χθες βράδυ είδα ένα όνειρο, ήμουνα, λέει, στο κρεβάτι και κοιμόμουνα, κοιμόμουν κι έβλεπα ένα όνειρο, στο όνειρο αυτό ήμουν εγώ ή κάποια που μου έμοιαζε, κάποια που έπαιζε τόσο καλά τον ρόλο μου, που αν δεν ήμουνα εγώ, θα πίστευα πως είναι αυτή, πως όχι, όχι, ξεχάστε το, μπερδεύτηκα, ήμουνα, λέει, εγώ εδώ, επάνω στο κρεβάτι μου, ήμουνα ξύπνια, δεν κοιμόμουνα, κοιμόμουν, δηλαδή, και όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα όνειρο, μα μέσα στο όνειρο, στο όνειρο μέσα στο όνειρο θέλω να πω, δεν ξέρω, αλήθεια, με προσέχετε; εκεί, μέσα σε αυτό που έβλεπα, ήταν εγώ, είδατε; τώρα δεν είπα «ήμουν», αφού δεν ήμουν, αφού εγώ ήμουν αυτή που με έβλεπα, ήταν εγώ, λοιπόν, και ήταν ξαπλωμένη εδώ, επάνω στο κρεβάτι μου, ήτανε μόνη μου, όπως και τώρα που με βλέπετε, τι; όχι; δεν με βλέπετε; με ακούτε, όμως, με διαβάζετε, μπορείτε να με φανταστείτε, να σχηματίσετε μια εικόνα μέσα στο κεφάλι σας, να είναι όμως όμορφη, γιατί κι εγώ, είμαι, ήμουν τουλάχιστον, όταν ξεκίνησα να γράφω, όταν ξεκίνησα να σας μιλώ για το όνειρο που είδα χθες το βράδυ, ήμουν, ίσως και να είμαι ακόμα δηλαδή, δεν ξέρω, περνάει η ώρα, γερνάω, μπορεί και να ασχήμυνα, μα δεν σας νοιάζει εσάς αυτό, αφού εσείς μπορείτε, αυτό να κάνετε, να σχηματίσετε μια εικόνα στο μυαλό, κι ας μην μου μοιάζει, αλλά να είναι αυτή η εικόνα όμορφη, έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα μπορέσετε να την συγκρίνετε με την πραγματικότητα, πώς είμαι αλήθεια ποτέ δεν πρόκειται να μάθετε, μα εγώ το ξέρω, είμαι όμορφη, εγώ με βλέπω, με είδα χθες το βράδυ, εκεί στο όνειρο που έβλεπα, με είδα και ήμουν τόσο όμορφη που κόντεψα αλήθεια να ξυπνήσω, όχι, δεν ξύπνησα, όχι ακόμα δηλαδή, συνέχισα να ονειρεύομαι και είδα, λέει, πως κοιμόμουνα, κοιμόμουν κι έβλεπα ένα όνειρο, κι ήτανε μες στο όνειρο εγώ, μια σαν κι εμένα, σαν εγώ, μα λίγο, ελάχιστα πιο όμορφη, τόσο όμως που μου ήταν αρκετό να καταλάβω πως δεν ήμουνα εγώ, αλλά πως ήτανε απλώς εγώ, κι ήταν εδώ, επάνω στο κρεβάτι αυτό μόνη μου και όχι δεν κοιμότανε, ήτανε ξύπνια, σας το είπα ήδη και πιο πριν, θα δείτε πως έχει σημασία, αλλιώς δεν θα σας το έλεγα, θα έλεγα ίσως πως κοιμότανε, αυτή εγώ, αυτή εκεί που μου έμοιαζε, μόνο που ήταν λίγο, ελάχιστα πιο όμορφη, έτσι κατάλαβα ότι δεν ήμουν, αλλά ότι ήτανε εγώ, σας μπέρδεψα, το ξέρω, συγχωρήστε με, εγώ να βοηθήσω προσπαθώ, θα έλεγα, λοιπόν, ότι κοιμόμουν και ναι, νομίζω, έτσι κάπως θα ξεμπέρδευα, μα δεν κοιμόταν, είχε τα μάτια μου ανοιχτά, ήτανε ξύπνια, και ήταν εδώ, επάνω στο κρεβάτι αυτό και κάτω από αυτό εδώ το πάπλωμα, και ήταν, λέει, μόνη μου, έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε, πως ήταν μόνη, στην αρχή, αλλά μετά είδα πως κάτι κινούνταν κάτω από το πάπλωμα, εγώ το έβλεπα, αλήθεια, καθαρά, αλλά αυτή, εγώ μέσα στο όνειρο, αυτή μονάχα το ένιωθε, πως δύο φίδια, λέει, ήταν εκεί, ανάμεσα στα πόδια μου, ήτανε παγωμένα και υγρά, ένιωθε πως με αγκάλιαζαν, το ένιωθε, αλήθεια, καθαρά, εγώ μονάχα το φαντάστηκα, ότι κολλούσαν πάνω μου, ήτανε παγωμένα και υγρά, αλλά εγώ ήταν ζεστή, νομίζω ότι πάλευαν να κλέψουν του σώματός μου τη θερμότητα, ήταν ζεστή, ίσως και να είχε πυρετό, δεν ξέρω, για μια στιγμή έτσι μου φάνηκε, μπορεί να κάνω λάθος, κι επίσης ήτανε γυμνή, ήταν γυμνή όπως κι εγώ, γυμνή όπως χθες βράδυ που έπεσα, λέει, να κοιμηθώ και είδα ένα όνειρο, κι ήμουν μέσα στο όνειρο εγώ, γυμνή όπως και έξω από αυτό, όπως κι όταν ξεκίνησα να σας μιλάω για το όνειρο αυτό, όπως και τώρα, εδώ, ετούτη τη στιγμή, συγνώμη, ίσως έπρεπε να σας το πω από την αρχή, όχι, για πείτε μου, εσείς που δεν με βλέπετε, που σχηματίσατε μια εικόνα μέσα στο μυαλό, πείτε μου πώς με φανταστήκατε; πόσοι από εσάς σκεφτήκατε πως είμαι, πως ήμουνα γυμνή; όπως γυμνή ήταν κι αυτή, εγώ μέσα στο όνειρο που είδα μες στο όνειρο, αυτή εγώ, αυτή εκεί που μου έμοιαζε, μόνο που ήταν λίγο, ελάχιστα ίσως, πιο γυμνή από όσο έχω υπάρξει εγώ σε όλη τη ζωή μου, ήταν γυμνή όπως τα δύο φίδια που τριγυρνούσαν ανάμεσα στα πόδια μου, τα ένιωθε άλλοτε να τυλίγονται γύρω από τους μηρούς μου και άλλοτε να κουλουριάζονται πάνω στα γόνατά μου, τα ένιωθε συνέχεια, δεν σταματούσανε στιγμή να τρέχουν πάνω στο γυμνό μου σώμα, το ξέρω, τα έβλεπα κι εγώ, μέσα στο όνειρό μου, όχι τα φίδια ακριβώς, εγώ έβλεπα μονάχα πως κάτι κινούνταν διαρκώς κάτω από το πάπλωμα, ήξερα όμως πως δεν ήτανε εγώ, πως ήταν κάτι άλλο, εγώ ήταν ακίνητη, γυμνή και είχε τα μάτια μου ανοιχτά, κοιτούσε το ταβάνι, σκέφτηκα ίσως θα ήτανε νεκρή, είπα θα έχω πεθάνει, μες στο όνειρο το σκέφτηκα, έτσι νομίζω δηλαδή, μα ύστερα είπα δεν μπορεί, αφού ακόμα είναι ζεστή, αφού τα φίδια παλεύουν να κλέψουν του σώματός μου τη θερμότητα, η σκέψη μου ήταν λογική, ήτανε, δεν νομίζετε; πάντα είμαι τόσο λογική μέσα στα όνειρά μου, ό,τι κι αν δω, το αναλύω πάντοτε, αλήθεια, πριν ξυπνήσω, θυμάμαι ονειρεύτηκα κάποτε, ένα βράδυ, πως είχα ανέβει, λέει, σε ένα βουνό, μπορείτε να το φανταστείτε; εγώ, που ούτε τις σκάλες του σπιτιού μου δεν μπορώ μόνη να σκαρφαλώσω, είχα ανεβεί στην κορυφή κι είχα καρφώσει πάνω της μία λευκή σημαία, έτσι μου φάνηκε αρχικά, αλλά μετά, που κοίταξα καλύτερα, κατάλαβα πως ήταν ένα ρούχο, ναι, ήταν ένα λευκό πουκάμισο, δεν ήτανε δικό μου, εγώ ποτέ μου δεν φοράω λευκά, νομίζω δεν μου πάνε, κι αυτό ήταν τόσο αδιανόητα λευκό, που κόντεψα, αλήθεια, να ξυπνήσω, αμέσως το κατάλαβα, κάτι δεν πήγαινε καλά, έτσι, λοιπόν, κάθισα εκεί, στην κορυφή και άρχισα να σκέφτομαι, τίνος να είναι, άραγε, αυτό εδώ το ρούχο; μήπως το ξέχασε αυτός στο σπίτι μου χθες το βράδυ; μήπως το αγόρασα εγώ, να του το κάνω δώρο; κι ύστερα είπα, ποιος αυτός; μα αυτός πια δεν υπάρχει, και τότε ήταν που κατάλαβα ότι εκείνο το βουνό, που πάνω του είχα ανεβεί, που πάνω του το καθόμουνα, ήτανε ένας τάφος, κι ήτανε μέσα του αυτός, μακάβριο, θα πείτε, μα το όνειρο ήτανε καλό, ήτανε όλα ωραία, ήταν γαλάζιος ο ουρανός, πράσινο το βουνό του, και το ποτάμι που κυλούσε κάτω, χαμηλά, κόκκινο σαν το αίμα, κι εγώ σκεφτόμουν τόσο λογικά, τόσο παράφορα λογικά, που κόντεψα, αλήθεια, να ξυπνήσω, εντάξει, ξύπνησα λίγο πιο μετά, μα όχι για αυτόν τον λόγο, ξύπνησα γιατί τρόμαξα ή μάλλον γιατί πόνεσα ή ακόμα πιο σωστά, ξύπνησα γιατί τρόμαξα που πόνεσα, στην αρχή άρχισα να κρυώνω, στο όνειρό μου εννοώ, όχι το χθεσινό το όνειρο, εκείνο με τα φίδια, θα επιστρέψουμε σε αυτό, τώρα μιλάω για το άλλο, εκεί, λοιπόν, στην κορυφή έτσι όπως καθόμουν άρχισα να κρυώνω ξαφνικά, εντάξει, βρισκόμουν σε υψόμετρο, παράλογο δεν είναι, αλλά όπως ήμουνα γυμνή, τι; δεν σας είπα πως ήμουνα γυμνή; περίεργο, θα έλεγα ότι είμαι σίγουρη πως ήδη σας το είπα, ας είναι, τέλος πάντων και για να ξεμπερδεύουμε, να το ξεκαθαρίσω, πάντα στα όνειρά μου είμαι γυμνή, σε όλα ανεξαιρέτως, όπως και τώρα, άλλωστε, που ναι μεν δεν κοιμάμαι, αλλά που σας μιλάω για τον ύπνο μου και για τα όνειρά μου, θυμάστε τι σας έλεγα; αλήθεια, με προσέχετε ή μήπως τα λόγια μιας γυμνής δεν έχουν και τόσο σημασία; πείτε μου, σας νοιάζει τόσο που είναι γυμνή αυτή που σας μιλά; αν έριχνε κάτι πάνω της, άραγε θα της δίνατε περισσότερη αξία; πείτε μου, αν είναι, να ντυθώ, μονάχα μην μου πείτε να βάλω πάλι εκείνο το πουκάμισο, θυμάστε ποιο πουκάμισο; εκείνο που σας έλεγα πως στην αρχή μου φάνηκε πως ήτανε μία λευκή σημαία, ναι, εκείνο μέσα στο όνειρο, που το είχα βρει στην κορυφή εκείνου του βουνού, που αφού κάθισα και σκέφτηκα, σκέφτηκα αλήθεια λογικά, πάντα είμαι τόσο λογική μέσα στα όνειρά μου, κατάλαβα ότι ήτανε ο τάφος του και το λευκό πουκάμισο ήταν κι αυτό δικό του, αλήθεια, τέτοιο πουκάμισο εγώ ποτέ δεν θα φορούσα, πρώτον, γιατί δεν μου πηγαίνουν καθόλου τα λευκά, δεύτερον, γιατί πάντα στα όνειρά μου είμαι γυμνή, γυμνή όπως και τώρα, και τρίτον γιατί ποτέ μου δεν θα έβαζα το ρούχο ενός νεκρού επάνω μου, ακόμα κι αν ο νεκρός ήταν αυτός, που, δεν μπορεί, σίγουρα αυτός θα ήτανε, αλλιώς δεν εξηγείται, όμως, έτσι όπως καθόμουν εκεί στην κορυφή, άρχισα να κρυώνω, και ναι, εντάξει, αναγκάστηκα, το πήρα, το ξεκρέμασα, κόντευε να το σκίσει, κόντευε να το ρίξει κάτω ο άνεμος, εκεί, ψηλά στις κορυφές, φυσάει πολύ αλήθεια, το πήρα και το φόρεσα, για λίγο είπα, για προσωρινά, έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα ξυπνούσα, έτσι, για λίγο, το έριξα μονάχα πάνω μου, πίστεψα ότι θα με ζέσταινε, φυσούσε, κρύωνα πολύ, ήμουν γυμνή και είχα ανέβει, λέει, σε ένα βουνό, μπορείτε να το φανταστείτε; εγώ, που ούτε τις σκάλες του σπιτιού μου, όχι, δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ, ούτε αλλάζω θέμα, σας εξηγώ πως έγιναν τα πράγματα, φόρεσα το πουκάμισο και άρχισα να κατεβαίνω το βουνό, αφού ο άνεμος ολοένα και δυνάμωνε κι αφού το όνειρο δεν έλεγε ακόμα να τελειώσει, μα όσο κατέβαινα, τόσο και ζεσταινόμουν πιο πολύ, όχι γιατί απομακρυνόμουν από την κορυφή, όπου λυσσομανούσε ο άνεμος, αλλά γιατί κάτι περίεργο συνέβαινε με εκείνο το λευκό πουκάμισο, που το ολοένα το ένιωθα να καίει και να ζεματάει πάνω μου, που μόλις κατάλαβα πως κάτι δεν πήγε καλά και είπα να το βγάλω, το ένιωσα να λιώνει και να κολλάει πάνω μου και βγάζοντάς το ξεκολλούσα, έγδερνα την ίδια την επιδερμίδα μου, και ναι, εντάξει, τρόμαξα και ξύπνησα, εσείς τι θα κάνατε στη θέση μου; θα μένατε εκεί μέσα στο όνειρο; θα υπομένατε όλο εκείνο το μαρτύριο; αλλά, ναι, ξέρω, σε εσάς δεν σας συμβαίνουν τέτοια πράγματα, γιατί να αναγκαστείτε να φορέσετε εσείς ένα ξένο πουκάμισο; εσείς δεν είσαστε γυμνοί όπως εγώ, εσείς στα όνειρά σας κουβαλάτε ολόκληρη την γκαρνταρόμπα σας, όχι, δεν είμαι επιθετική, καθόλου δεν σας ειρωνεύομαι, εντάξει, ίσως λίγο, αλλά κοιτάξτε, πρέπει να με καταλάβετε, δεν είναι ότι το κάνω με κακία, το κάνω γιατί αλήθεια πόνεσα και τρόμαξα πολύ σε εκείνο το όνειρό μου, τρόμαξα τόσο που δεν άντεξα και ξύπνησα, ναι, ξέρω τώρα τι σκεφτόσαστε, πού πήγε η τόσο λογική μου σκέψη; αυτό δεν θέλετε τώρα να με ρωτήσετε; και κατά τα άλλα, είμαι εγώ αυτή που ειρωνεύεται, θα το ήθελα πολύ, αλήθεια, να σας έβλεπα, να καίγεται το δέρμα σας, να παίρνετε φωτιά και να τσουρουφλιζόσαστε, πείτε μου, πόσο λογικά πιστεύετε πως θα μπορούσατε τότε να αντιμετωπίσετε μια τέτοια φριχτή, απαίσια κατάσταση; όπως κι εγώ, έτσι κι εσείς, το ίδιο θα τρομάζατε, και θα ξυπνούσατε, και ίσως να μην ξανακοιμόσασταν ποτέ, κι ίσως μετά να μένατε έτσι άγρυπνοι για πάντα, μέχρι να κλείσετε ξανά μια και καλή τα μάτια σας, εγώ όμως ξύπνησα και είπα πως όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα όνειρο, κι ας είχα ακόμα σημάδια και εγκαύματα σε όλο μου το σώμα, ξύπνησα και ξανακοιμήθηκα, και είδα άλλα όνειρα ευχάριστα, και σε όλα ήμουνα γυμνή, γιατί έτσι πάντα είμαι γυμνή μέσα στα όνειρά μου, όπως γυμνή ήμουν και χθες στο όνειρό που είδα, είδα πως ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, με είδα να κοιμάμαι, και είδα πως έβλεπα ένα όνειρο, πως ήταν, λέει, μια εγώ, μια άλλη που μου έμοιαζε, μόνο που ήταν λίγο, ελάχιστα πιο όμορφη, γυμνή κι αυτή όπως κι εγώ κι όπως κι εγώ κοιμότανε στο ίδιο το κρεβάτι, και κάτω από το πάπλωμα κρύβονταν δύο φίδια, τα φίδια ήτανε υγρά, υγρά και παγωμένα, αλλά εγώ ήταν ζεστή κι ας έμοιαζε να είναι πεθαμένη, αφού κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά, ενώ τα φίδια πάλευαν ανάμεσα στα πόδια της, το ξέρω, κάποιοι τώρα από εσάς θα λέτε πως αυτό το όνειρο είναι ακόμα πιο τρομακτικό από εκείνο με το λευκό πουκάμισο, και μόνο που σας το αφηγήθηκα, οι πιο πολλοί τρομάξατε, έτσι όπως τρόμαξα κι εγώ, όχι, δεν ντρέπομαι καθόλου να το πω, αμέσως τρόμαξα και ξύπνησα, αλλά δεν ξύπνησα ακριβώς, μα ξύπνησα εκεί μέσα στο όνειρο, αφού σας το είπα ήδη, δώστε επιτέλους λίγη προσοχή, δεν ήμουνα εγώ αυτή που έβλεπε το όνειρο με τα φίδια, εγώ έβλεπα μονάχα εμένα να κοιμάμαι, εγώ μέσα στο όνειρο είναι που ονειρευόμουν εκείνη που μου έμοιαζε και που κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά, εκεί είδα τα φίδια και τρόμαξα και ξύπνησα, όχι, εντάξει, τα ίδια τα φίδια δεν τα είδα ακριβώς, είδα μονάχα κάτι να κουνιέται κάτω από το πάπλωμα, αλλά αυτό μού ήταν αρκετό για να με κάνει να τρομάξω τόσο, για να με κάνει να ξυπνήσω μέσα στο όνειρο και να αρχίσω να αναζητώ μια λογική εξήγηση, γιατί έτσι είμαι, πάντα λογική, μέσα στα όνειρά μου, έτσι εγώ συνέχισα να κοιμάμαι αμέριμνη και να ονειρεύομαι απερίσπαστη, συνέχισα να κοιμάμαι και να ονειρεύομαι, ονειρευόμουν, έβλεπα, πως είχα λέει ξυπνήσει, ξύπνησα γιατί τρόμαξα από το όνειρο που έβλεπα, το όνειρο με τα φίδια, ξύπνησα, άνοιξα τα μάτια μου και αντανακλαστικά το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πετάξω, φυσικά, το πάπλωμα από πάνω μου, ήθελα, λέει, να βεβαιωθώ ότι δεν φώλιαζε κανένα άθλιο ερπετό μες στα σκεπάσματά μου, κι αφού, ας πούμε, βεβαιώθηκα, κι αφού ηρέμησα, γιατί όσο να είναι, νομίζω πως καταλαβαίνετε, μου είχε φέρει ταραχή αυτό που ονειρευόμουν, είπα πως τώρα πρέπει πρώτον, να ψάξω και να βρω μια λογική εξήγηση, εντάξει, αυτό ήτανε εύκολο, αφού είμαι πάντα λογική μέσα στο όνειρά μου, και δεύτερον, να αναζητήσω τρόπο να σώσω το κορίτσι που τόσο πολύ μου έμοιαζε και που το είχαν ζώσει τα φίδια και οι εφιάλτες μου, τι έγινε; είπα, άραγε, κάτι που σας φάνηκε παράξενο; ποια λέξη είναι αυτή τόσο πια σας αναστάτωσε; ναι, ξέρω, το κορίτσι, μάλλον θα περιμένατε να πω, να σώσω τη γυναίκα, συγγνώμη, συγχωρήστε με, είναι που ενώ σας γράφω, σας μιλάω, ξεχνιέμαι και νομίζω πως με βλέπετε, μα όχι, εσείς μονάχα με φαντάζεστε, εσείς μονάχα μια εικόνα σχηματίζετε για μένα μέσα στο μυαλό σας και ούτε που πρόκειται ποτέ να σας δοθεί η ευκαιρία να τη διασταυρώσετε, όσο κι αν κάποιοι από εσάς, στο τέλος, θα το δείτε, κι αν θέλετε, σας βάζω στοίχημα, στο τέλος θα φτάσετε ακόμα και να λαχταράτε, κάποιοι, δεν είπα όλοι, μην παρεξηγείστε, και εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον μην εκδηλώνεστε, μην βιάζεστε, ακόμα στην αρχή βρισκόμαστε, και θα το δείτε, στο τέλος όλοι εσείς που τώρα δεν με βλέπετε, ναι, είπα όλοι, το ξέρω, μα όχι, μόνο στους κάποιους απευθύνομαι, θα λαχταράτε να με δείτε από κοντά, θα λέτε πως θα κάνατε τα πάντα για να μπορούσατε από κοντά να με γνωρίσετε, ναι, γελάστε τώρα όσο θέλετε, μα εγώ σας βάζω στοίχημα, μου αρέσουν τα στοιχήματα, κάποτε είχα βάλει ένα και, όχι, δεν είναι η ώρα, θυμίστε μου να σας μιλήσω για αυτό αργότερα, ορίστε, να, τα καταφέρατε, πού είχα μείνει; τι έλεγα; κορίτσι; ποιο κορίτσι; ναι, εντάξει, το θυμήθηκα, σας έλεγα για το κορίτσι μες στο όνειρο, που έπρεπε να σώσω, για το κορίτσι που μου έμοιαζε, για το κορίτσι που κοιμότανε με ανοιχτά τα μάτια, ενώ τα φίδια πάλευαν ανάμεσα στα πόδια της, ναι, είπα το κορίτσι κι εσείς, σας φάνηκε παράξενο, γυναίκα θέλατε να πω, γυναίκα τόσην ώρα ακούγατε, όχι, εγώ δεν σας παρεξηγώ, τέτοιαν εικόνα μες στο μυαλό σας φτιάξατε, έτσι με φανταστήκατε, κι αν τώρα εγώ σας έλεγα ποια είναι η ηλικία μου, κάποιοι από εσάς, σίγουρα όχι όλοι ετούτη τη φορά, θα κλείνατε τα αυτιά σας κι ούτε μια λέξη παραπάνω δεν θα ακούγατε, γιατί θα σας φαινότανε λάθος, ίσως ακόμα και εγκληματικό, πάντως τουλάχιστον ανήθικο, να κάθεστε και να ακούτε ένα γυμνό κορίτσι,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου