οταν ημουν στη μαδριτη, ηταν ενα καλοκαιρινο τριημερο οπου ειχε αδειασει ολοκληρη η πολη κ εγω ειχα μεινει μονος σχεδον στο σπιτι κ στη γειτονια, αφου ακομα δεν ειχα αποφασισει αν θα επρεπε να συμπεριφερομαι ως κατοικος ή ως τουριστας. καποια στιγμη, κατα τη διαρκεια του τριημερου, ξεμεινα απο καπνο κ αναγκαστηκα να βγω για να ψαξω ανοιχτο εστανκο. εμενα τοτε στον τελευταιο οροφο μιας παλιας πολυκατοικιας, χωρις ασανσερ, κ με τον καυσωνα της καστιλλης να βαραει κατι σαρανταρια ανελεητα, απεφευγα γενικα, μεχρι να πεσει ο ηλιος, τις ασκοπες μετακινησεις.
κατεβαινοντας τη σκαλα προς το ισογειο, μου εκανε, θυμαμαι, πολυ μεγαλη εντυπωση οτι απο ολα τα διαμερισματα ακουγοταν μουσικη. ακομα κ απο εκεινα οπου στεγαζονταν γραφεια κ που τις αλλες τις μερες, τις κανονικες, ητανε παντα σιωπηλα κ εμοιαζαν ακατοικητα. καπνοπωλειο ανοιχτο δεν βρηκα πουθενα. βρηκα ομως ενα συνοικιακο καφε που πουλουσε κ τσιγαρα, κ επειδη ειχα ηδη εξαντληθει απο την αναζητηση, καθισα στο μπαρ κ παρηγγειλα εναν αμερικανο κον ιελο. επιασα κ κουβεντα με τον τυπο που το κρατουσε, με τοσο ενθουσιασμο που ηταν σαν να εξετιε ποινη, κ απο αυτον εμαθα οτι οι μαδριλενοι συνηθιζουν, οταν φευγουν απο την πολη για διακοπες, να αφηνουν ανοιχτα τα ραδιοφωνα τους για να τα ακουν οι επιδοξοι διαρρηκτες τους, να νομιζουν πως ειναι ακομα εκει κ να αποθαρρυνονται. αμεσως σκεφτηκα ποσο παραλογο ειναι αυτο το κολπο, αφου δεν μπορει οι ισπανοι διαρρηκτες να ειναι τοσο πια χαζοι που να μην το εχουν καταλαβει.
οταν επεστρεψα στο σπιτι, συνειδητοποιησα οτι το μονο διαμερισμα στην πολυκατοικια μας απο οπου δεν ακουγοταν μουσικη ητανε το δικο μου κ εσπευσα να βαλω στο λαπτοπ μου να παιζει μια λιστα. ητανε πια απογευμα κ το κτηριο απεναντι ειχε αρχισει να ριχνει τη σκια του επανω στο μπαλκονι μου. πηρα μια μπυρα απο το ψυγειο κ βγηκα εξω να χαζεψω λιγο την ερημια στον δρομο. η μουσικη απο ολα τα διαμερισματα της πολης, που εφτανε μεχρι εκει ψηλα, εμοιαζε τωρα σαν να δενει μεσα σε μια αστεια, αλλα κ σπαρακτικη ταυτοχρονα, αλλοκοτη αρμονια. σκεφτηκα ξανα τον τυπο με τον οποιο κουβεντιαζα νωριτερα στον μπαρ, τους αστεγους που συναντησα στον δρομο μου, εναν παππου που ειχα δει στο παρκο παρεα με τον σκυλο του, μια γυναικα με κοκκινο φορεμα εξω απο τη σταση του μετρο που τραγουδουσε μονη της, ακομα κ τους διαρρηκτες που ειχαν στο μεταξυ στησει αυτι εξω απο την πορτα μου. ολους αυτους που δεν μπορουσαν να πανε πουθενα. ολους αυτους, που απο αναγκη κ οχι απο καπριτσιο ή απο επιλογη, ειχαν εγκλωβιστει μεσα στα σπιτια τους κ μεσα στις ζωες τους.
κ τοτε βρηκε ανοιχτα κ τρυπωσε σαν αλλος διαρρηκτης μεσα στο κεφαλι μου η ιδεα οτι οι αδειες πολεις ανηκουν σε αυτους που περισσευουν πισω, οταν οι αλλοι, οι πολλοι, φευγουν κ τις εγκαταλειπουν, κατι τετοια καλοκαιρινα κ ανελεητα τριημερα
κατεβαινοντας τη σκαλα προς το ισογειο, μου εκανε, θυμαμαι, πολυ μεγαλη εντυπωση οτι απο ολα τα διαμερισματα ακουγοταν μουσικη. ακομα κ απο εκεινα οπου στεγαζονταν γραφεια κ που τις αλλες τις μερες, τις κανονικες, ητανε παντα σιωπηλα κ εμοιαζαν ακατοικητα. καπνοπωλειο ανοιχτο δεν βρηκα πουθενα. βρηκα ομως ενα συνοικιακο καφε που πουλουσε κ τσιγαρα, κ επειδη ειχα ηδη εξαντληθει απο την αναζητηση, καθισα στο μπαρ κ παρηγγειλα εναν αμερικανο κον ιελο. επιασα κ κουβεντα με τον τυπο που το κρατουσε, με τοσο ενθουσιασμο που ηταν σαν να εξετιε ποινη, κ απο αυτον εμαθα οτι οι μαδριλενοι συνηθιζουν, οταν φευγουν απο την πολη για διακοπες, να αφηνουν ανοιχτα τα ραδιοφωνα τους για να τα ακουν οι επιδοξοι διαρρηκτες τους, να νομιζουν πως ειναι ακομα εκει κ να αποθαρρυνονται. αμεσως σκεφτηκα ποσο παραλογο ειναι αυτο το κολπο, αφου δεν μπορει οι ισπανοι διαρρηκτες να ειναι τοσο πια χαζοι που να μην το εχουν καταλαβει.
οταν επεστρεψα στο σπιτι, συνειδητοποιησα οτι το μονο διαμερισμα στην πολυκατοικια μας απο οπου δεν ακουγοταν μουσικη ητανε το δικο μου κ εσπευσα να βαλω στο λαπτοπ μου να παιζει μια λιστα. ητανε πια απογευμα κ το κτηριο απεναντι ειχε αρχισει να ριχνει τη σκια του επανω στο μπαλκονι μου. πηρα μια μπυρα απο το ψυγειο κ βγηκα εξω να χαζεψω λιγο την ερημια στον δρομο. η μουσικη απο ολα τα διαμερισματα της πολης, που εφτανε μεχρι εκει ψηλα, εμοιαζε τωρα σαν να δενει μεσα σε μια αστεια, αλλα κ σπαρακτικη ταυτοχρονα, αλλοκοτη αρμονια. σκεφτηκα ξανα τον τυπο με τον οποιο κουβεντιαζα νωριτερα στον μπαρ, τους αστεγους που συναντησα στον δρομο μου, εναν παππου που ειχα δει στο παρκο παρεα με τον σκυλο του, μια γυναικα με κοκκινο φορεμα εξω απο τη σταση του μετρο που τραγουδουσε μονη της, ακομα κ τους διαρρηκτες που ειχαν στο μεταξυ στησει αυτι εξω απο την πορτα μου. ολους αυτους που δεν μπορουσαν να πανε πουθενα. ολους αυτους, που απο αναγκη κ οχι απο καπριτσιο ή απο επιλογη, ειχαν εγκλωβιστει μεσα στα σπιτια τους κ μεσα στις ζωες τους.
κ τοτε βρηκε ανοιχτα κ τρυπωσε σαν αλλος διαρρηκτης μεσα στο κεφαλι μου η ιδεα οτι οι αδειες πολεις ανηκουν σε αυτους που περισσευουν πισω, οταν οι αλλοι, οι πολλοι, φευγουν κ τις εγκαταλειπουν, κατι τετοια καλοκαιρινα κ ανελεητα τριημερα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου