
τους, και για ασήμαντη, που λένε, αφορμή χαλάσει όλο το ταξίδι. Ο Βαγγέλης μάς
είδε, έκλεισε το τηλέφωνο και με κεκτημένη ταχύτητα από τη συνομιλία που μόλις
είχε τόσο απότομα διακόψει, με ρώτησε ρητορικά «πού είσαι, ρε μαλάκα».
Ισχύει
πως έτσι όπως το κωλοβαρέσαμε, τον είχαμε στήσει κανένα δίωρο τουλάχιστον και
ότι το Σπλιτ ή το Ζαντάρ, όπου σκοπεύαμε να μείνουμε το βράδυ εκείνο, απείχαν
ακόμα αρκετά και σίγουρα η νύχτα θα μας προλάβαινε στον δρόμο. Και εδώ που τα
λέμε ή τέλος πάντων εκεί που τα λέγαμε, η Ριέκα φαινόταν, από μακριά
τουλάχιστον, ωραία και ενδιαφέρουσα. Μήπως να διανυκτερεύαμε εκεί και να μην
την προσπερνούσαμε έτσι αδιάφορα και –λέμε τώρα- βιαστικά χωρίς να την
επισκεφτούμε; Και κάπως έτσι, πριν καν προφτάσω να κάνω τις συστάσεις, μπήκαμε
ξανά μες στο Ανταμομπίλ και πήραμε τον δρόμο για το κέντρο.
Μόνο
που λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο, χωρίς τους ξενοδόχους για την ακρίβεια,
αφού βρισκόμασταν σε ένα από τα πιο γνωστά θέρετρα της Αδριατικής, μέσα στη χάι
σήζον, και μέχρι να βρούμε διαθέσιμο δωμάτιο, μας βγήκε λίγο η πίστη. Τελικά βρήκαμε
κάτι, μόνο που αυτό δεν ήταν δωμάτιο ξενοδοχείου ακριβώς, αλλά ένα μέρος όπου
φιλοξενούνταν προσωρινά διάφοροι άρτι αποφυλακισθέντες καθώς και άτομα που
παρακολουθούσαν προγράμματα απεξάρτησης και έμοιαζε όντως με ίδρυμα ή κάτι
τέτοιο ελάχιστα τουριστικό, αν και είχε θέα προς τη θάλασσα, που σίγουρα θα την
απολαμβάναμε, αν δεν είχαν να καθαρίσουν τα παράθυρα από την εποχή του Τίτο.
Εντάξει, ήταν σίγουρα φτηνό, αλλά συνήθως σε τέτοια μέρη πληρώνεσαι και δεν
πληρώνεις για να μείνεις. Πάντως, έτσι όπως τα είχαμε καταφέρει, ήταν η μόνη
λύση, εάν δεν θέλαμε να κοιμηθούμε μέσα στο αμάξι ή στην ύπαιθρο. Βολευτήκαμε,
λοιπόν όσο καλύτερα μπορούσαμε, κάναμε και ένα μπάνιο και βγήκαμε να γνωρίσουμε
λίγο καλύτερα την πόλη.
Η
Ριέκα, όπως και οι άλλες πόλεις της Δαλματικής, αισθητικά είναι πιο πολύ
ιταλική παρά βαλκάνια. Περπατώντας το βράδυ στο ιστορικό της κέντρο, ειλικρινά
σου φαίνεται παραξενο που ακούς τριγύρω να μιλάει ο κόσμος σλάβικα. Ενδεχομένως
αντίστοιχες σκέψεις να κάνει και ένας ξένος που επισκέπτεται την Κέρκυρα, ας
πούμε και σε όλα τα άλλα τα λιμάνια στη Μεσόγειο από όπου πέρασαν οι
βενετσιάνοι και έκαναν το κομμάτι τους.
Κατά
τη διάρκεια της βόλτας μας είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν κάπως και οι δυο
συνταξιδιώτες μου, που μέχρι τότε ακόμα συμπεριφέρονταν σαν ξένοι που έτυχε να
μοιράζονται τον ίδιο χώρο υποδοχής σε κάποιο ιατρείο ξεφυλλίζοντας παλιά
περιοδικά και κοιτάζοντας συνέχεια την ώρα. Για να βοηθήσω την κατάσταση και να
τους φέρω πιο κοντά άρχισα να αναφέρω τυχαία διάφορα κοινά χαρακτηριστικά τους:
ότι είναι άντρες και οι δυο, ότι έχουν και οι δυο από μία αδερφή, ότι και οι
δυο είναι αρτιμελής, ότι και οι δυο ανήκουν στο μόνο σωζόμενο υποείδος του χόμο
σάπιενς και ότι αμφότεροι ανήκουν στη σπάνια κατηγορία ανθρώπων που τους έχει
αφιερωθεί ένα ολόκληρο dreamtiger
(το «Σαν το χασαπόσκυλο» στον Βαγγέλη, το «20.000 λεύγες κάτω απ’ότι χάλασα»
στον Δημήτρη»). Εντάξει, αν το συνέχιζα, παίζει να βγαίνανε και σόι.
Και
αφού φάγαμε, ήπιαμε, περπατήσαμε και βγάλαμε και μερικές φωτογραφίες από κάτι
μνημεία που λίγες ώρες πιο νωρίς αγνοούσαμε την ύπαρξή τους και ελάχιστα λεπτά
μετά θα τα είχαμε ξεχάσει, είπαμε να επιστρέψουμε στο ίδρυμα και να την πέσουμε,
γιατί την επόμενη μέρα μάς περίμεναν ακόμα περισσότερα και δυσκολότερα
χιλιόμετρα.
Πρωινό
ο παράξενος ξενώνας μας δεν πρόσφερε, αλλά είχε παντού σε κάθε διάδρομο αυτά τα
βρωμερά μηχανήματα που φτιάχνουνε κάτι σαν καφέ, το οποίο προσωπικά λατρεύω.
Είχε φέρει μαζί του και κάτι σοκολάτες κοτ ντ’ορ από το Βέλγιο ο Βαγγέλης. Κάναμε
ένα μικρό πικνίκ εκεί έξω στα σκαλάκια με τους υπόλοιπους τρόφιμους να μας
κοιτούν και να αναρωτιούνται από πού το σκάσαμε και ύστερα φορτώσαμε τα
πράγματα και ξεκινήσαμε για νότια.
Στον
δρόμο κάναμε τρεις μεγάλες στάσεις και ως συνήθως καμιά δεκαριά μικρότερες. Η
πρώτη από τις σημαντικές ήταν στο Σμίλιαν, το χωριό του Νίκολα του Τέσλα, για
να επισκεφτούμε το μουσείο του, το οποίο δεν είναι τόσο ενδιαφέρον όσο
ακούγεται, αλλά επειδή είχα ήδη επισκεφτεί το αντίστοιχο στη Σερβία, γέλασα
λίγο με τον τρόπο που οι παλαιογιουγκοσλάβοι πασχίζουν να αποδείξουν την επιμέρους
εθνική καταγωγή των άξιων τέκνων της παλαιάς ενιαίας χώρας τους.
Η
δεύτερη μεγάλη στάση ήταν στο Ζαντάρ. Εκεί, περιπλανώμενοι μέσα στα στενά
μεσαιωνικά δρομάκια, είδαμε κάπου μια αναμνηστική επιγραφή για κάποιους
παρτιζάνους που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης.
Το μνημείο ήταν άγρια βανδαλισμένο με βρισιές –δεν χρειάζεται να μιλας τη
γλώσσα για να καταλαβαίνεις τις «κακές» της λέξεις- και ναζιστικά ιδεογράμματα.
Σταθήκαμε για να το φωτογραφίσουμε και αμέσως εμφανίστηκε από το πουθενά ένας
ηλικιωμένος ντόπιος και άρχισε κάτι να μας λέει. Ο τόνος της φωνής του προέδιδε
οργή και αγανάκτηση. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι έλεγε ο παππούς, και δεν
αποκλείεται να μην μου άρεσαν τα λόγια του, εάν τα καταλάβαινα. Θα ήθελα, πάντως,
να πιστεύω ότι το ξέσπασμα του δεν ήταν παρά μια απεγνωσμένη αντίδραση της
μνήμης μπροστά στην εξάπλωση της βλακείας και της απανθρωπιάς πάνω σε αυτόν τον
νέο, ολοκαινουριο, μα τελικά όχι τόσο γενναίο κόσμο.
Η
τρίτη στάση ήταν για να ρίξουμε μια γρήγορη βουτιά σε μια ωραία παραλία λίγο
πριν από το Σπλιτ, της οποίας όμως δεν συγκράτησα το όνομα.
Αργά
πια το απόγευμα, και ενώ ήδη βλέπαμε από μακριά το Ντουμπρόβνικ, αφήσαμε τα παράλια
της Κροατίας και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε προς τη βοσνιακή ενδοχώρα. Ο στόχος
της ημέρας ήταν να φτάσουμε, όσο γινόταν πιο νωρίς, και να διανυκτερεύσουμε
στην πρώτη μεγάλη και σημαντική πόλη που βρισκόταν πάνω στον δρόμο μας για το
Σεράγεβο: το θρυλικό Μόσταρ.
Λίγο
οι δρόμοι της Βοσνίας, όμως, και πιο πολύ η κούραση, χαθήκαμε και μπερδευτήκαμε
τόσες πολλές φορές, που τελικά μας βρήκε η μαύρη νύχτα πάνω στα βουνά. Και μαζί
με νύχτα, όταν μετά ανακαλύψαμε πόσο μεγάλη αναντιστοιχία υπήρχε ανάμεσα στους
χάρτες μας και την επίσημη σηματοδότηση, ήρθε και η απελπισία. Τελικά, το
Μόσταρ το βρήκαμε μάλλον συμπτωματικά, μετά από αρκετή ανούσια περιπλάνηση,
αλλά δεν ξέρω πώς τα καταφέραμε και για ακόμα μια φορά φτάσαμε την πιο
κατάλληλη στιγμή. Με το που μπήκαμε μέσα στην πόλη και κατεβάσαμε τα παράθυρα,
ένα μουσικό πανδαιμόνιο εισέβαλε μέσα στο Ανταμομπίλ και μας έκανε αμέσως
ξεχάσουμε πως τόσην ώρα το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να βρούμε ένα κρεβάτι για
να την πέσουμε και να ξεκουραστούμε.
Έτσι,
αφού αφήσαμε το αμάξι κάπου πρόχειρα, κατεβήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε μες στα
πλακόστρωτα δρομάκια που οδηγούσαν προς την περίφημη γέφυρα της πόλης, γύρω από
την οποία είχε στηθεί ένα ξέφρενο γλέντι με ηλεκτρισμένους τσιγγάνικους σκοπούς
και άναρχους ήχους εξωτικούς, βαριά ανατολίτικους.
Το
ισλάμ εδώ πάνω στα βουνά δεν είναι μια διακριτική μειονότητα, αλλά μετά τον
πόλεμο αποτελεί το απόλυτα κυρίαρχο στοιχείο. Όσο και αν προσπαθούν, όμως, να
το προσεταιριστούν οι κραταιοί προστάτες του από την Τουρκία και την αραβική
χερσόνησο, παραμένει βαθιά βαλκανικό και τελικά με έναν τρόπο μοναδικά δικό του
ευρωπαϊκό, αν όχι και παγκόσμιο. Το βλέπεις αυτό παντού, στην εξωστρέφια των
απλών ανθρώπων, στη διάθεσή των νέων να λησμονήσουν τις αφηγήσεις μίσους των
γονιών και των παππούδων τους, στην επιθυμία τους να μοιραστούν με τους
επισκέπτες τον πολιτισμό τους, όχι για να τους επιβάλουν και να τους αποδείξουν
μια κάποια ανωτερότητα, αλλά για να κερδίσουν οι ίδιοι από αυτή την μοιρασιά.
Να επανακτήσουν, δηλαδή, με έναν τρόπο πιο αρμονικό αυτό το ανακάτεμα που
κάποτε μόνο το γιουγκοσλαβικό κεκτημένο μπορούσε να τους επιβάλλει.
Η
ώρα, όμως, είχε περάσει και έπρεπε να βρούμε κάπου ένα κατάλυμα. Ευτυχώς,
υπήρξαμε σταλήθεια τυχεροί, αφού εξαιτίας του πανηγυριού η πόλη είχε
κατακλυστεί από επισκέπτες, και βρήκαμε εύκολα σχετικά τρία κρεβάτια σε ένα
πεντάκλινο δωμάτιο ενός ξενώνα. Οι άλλοι δυο αναγκαστικοί συγκάτοικοι δεν
μαζευτήκαν παρά τα ξημερώματα, έτσι δεν χρειάστηκε να κοινωνικοποιηθούμε
περαιτέρω και πέσαμε για ύπνο σαν τα κούτσουρα.
Επειδή
μέσα στην περιπλάνηση είχαμε ξεχάσει να τραφούμε, την επόμενη μέρα μάς ξύπνησε
η πείνα μας και χωρίς να χάσουμε χρόνο αφήσαμε το χόστελ και σπεύσαμε να
αδειάσουμε τα ράφια του πλησιέστερου φούρνου. Μετά καθίσαμε να πιούμε έναν καφέ
με θέα ξανά την γέφυρα του Μόσταρ. Το βομβαρδισμένο και επανακατασκευασμένο
μνημείο και σημείο αναφοράς της πόλης και ολόκληρης της χώρας εκείνη τη στιγμή
λειτουργούσε ως βατήρας για βουτιές κάποιων παράτολμων τουριστών, ενώ από κάτω
στις όχθες του Νερέτβα η γιορτή της προηγούμενης βραδιάς σιγόκαιε ακόμα, αφού
μια ομάδα από τσιγγανόπουλα συνέχιζαν να τραγουδούν και να χορεύουν ασυνάρτητα.
Και τότε ξαφνικά άρχισε να ψιλοβρέχει.
Μέχρι
να φτάσουμε στο Ανταμομπίλ, η ντροπαλή ψιχάλα είχε μετατραπεί σε ένα μικρό
κατακλυσμό που έμοιαζε σαν να μας λέει πως ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε. Άλλωστε,
είχαμε να διασχίσουμε αρκετά βουνά μέχρι να φτάσουμε ως το Σεράγεβο, το οποίο,
για να μην ξεχνιόμαστε, παρέμενε ο βασικός προορισμός μας. Στην έξοδο του
Μόσταρ, στον τοίχο ενός σχολείου, είδα μέσα από το αμάξι βιαστικά μια σειρά από
μεταποκαλυπτικά γκράφιτι και συνθήματα. «Μάλλον πρέπει κάποια στιγμή να
ξαναπεράσω από εδώ», γύρισα και είπα στους συνταξιδιώτες μου, που ακόμα ήταν
απασχολημένοι με το να μασουλούν τα παραδοσιακά μοσταριανά προϊόντα που είχαμε
ψωνίσει.
Ο
δρόμος για το Σεράγεβο υπήρξε, για μένα τουλάχιστον, η πιο ωραία στιγμή
ολόκληρου του ταξιδιού. Μέσα από μια μαρκά διαδοχή κοιλάδων και ημιορεινών
διαβάσεων, σε ένα ταλαιπωρημένο από τον χρόνο και την Ιστορία οδικό δίκτυο, με τη
βροχή να δίνει ακόμα τον ρυθμό, αλλά και να ανεβάζει τον συντελεστή της
δυσκολίας, η διαδρομή αυτή εξελισσόταν σε ένα έργο τέχνης εν κινήσει. Και μόνο
για τέτοιου είδους ταξιδιωτικές εμπειρίες αξίζει να επιμένει, να αναζητά και να
επισκέπτεται κανείς τα ελάχιστα πια ακατέργαστα τμήματα της γηραίας ηπείρου.
Και τότε άναψε στο αμάξι η ένδειξη που λέει «βάλε βενζίνη άμεσα, αλλιώς, αν
θες, συνέχισε τη βόλτα με τα πόδια».
Σταματήσαμε
στο πρώτο βενζινάδικο που βρήκαμε, όπου παραλίγο να αφήσουμε και τα κόκκαλά μας,
όταν λόγω μίας γελοίας παρεξήγησης, στην προσπάθειά μας να εξηγήσουμε δια της
νοηματικής στη συμπαθή πωλήτρια πως θέλουμε παγάκια για τον καφέ μας, αυτή
κάλεσε αμέσως σε βοήθεια την πολυμελή της οικογένεια δια τα περαιτέρω. Και αφού
γλιτώσαμε με ελάχιστες απώλειες (είπα να μην επιμείνω πιο πολύ και να τους
χαρίσω, ως δείγμα καλής θέλησης, τα ρέστα) ο δρόμος για την πολύπαθη βοσνιακή πρωτεύουσα
ήταν πια ανοιχτός μπροστά μας.
Η
πρώτη αίσθηση που σου δίνει το Σεράγεβο, όταν το επισκέπτεσαι, είναι αυτή του
ζόφου και της καταχνιάς. Αν και βρισκόμασταν μες στο καλόκαιρο, αν και ακόμα
ήτανε μεσημέρι και η βρόχη είχε πια κοπάσει, μια αποπνικτική μαυρίλα μάς έπιασε
από τον λαιμό με το μπήκαμε στην πόλη. Με εμφανή ακόμα τα σημάδια από τον
εμφύλιο, με τα βουνά να κρέμονται σαν απειλή τριγύρω του και με την πιο
αποτρόπαιη δόμηση των εργατικών του συνοικιών να χτίζει ένα αισθητικό τείχος
φαινομενικά απροσπέλαστο, το μόνο που έλειπε ήταν μια επιγραφή στην είσοδο που
να λέει «εσείς που εισέρχεστε εδώ, αφήστε πίσω σας κάθε ίχνος ελπίδας».
Όσο
πλησιάζαμε προς το ιστορικό κέντρο, τα πράγματα γίνονταν κάπως πιο φωτεινά και
ευοίωνα, αλλά και πάλι ήταν φανερό πως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια προσπάθεια
των Βόσνιων να ρίξουν πάνω από την πρωτεύουσά τους ένα κάπως πιο φιλικό τουριστικό
προκάλυμμα. Στο μεταξύ, η πρόσφατη ανάμνηση της ηλιόλουστης δαλματικής ακτής, όπου
μόλις την προηγούμενη μέρα τριγυρνούσαμε, έδινε στο ταξίδι μια νότα παραλογισμού
που δυσκολευόμασταν ακόμα να επεξεργαστούμε. Πόσοι πολλοί κόσμοι διαφορετικοί
είχαν στριμωχτεί μέσα σε αυτήν την κάποτε ενιαία χώρα; Πόση πολλή Ιστορία
μπορούσε ακόμα να χωρέσει αυτή η τόσο μπουκωμένη από αλληεξουδετερωμένες
αφηγήσεις παρανοϊκή χερσόνησος;
Το
χόστελ όπου καταλύσαμε στο κέντρο της πόλης, στο εμπορικό κομμάτι της, θύμιζε
περισσότερα τα αντίστοιχα όπου είχα μείνει στο παρελθόν στη Δυτική Ευρώπη. Εάν
τραβούσε κάποιος τις κουρτίνες και έκλεινε με ωτοασπίδες τα αυτιά του εύκολα θα
μπορούσε να φαντασιωθεί πως βρίσκεται στο Βερολίνο ή το Άμστερνταμ. Αυτή η
αντίθεση ανάμεσα σε υπαίθριο και στεγασμένο χώρο θα την παρατηρούσαμε μετά
παντού σε όλο το Σεράγεβο. Στην πόρτα του δωματίο μας ήταν κολλημένο ένα
αναμνηστικό σηματάκι από την χειμερινή Ολυμπιάδα του ’84, τη μασκότ της οποίας
θα τη συναντούσαμε μετά ακόμα και στα πιο απίθανα σημεία. Έμοιαζε σαν να
προσπαθούσαν οι Βόσνιοι να πουν στους ξένους επισκέπτες: «Κοιτάξτε, δεν ήμασταν
πάντα τόσο επαρχιώτες, απρόσιτοι και απομονωμένοι. Κάποτε, ακόμα και
Ολυμπιακούς Αγώνες είχαμε στην πόλη μας φιλοξενήσει.»
Αφού
βολευτήκαμε στο δωμάτιο, βγήκαμε να βρούμε για να φάμε κάτι πιο στέρεο και
υγιεινό από τα σνακ που είχαμε τις προηγούμενες ημέρες τόσο ασυλλόγιστα
βουλιμικά καταναλώσει. Τελικά μετά από ενδελεχή αναζήτηση, καταλήξαμε σε ένα
συμπαθητικό ανατολίτικο φαγάδικο που μες σε καπνούς και σε βρισιές και τούρκικες
σημαίες σέρβιρε κάτι εκπληκτικά και εκρηκτικά εδέσματα.
Όλη
την υπόλοιπη μέρα την περάσαμε περιπλανώμενοι, άλλοτε αναζητώντας τη γέφυρα
όπου ο Γκαβρίλο ο Πρίντσιπ δολοφόνησε τον Φραντς τον Φέρντιναντ και άλλοτε
ανακαλύπτοντας τυχαία τοποθεσίες στις οποίες θυμόμασταν να αναφερονται συχνά τα
δελτία ειδήσεων της δεκαετίας του ’90. Το μουσουλμανικό στοιχείο της πόλης ήταν
πια τόσο έντονα αναβαθμισμένο που συνυπολογίζοντας σε αυτό τους πολυπληθείς
τούρκους και άραβες τουρίστες καταλάβαινες πως γύρω από τον μύθο αυτής της
πόλης εντέχνως πια κατασκευαζόταν ένα ιερό και προσκυνηματικό περίβλημα. Ένα
αφήγημα μαρτυρικότητας μέσα από το οποίο οι Βόσνιοι επεδίωκαν να εισπράξουν μια
ιστορική υπεραξία.
Κάποια
στιγμή ο Γκιούλος, νομίζω, επεσήμανε πόσο μακρυά από τη Μέκκα βρίσκονται όλα
αυτά τα τζαμιά και τα τεμένη για να του απαντήσει ο Βαγγέλης –μπορεί να ήμουν
και εγώ- πως εάν δεν τους σταμάταγαν τους Τούρκους έξω από τη Βιέννη, αυτό το
αστικό τοπίο σήμερα μπορεί και να το συναντούσαμε ακόμα και στο Όσλο. Και
ύστερα πήγαμε να καπνίσουμε έναν άργιλε να πάνε τα σεκλέτια κάτω.
Βαρυφορτωμένοι
από την πολλή Ανατολή, πιο αργά είπαμε να επιστρέψουμε στο πιο δυτικοευρωπαϊκό
κομμάτι της πόλης και να πιούμε μια μπύρα στην άιρις παμπ που βρισκόταν δίπλα
στο χόστελ μας. Εκεί, κάποια στιγμή, πιάσαμε κουβέντα με έναν από τους
διπλανούς θαμώνες, ο οποίος αφού κουράστηκε να προσπαθεί να καταλάβει τι σόι
γλώσσα μιλούσαμε, είπε να μας ρωτήσει.
Η
κουβέντα με τον τύπο ήταν μια αληθινή αποκάλυψη. Αν και αρκετά νέος για να
μπορεί να κουβαλάει με ασφάλεια τις προσωπικές του αναμνήσεις από τη διάλυση
της χώρας και τον πόλεμο, μας περιέγραψε μέσα σε ελάχιστα λεπτά ολόκληρη την
πονεμένη ιστορία του τόπου και των ανθρώπων του και με έναν τρόπο μάλιστα τόσο
σκληρά αυτοσαρκαστικό που ειλικρινά δεν ήξερες αν έπρεπε να γελάσεις με τα
λεγόμενά του ή τον χτυπήσεις συμπονετικά στην πλάτη. Αυτός, πάντως, φάνηκε να
διασκεδάζει με την αμηχανία μας και έβαλε τα γέλια συμπαρασύροντας και την
παρεά του, που μέχρι τότε ελάχιστη μας είχε δώσει σημασία. Και όταν εμείς του
κάναμε την ερώτηση του ενός εκατομυρρίου («πότε πιστεύεις ότι ήτανε καλύτερα,
πριν ή τώρα;»), αυτός χωρίς κανέναν δισταγμό σηκώνοντας στον αέρα το ποτήρι του
απάντησε: «Τη βλέπετε αυτην την μπύρα; Ξέρετε πόσο κοστίζει; Τόσο ακριβώς όσο
και το μεροκάματό μου. Και σκεφτείτε ότι δουλεύω σαν το σκυλί όλη τη μέρα. Αλλά
πριν άιρις παμπ δεν είχαμε και ο πατέρας μου μού έχει πει ότι η γιουγκοσλάβικες
οι μπύρες ήτανε σκέτο κάτουρο. Δεν ξέρω. Εσείς τι θα διαλέγατε; Εγώ, πάντως, αυτό
το πριν που λέτε δεν το έζησα. Κι εδώ στην παμπ άρχισα κάποτε να έρχομαι όχι
για τα ποτά ή για τις γκόμενες, αλλά για να μαθαίνω αγγλικά από τα τραγούδια.
Από την άλλη, κάθε φορά που μιλάμε για το πριν με τον πατέρα μου, ξέρετε τι
είναι αυτό που μου λέει ότι του λείπει περισσότερο; Οι φίλοι του!»
Λίγο
αργότερα, και ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι μου, άρχισα να στριφογυρίζω μες στο
κεφάλι τα λόγια αυτά και ένα απρόσκλητο αίσθημα ντροπης ήρθε και άραξε πλάι στο
μαξιλάρι μου.
Την
επόμενη μέρα έπρεπε, δυστυχώς, να αφήσουμε πίσω το Σεράγεβο και να επιστρέψουμε
στο Βελιγράδι. Για να γίνει αυτό είχαμε δυο επιλογές: Ή να ταξιδέψουμε από την πιο
σύντομη οδό που περνούσε μέσα από τα σερβοβοσνιακά αυτόνομα εδάφη ή να
κατευθυνθούμε και πάλι προς τα βόρεια και αφού περάσουμε ξανά για λίγο μέσα από
την Κροατία να πάρουμε τον κεντρικό οδικό άξονα που είχαμε διασχίσει με τον
Γκιούλο τρεις μέρες πριν ανάποδα πηγαινοντας να βρούμε τον Βαγγέλη. Η πρώτη
διαδρομή μάς φαινόταν πολύ πιο λογική και ενδιαφέρουσα, αλλά όταν ζητήσαμε τη
συμβουλή του τύπου που κρατούσε τον ξενώνα, αυτός μας εξόρκισε να μην
διανοηθούμε να πάμε από εκεί γιατί θα μπλέξουμε άσχημα. Και όταν τον ρωτήσαμε
τι εννοεί και μήπως υπερβάλλει, μας έδειξε τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό
του και είπε: «Θα μπλέξετε, πιστέψτε με. Να, κοιτάξτε. Κι εγώ Σέρβος είμαι.»
Τον
πιστέψαμε. Αποχαιρετήσαμε με έναν καφέ στο πόδι το Σεράγεβο και πήραμε τη
δεύτερη διαδρομή, κατευθυνόμενοι προς το βορειοανατολικό τμήμα της χώρας. Η
αλήθεια είναι ότι και πάλι περάσαμε μέσα από περιοχές που ελέγχει η
σερβοβοσνιακή διοίκηση, αλλά εντάξει, δεν πάθαμε και τίποτα. Ο δρόμος βέβαια
ήταν άθλιος, αλλά όχι χειρότερος από αυτόν που είχαμε την προηγούμενη μέρα
διασχίσει ερχόμενοι από το Μόσταρ. Μόνο που εκεί υπήρχε τριγύρω μας και ένα γοητευτικό
τοπίο και έτσι δεν δίναμε και τόση σημασία στην ποιότητα του οδοστρώματος.
Ύστερα
από λίγες ώρες αδιάφορης διαδρομής βρισκόμασταν ξανά στην Κροατία και από εκεί
αρχίσαμε να κατηφορίζουμε ξανά προς το Αιγαίο. Πρακτικά το ταξίδι μας είχε
ολοκληρωθεί, αλλά η απόσταση μέχρι τη Θεσσαλονίκη ακόμα ήταν μεγάλη. Εάν
οδηγούσε κάποιος από τους συνταξιδιώτες μου και μοιραζόμασταν τον χρόνο στο
τιμόνι, μπορεί και να το πλακώναμε και μέχρι τα μεσάνυχτα να ήμασταν στο σπίτι.
Από την άλλη όμως, καθόλου δεν βιαζόμασταν. Και έπειτα, πώς γίνεται να περνάς
έξω από το Βελιγράδι και να αντιστέκεσαι στον πειρασμό να το επισκεφτείς και να
το περπατήσεις, κι ας είναι η δωδέκατη φορά μέσα σε τρία χρόνια ή ακόμα και η
δεύτερη μέσα σε πέντε μέρες.
Λίγες
ώρες αργότερα, αραγμένοι στα τραπεζάκια έξω από το Αμελί, το μόνο ανοιχτό μπαρ
στη γειτονιά ίσως και ένα από τα ελάχιστα σε ολόκληρη την πόλη, που τώρα πια
έμοιαζε λίγο με την Αθήνα μες στον Δεκαπενταύγουστο, κάναμε έναν απολογισμό της
περιοδείας μας και βγάζαμε κάποια πρόχειρα συμπεράσματα σχετικά με την παράλογη
αυτή την τάση των ανθρώπων να θέλουν να βρίσκονται παντού και πουθενά
ταυτόχρονα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου