οταν σπουδαζα στην αθηνα, εμενα σε μια πολυκατοικια στα εξαρχεια. το διαμερισμα μου ηταν στον πρωτο οροφο κ απο κατω ακριβως στο ισογειο ζουσε ενα ζευγαρι. εξι χρονια δεν ανταλλαξαμε ποτε κουβεντα, περα απο καμια αναπαντητη καλημερα που τους ελεγα καμια φορα, οταν τους συναντουσα στον διαδρομο. κ ομως ηξερα σχεδον τα παντα για αυτους, αφου τους ακουγα ολη τη μερα να τσακωνονται.
δεν λεω, καυγαδες γινονται σε ολα τα σπιτια κ ολα τα ζευγαρια εχουν τα θεματα τους, αλλα αυτοι οι δυο αληθεια το παρακανανε. απο το πρωι, οπου συνηθως με ξυπνουσαν οι φωνες τους, μεχρι το βραδυ, που με νανουριζαν γλυκα με τις βρισιες κ τις καταρες τους, αυτοι οι ανθρωποι αλλο πραγμα δεν εκαναν απο το να πλακωνονται κ να μπαζωνουν με λογια βαρια κ ασυγχωρητα τον ακαλυπτο της μελαγχολικης κ κατα τα αλλα αδιαφορης πολυκατοικιας μας. παρακολουθωντας, αθελα μου παντα, τους εντονους εκεινους διαλογους, ειχα μαθει τα παντα: το πώς -"αναθεμα την ωρα κ τη στιγμη"- γνωριστηκαν, τον τοπο της καταγωγης τους - συνηθως αποκαλουσαν ο ενας τον αλλον με γλαφυρα βουκολικα ονοματα, τις ασχολιες κ τις προτιμησεις των -τεμπεληδων, αμορφωτων, ανωμαλων κ.λπ.- πλησιεστερων συγγενων τους, τις αποψεις των -κατα κανονα κοπριτων- φιλων τους, τις διατροφικες συνηθειες τους - "παλι σκατα θα φαμε;" κ τα χομπυ τους -"μασε τωρα τα δελτια του στοιχηματος, μην στα πεταξω απο το παραθυρο". στην αρχη με ενοχλουσε ολη αυτη η αναστατωση. μετα περασα μια φαση που ανησυχουσα λιγο μην σκοτωθουνε κυριολεκτικα κ μαζευτουνε τα καναλια εξω απο την πορτα μας. υστερα τους συνηθισα. τοσο που οταν καμια σπανια φορα λιγακι ηρεμουσαν, ηθελα να κατεβω κ να τους ρωτησω μηπως επαθαν κατι.
ενα βραδυ, εκει προς το τελος των σπουδων μου, ειχε ερθει ενας φιλος απο το σπιτι μου να δουμε λιγη μπαλα. "καλα, ρε συ", μου λεει, "μπηκαμε στο πανεπιστημιο, περασανε τα χρονια κ τωρα κοντευουμε να παρουμε πτυχιο κ αυτοι οι δυο ακομα εκει, μαλωνουνε; μηπως να κανουμε κατι;" "τι κατι;" απορω εγω. "κατι, ρε φιλε. δεν μπορει.. αφου ειμαστε περιπου δικηγοροι", επεμενει αυτος κ αμεσως σηκωνεται απο τον καναπε κ μου κανει νοημα να τον ακολουθησω. κατεβαινουμε, λοιπον, στο ισογειο. χτυπαμε το κουδουνι. "ρε, παμε να φυγουμε. τι θα τους πουμε;" ψιθυριζω εγω αγχωμενος. "αστο σε μενα", μου απανταει αυτος με φανερη αυτοπεποιθηση κ βαραει λιγοτερο διακριτικα την πορτα. ανοιγει η πορτα κ εμφανιζονται μπροστα μας κ οι δυο. "τι θελετε;" "μια ερωτηση μονο", τους λεει ο φιλος, "αληθεια, γιατι δεν χωριζετε;"
τα ελαχιστα εκεινα δευτερολεπτα αμηχανιας αμεσως τα διαδεχτηκε το ισχυροτερο ξεσπασμα οργης που εχω δει στη ζωη μου. για ενα τεταρτο τουλαχιστον μας περιελουσαν κ τους δυο με τετοιο ευφανταστο κ ακατασχετο υβρεολογιο που ξεσηκωσαν οχι μονο την πολυκατοικια αλλα κ ολοκληρη τη γειτονια. το πως δεν επενεβη η αστυνομια, για να μην πω η αντιτρομοκρατικη, ητανε μαλλον θαυμα. κ ομως. μεσα σε ολον εκεινον τον κακο χαμο, μια λαμψη ομονοιας κ ομοθυμιας ειχε αρχισει σιγα-σιγα να διακρινεται. λες κ εμεις, που ειχαμε εμφανιστει ετσι ξαφνικα ως απομηχανης κοινος εχθρος, να τους ειχαμε δωσει εναν λογο να συμμαχησουν επιτελους κ να υπερασπιστουν απο κοινου το σπιτι τους κ τον δεσμο τους. οταν καποια στιγμη αρχισαν να κλεινουν οι φωνες τους,
τους αφησαμε κ ανεβηκαμε ξανα στο διαμερισμα μου. αραξαμε κ παρακολουθησαμε στην τηλεοραση τον υπολοιπο αγωνα αμιλητοι κ σκεφτικοι. στο ημιχρονο, ο φιλος μου παιρνει το τηλεκοντρολ κ κλεινει τον ηχο. κοιταζομαστε. απο κατω δεν ακουγεται τιποτα. απολυτη ησυχια. μου χαμεγελαει με ικανοποιηση κ τσουγκριζει το κουτακι της μπυρας του με το δικο μου. "δικηγοροι, ρε φιλε", μου λεει, "περιπου δικηγοροι."
δεν λεω, καυγαδες γινονται σε ολα τα σπιτια κ ολα τα ζευγαρια εχουν τα θεματα τους, αλλα αυτοι οι δυο αληθεια το παρακανανε. απο το πρωι, οπου συνηθως με ξυπνουσαν οι φωνες τους, μεχρι το βραδυ, που με νανουριζαν γλυκα με τις βρισιες κ τις καταρες τους, αυτοι οι ανθρωποι αλλο πραγμα δεν εκαναν απο το να πλακωνονται κ να μπαζωνουν με λογια βαρια κ ασυγχωρητα τον ακαλυπτο της μελαγχολικης κ κατα τα αλλα αδιαφορης πολυκατοικιας μας. παρακολουθωντας, αθελα μου παντα, τους εντονους εκεινους διαλογους, ειχα μαθει τα παντα: το πώς -"αναθεμα την ωρα κ τη στιγμη"- γνωριστηκαν, τον τοπο της καταγωγης τους - συνηθως αποκαλουσαν ο ενας τον αλλον με γλαφυρα βουκολικα ονοματα, τις ασχολιες κ τις προτιμησεις των -τεμπεληδων, αμορφωτων, ανωμαλων κ.λπ.- πλησιεστερων συγγενων τους, τις αποψεις των -κατα κανονα κοπριτων- φιλων τους, τις διατροφικες συνηθειες τους - "παλι σκατα θα φαμε;" κ τα χομπυ τους -"μασε τωρα τα δελτια του στοιχηματος, μην στα πεταξω απο το παραθυρο". στην αρχη με ενοχλουσε ολη αυτη η αναστατωση. μετα περασα μια φαση που ανησυχουσα λιγο μην σκοτωθουνε κυριολεκτικα κ μαζευτουνε τα καναλια εξω απο την πορτα μας. υστερα τους συνηθισα. τοσο που οταν καμια σπανια φορα λιγακι ηρεμουσαν, ηθελα να κατεβω κ να τους ρωτησω μηπως επαθαν κατι.
ενα βραδυ, εκει προς το τελος των σπουδων μου, ειχε ερθει ενας φιλος απο το σπιτι μου να δουμε λιγη μπαλα. "καλα, ρε συ", μου λεει, "μπηκαμε στο πανεπιστημιο, περασανε τα χρονια κ τωρα κοντευουμε να παρουμε πτυχιο κ αυτοι οι δυο ακομα εκει, μαλωνουνε; μηπως να κανουμε κατι;" "τι κατι;" απορω εγω. "κατι, ρε φιλε. δεν μπορει.. αφου ειμαστε περιπου δικηγοροι", επεμενει αυτος κ αμεσως σηκωνεται απο τον καναπε κ μου κανει νοημα να τον ακολουθησω. κατεβαινουμε, λοιπον, στο ισογειο. χτυπαμε το κουδουνι. "ρε, παμε να φυγουμε. τι θα τους πουμε;" ψιθυριζω εγω αγχωμενος. "αστο σε μενα", μου απανταει αυτος με φανερη αυτοπεποιθηση κ βαραει λιγοτερο διακριτικα την πορτα. ανοιγει η πορτα κ εμφανιζονται μπροστα μας κ οι δυο. "τι θελετε;" "μια ερωτηση μονο", τους λεει ο φιλος, "αληθεια, γιατι δεν χωριζετε;"
τα ελαχιστα εκεινα δευτερολεπτα αμηχανιας αμεσως τα διαδεχτηκε το ισχυροτερο ξεσπασμα οργης που εχω δει στη ζωη μου. για ενα τεταρτο τουλαχιστον μας περιελουσαν κ τους δυο με τετοιο ευφανταστο κ ακατασχετο υβρεολογιο που ξεσηκωσαν οχι μονο την πολυκατοικια αλλα κ ολοκληρη τη γειτονια. το πως δεν επενεβη η αστυνομια, για να μην πω η αντιτρομοκρατικη, ητανε μαλλον θαυμα. κ ομως. μεσα σε ολον εκεινον τον κακο χαμο, μια λαμψη ομονοιας κ ομοθυμιας ειχε αρχισει σιγα-σιγα να διακρινεται. λες κ εμεις, που ειχαμε εμφανιστει ετσι ξαφνικα ως απομηχανης κοινος εχθρος, να τους ειχαμε δωσει εναν λογο να συμμαχησουν επιτελους κ να υπερασπιστουν απο κοινου το σπιτι τους κ τον δεσμο τους. οταν καποια στιγμη αρχισαν να κλεινουν οι φωνες τους,
τους αφησαμε κ ανεβηκαμε ξανα στο διαμερισμα μου. αραξαμε κ παρακολουθησαμε στην τηλεοραση τον υπολοιπο αγωνα αμιλητοι κ σκεφτικοι. στο ημιχρονο, ο φιλος μου παιρνει το τηλεκοντρολ κ κλεινει τον ηχο. κοιταζομαστε. απο κατω δεν ακουγεται τιποτα. απολυτη ησυχια. μου χαμεγελαει με ικανοποιηση κ τσουγκριζει το κουτακι της μπυρας του με το δικο μου. "δικηγοροι, ρε φιλε", μου λεει, "περιπου δικηγοροι."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου