Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

προσεχώς, βόμβες στο φλαμίνγκο


Στα τέλη του καλοκαιριού του 2014 βρέθηκα για ακόμα μια φορά στο σπίτι του Νίκου στη Θεσσαλονίκη, ψάχνωντας να βρω έναν τρόπο επιτέλους για να πάψω να επισκέφτομαι αυτήν την πόλη ως περαστικός. Όμως η οριστική μου μετακόμιση εδώ θα αργούσε ακόμα έναν χρόνο, αφού ακόμα απουσίαζε η βασική της προϋπόθεση. Έτσι, προς το παρόν συνέχιζα να παριστάνω τον τουρίστα, επιδιδόμενος μάλιστα, παρέα με τον Νίκο, στο παράδοξο είδος του «νεκροταφειακού» τουρισμού. Συμμαχικό νεκροταφείο στο Ζεϊτέλνικ, ινδικό νεκροταφείο στον Δενδροπόταμο, νεκροταφείο Βογομίλων στη Χαλκηδώνα, γενικά δεν είχαμε αφήσει ψυχή στην περιοχή που να μην την ενοχλήσουμε.
Το πρωί εκείνο ο Νίκος με ξύπνησε προτείνοντας μου με ενθουσιασμό να πάμε να δούμε από κοντά κάποιο από τα στρατιωτικά κοιμητήρια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που βρίσκονται κοντά στα σύνορα, εκεί όπου πριν έναν αιώνα απλωνόταν η γραμμή του Μακεδονικού Μετώπου. 
Έτσι, ξεκινήσαμε για τα βόρεια του Νομού Κιλκίς και μετά από μια όχι και τόσο σύντομη στάση στο Γυναικόκαστρο και την ώρα που ξεσπούσε μια αιφνίδια αυγουστιάτικη μπόρα, εμείς φτάναμε στη Δοϊράνη. Βρήκαμε το νεκροταφείο των πεσόντων συμμάχων μας, που είναι δίπλα ακριβώς στο συνοριακό φυλάκιο, το επισκεφτήκαμε στα γρήγορα και ύστερα, περάσαμε τα σύνορα για να δούμε τι καιρό κάνει στη γείτονα ακατονόμαστη ακόμα χώρα.
Μόλις βρεθήκαμε επί φυρομιανού εδάφους, η βροχή κόπασε και μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο παραλίμνιο χωριό είχε σταματήσει και βγήκε ξανά ο ήλιος. Όλο αυτό το θεωρήσαμε, φυσικά, ως μια ακόμα απόδειξη της διαθνούς συνωμοσίας που τόσα χρόνια εξυφαίνεται σε βάρος της ελληνικότητας και της καλοκαιρινότητας της Μακεδονίας μας. Και ύστερα, έτσι όπως ήμασταν πεινασμένοι και για άλλα πράγματα πέρα από γνώση και εμπειρίες, είπαμε να καθίσουμε σε μια από τις ταβέρνες δίπλα στη λίμνη και να δοκιμάσουμε την επίσης κλεμμένη, εννοείται, από εμάς κουζίνα των μοχθηρών γειτόνων μας.
Οι ταβέρνες, όπως και όλο το χωριό ήταν γεμάτες από οικογένειες που παραθέριζαν στη Δοϊράνη, η οποία, ενώ από τη δικιά μας πλευρά είναι μέσα στην παρακμή και την εγκατάλειψη, από τη δικιά τους είναι κανονικό τουριστικό θέρετρο, χρωματισμένο επίσης από μια γκριζοκίτρινη παρακμή, που όμως εδώ μοιάζει λίγο πιο θελτκική ή έστω λίγο πιο ενδιαφέρουσα. Μια εξήγηση για αυτήν την διαφορά βρήκα, νομίζω, στο ύφος του σερβιτόρου, όταν ήρθε να πάρει παραγγελία και έκπληκτος ανακάλυψε ότι είμαστε Έλληνες. Το αμήχανο «και πώς και ήρθατε ως εδώ;» εύκολα μπροούσε να μεταφραστεί ως εξής: «Τι γυρεύετε εδώ πέρα στα λιμνάζοντα νερά; Αφού εσεις έχετε θάλασσα.»
Τέλος πάντων, φάγαμε, ήπιαμε, πληρώσαμε με το ισχυρό μας νόμισμα και βγήκαμε να κάνουμε μια βόλτα στην προκυμαία. Μια σάπια βάρκα που έφερε ένα ελληνικό γυναικείο όνομα είχε προσαράξει στην ακτή και είχε μετατραπεί σε εντευκτήριο βατράχων. Μάλλον κάποιος δικός μας ψαράς από απέναντι την εγκατέλειψε και αυτή ήρθε και ζήτησε άσυλο στους σλάβους. Ο τζόγος της Ιστορίας, σκέφτηκα. Ο ίδιος τζόγος που έφερε και τόσους νέους άντρες από τις γαλλικές και αγγλικές αποικίες πριν ένα αιώνα ως εδώ για να σκοτωθούν υπερασπιζόμενοι ένα μέτωπο που άνετα θα μπορούσε να είχε στηθεί κάποιες δεκάδες χιλιόμετρα παραπάνω ή παρακάτω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου