Δεν ξέρω πόση ώρα ξόδεψα σε εκείνη την αναγκαία, κατά τα άλλα, στάση, μα όταν άρχισα πάλι να τρέχω με το ποδήλατό μου –ήταν δικό μου τώρα πια, αφού κανείς δεν βρέθηκε εκ νέου να το κλέψει, όσο το είχα παρατημένο έξω, εκεί στο πεζοδρόμιο- είχε αρχίσει να βραδιάζει. Σκέφτηκα πως ίσως θα έπρεπε να βρω κάποια δικαιολογία για αυτήν την καθυστέρηση, αλλά από την άλλη, δεν έφτανε που ανταποκρίθηκα στο αίτημα της άγνωστης φωνής; Που άφησα το σπίτι μου και βρέθηκα –ναι, βρέθηκα, δεν πήγα, δεν ταξίδεψα- χωρίς λεφτά, χωρίς καμία εξασφάλιση σε αυτήν την πόλη την τόσο κραυγαλέα ανύπαρκτη, σε αυτήν την τραβηγμένη μέχρι την πλάνη του ορίζοντα έρημη λεωφόρο; Όχι, ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί η φωνή να είχε δυσαρεστηθεί, αν όχι και εξοργιστεί, από την επιπολαιότητά μου. Και έπειτα, μπορεί εκτός από εμένα και τον συνεπιβάτη μου στο τρένο να υπήρχανε και άλλοι που δέχτηκαν κι ανταποκρίθηκαν στην ίδια πρόσκληση ταυτόχρονα με μένα. Η σκέψη πως, μετά από όλα αυτά, υπήρχε η πιθανότητα να φτάσω δεύτερος στο σπίτι του αριθμού 1607 με τρέλαινε. Επιτάχυνα. Παρά την ζέστη και την ανηφόρα, άρχισα να χτυπάω τα πετάλια με μανία. Είχα αγχωθεί, μα ευτυχώς το άγχος μου αυτό με έσπρωχνε μπροστά και με έκανε να περιφρονώ τον ολοένα και αυξανόμενο πόνο στα γόνατα και στους καρπούς μου. Το ποδήλατο, ωστόσο, δεν φάνηκε να συμμερίζεται τα πάθη μου και λίγη ώρα αργότερα με άφησε μονάχο, καθώς τρύπησε το μπροστινό του λάστιχο. Έπρεπε να συνεχίσω με τα πόδια. Κοίταξα το νούμερο σε εκείνο το σημείο της λεωφόρου: βρισκόμουν στο 711. Είχα αναμφίβολα σημειώσει μια πρόοδο σημαντική, μα ακόμα ήμουν μακριά. Ένα αμάξι πέρασε τότε δίπλα μου κορνάροντας δαιμονισμένα και με τρόμαξε. Αναρωτήθηκα εάν ο οδηγός ήθελε να μου δείξει πως πρέπει να προσέχω ή ήταν ένας ακόμα μνηστήρας της φωνής που πανηγύριζε με αυτόν τον τρόπο, θεωρώντας ότι είχα πια τεθεί εκτός της διεκδίκησης. Και όμως, λίγα μόλις μέτρα μετά φρέναρε απότομα και έβγαλε το χέρι του έξω από το παράθυρο καλώντας με να πάω κοντά του. Έτρεξα, πριν να το μετανιώσει, και τον πρόλαβα. Που πας, με ρώτησε. Στο τέλος αυτού εδώ του δρόμου, του απάντησα αόριστα, αποφεύγοντας να πω τον κρίσιμο αριθμό, ο οποίος ενδεχομένως να με πρόδιδε. Δικός μας δεν είσαι, ξαναρώτησε. Δεν ήξερα τι εννοούσε, μα είπα ναι και εκείνος ευχαριστημένος μου έδειξε τη θέση του συνοδηγού. Κάθισα και έδεσα τη ζώνη. Βρήκε την κίνηση αυτή μάλλον χαριτωμένη, με κοίταξε, μου χαμογέλασε. Θα κάνουμε μια μικρή στάση πρώτα, αν δεν σε πειράζει, είπε. Με πείραζε. Δεν το είπα. Έτσι κι αλλιώς δεν έχεις κι άλλη επιλογή, συμπλήρωσε. Άλλο αυτοκίνητο σήμερα σε αυτήν την πόλη δεν κινείται. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να τον σκοτώσω και αυτόν και να έφτανα μέσα σε ελάχιστα λεπτά στο σπίτι της φωνής, χωρίς καθυστερήσεις, αλλά δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω την φονική μου σκέψη και αυτός ξανασταμάτησε. Η μικρή στάση που λέγαμε, είπε και μου έλυσε τη ζώνη ασφαλείας. Κοίταξα έξω από το παράθυρο: 745. Κατέβα, μου είπε, σε χρειάζομαι. Πρέπει να μου το ξεπληρώσεις. Πήγα να διαμαρτυρηθώ, αλλά με πρόλαβε. Κι αν είσαι καλός, σε αφήνω μετά να με σκοτώσεις και να μου πάρεις το αμάξι μου. Να φτάσεις μέσα σε ελάχιστα λεπτά στο σπίτι της φωνής, χωρίς άλλες καθυστερήσεις. Και γιατί να μην το κάνω από τώρα, να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα, ρώτησα. Γιατί είσαι περίεργος, μου απάντησε. Θέλεις να φύγεις, βιάζεσαι, αλλά αλήθεια, πες μου, πόσο μακριά μπορείς να πας χωρίς να μάθεις τι σόι χάρη είναι αυτή που πρόκειται να σου ζητήσω; Τι σόι χάρη είναι αυτή; Μου έδειξε ένα σπίτι. Ήταν στον αριθμό 747 του ίδιου πάντα δρόμου. Μετά μου έδειξε μια γυναίκα που στεκόταν και μας κοιτούσε από το μπαλκόνι του. Ύστερα μου έβαλε στο χέρι ένα κλειδί και με έσπρωξε μέχρι την εξώπορτα. Μου είπε ότι αυτός θα περιμένει στο αμάξι. Άνοιξε τέρμα το ραδιόφωνο. Είχα σχεδόν ξεχάσει πως υπήρχε η μουσική. Θυμήθηκα πόσο σιχαινόμουνα εκείνο το τραγούδι. Ξεκλείδωσα την πόρτα. Το ίδιο ακριβώς τραγούδι κατέβαινε τη σκάλα από τον πάνω όροφο. Τώρα πια έπρεπε να βρω μια πραγματικά καλή δικαιολογία για όλη αυτήν την καθυστέρηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου