Από το ποτάμι και μετά κανονικά τα πράγματα θα έπρεπε να ήτανε πιο εύκολα. Εμπόδια, προφανή τουλάχιστον, στο υπόλοιπο εκείνης της διαδρομής συνήθως δεν υπήρχαν. Άφησα το πλήθος πίσω μου και άρχισα να περπατώ σε έναν δρόμο που ήταν τόσο έρημος και σιωπηλός που άκουγα όχι μονάχα τα βήματά μου, αλλά και το ταμπούρλο της καρδιάς, ακόμα και τα γρανάζια μέσα στο κεφάλι μου. Η ησυχία αυτή δεν άργησε πολύ να με ενοχλεί και να με αναστατώνει. Βρήκα κάπου ένα ντενεκεδάκι και άρχισα να το κλωτσώ, μήπως και βρω στο θόρυβο το σύμμαχο που μου έλειπε σε αυτόν τον πόλεμο. Θα πρέπει, νομίζω, κλωτσώντας το να το μετέφερα μακριά, κάπου ένα χιλιόμετρο. Κάποια στιγμή το θύμα μου δεν άντεξε και άρχισε να διαμαρτύρεται. Το ξεφορτώθηκα μέσα σε έναν κάδο και συνέχισα. Είχα ήδη προβληματιστεί πολύ που τόσην ώρα δεν είχα συναντήσει ούτε έναν άνθρωπο στο δρόμο μου. Τι είδους γενοκτονία ήταν, άραγε, αυτή που είχε συντελεστεί όσο εγώ κοιμόμουν; Σκέφτηκα πως ίσως και να κρύβονταν όλοι μέσα στα σπιτάκια τους και τότε άρχισα να τους βαράω τις πόρτες.
Που είστε; Που κρυβόσαστε; Γιατί δεν βγαίνετε όλοι στα παράθυρα να δείτε που περνάω; Πότε θα έχετε ξανά την ευκαιρία να απολαύσετε τέτοιο σπουδαίο θέαμα;
Δεν πήρα ούτε μια απάντηση. Θύμωσα και άρχισα τότε τις πόρτες να γκρεμίζω. Μπήκα σε ένα σπίτι, που είχε ένα στεφάνι κρεμασμένο πάνω από την είσοδο. Βρήκα στρωμένο το τραπέζι, μα έλειπαν οι άνθρωποι. Οι κάμαρές τους βρωμούσαν ύπνο και όνειρα φιλήσυχα. Οργίστηκα. Τους έβαλα φωτιά. Βγήκα ξανά έξω στο δρόμο τρέχοντας. Φόρεσα το στεφάνι στο κεφάλι μου και συνέχισα να περπατώ, ενώ οι φλόγες πίσω μου αγκάλιαζαν τη γειτονιά και σύντομα θα έκαναν στάχτη ολόκληρη την πόλη. Το ξέρω, πρέπει να ήμουν ένα γελοίο θέαμα. Σύντομα το κατάλαβα, όταν άκουσα γέλια. Δυο ποδηλάτες είχαν σταθεί πλάι στο δρόμο και διασκέδαζαν με την φαιδρή εικόνα μου. Πήγα κοντά τους και τους ρώτησα, που πήγαν όλοι οι άλλοι; Σοβάρεψαν, κοιτάχτηκαν, απόρησαν. Δεν με καταλαβαίναν. Αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον και τράβηξαν προς άλλες κατευθύνσεις, αφήνοντάς με και πάλι μόνο εκεί με το στεφάνι μου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Απάντησα.
«Αλήθεια, τι είναι αυτό που παριστάνετε; Δεν σας πηγαίνει. Βγάλτε το!»
Μα που είστε; Πείτε μου, με βλέπετε;
Κοίταξα τριγύρω μπαλκόνια και παράθυρα. Κανείς δεν ήταν. Ερημιά. Ακόμα και τα φαντάσματα είχαν αυτομολήσει.
«Συγνώμη, μα δεν υπάρχει τίποτα το ηρωικό στις πράξεις σας. Το ότι ξυπνήσατε ήρωας σε αυτήν την ιστορία, όχι, δεν είναι αρκετό. Και αν θέλετε να ξέρετε, ούτε ιστορία δεν υπάρχει, βασικά. Αρχή, μέση και τέλος; Άραγε σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Έξω από τον χρόνο δεν υπάρχει τίποτα. Και εδώ και λίγες ώρες ή μέρες αν θέλετε καλύτερα, όσο αντιφατικό και να ακούγεται, εσείς και ο χρόνος έχετε πια για τα καλά μαλώσει.»
Τι εννοείται; Εγώ συνέχεια προχωρώ κοιτώντας το ρολόι μου.
«Αλήθεια, προχωράτε; Και πηγαίνετε ακριβώς;»
Γυρίζω πίσω. Σπίτι μου.
«Δεν σας ακούω. Επαναλάβετε!»
Σπίτι μου, λέω, πίσω, γυρίζω πίσω, σπίτι μου.
«Σας χάνω. Τέλος πάντων, αν θέλετε, καλέστε με αργότερα.»
Κοίταξα πάλι το ρολόι στην οθόνη μου. Ήτανε ήδη 11. Η πυρκαγιά με είχε σχεδόν περικυκλώσει. Έβγαλα, πέταξα στις φλόγες το στεφάνι μου. Μάλιστα σκέφτηκα, για μια στιγμή, έτσι για το καλό, να δώσω μια και να πηδήξω από πάνω του, αλλά ο χρόνος πια με πίεζε ασφυκτικά. Έπρεπε να αρχίσω ίσως να τρέχω.
Πώς γίνεται να με πιέζει κάτι που δεν υπάρχει, που δεν υπάρχω εγώ μέσα σε αυτό; Γιατί δίνω τόσην αξία στα λόγια ενός άγνωστου; Που πήγανε τα λόγια τα δικά μου; Που είναι, άραγε, οι λέξεις μου; Που κρύφτηκαν, τώρα που τόσο τις χρειάζομαι;
Όσο αναρωτιόμουν, τόσο αυτές με εγκατέλειπαν. Μες στο κεφάλι οι προτάσεις έμεναν λειψές. Πήγαινα να πω στον εαυτό μου, άργησες, πρέπει να τρέξεις τώρα και τελικά αυτό που ο λόγος μου σχημάτιζε ήταν μονάχα ένα «τρε», κι εγώ απέμενα να απορώ αν ήταν τρέξε αυτό που ήθελα να πω ή μήπως κάτι άλλο. Τρέλα, τρένο, τρεμπλίνκα, τρέμω, τρέφομαι, όχι δεν ήταν έτσι. Όλες οι λέξεις οι παλιές ήτανε εκεί, τριγύρω μου. Καιγόντουσαν παρέα με την γειτονιά, την πόλη και τον κόσμο, κι οι στάχτες τους νέα νοήματα σχημάτιζαν. Σκεφτόμουν, πρέπει να πάω σπίτι μου και αντί για αυτό μονάχα ένα «σπι» ακατανόητο κατέληγε στη γλώσσα μου. Σπίρτο, σπιούνος, Σπιφ και Σπαφ, σπινθήρας και Σπινόζα. Ο λόγος γινόταν παρανάλωμα, μα οι φλόγες που εγώ ο ίδιος άναψα μού έδειχναν την σωστή κατεύθυνση. Μαζί με τα άλλα σπίτια ήταν και το δικό μου που κινδύνευε. Αν δεν βιαζόμουν, αν δεν έφτανα στην ώρα μου, μαζί του θα καιγότανε ίσως κι η πρώτη λέξη. Και ύστερα, μαζί της κάθε ελπίδα να επιστρέψω στον ύπνο και στα όνειρα θα εξαφανιζόταν. Και τότε είδα να έρχεται ξανά ο ένας από τους δύο ποδηλάτες, που λίγο πριν ήταν εκεί και με κορόιδευαν. Τι έγινε, τον ρώτησα ή έτσι νόμισα τουλάχιστον. Έφτασε πλάι μου, πέταξε το ποδήλατό του και έπεσε μέσα στη φωτιά να πιάσει το φλεγόμενο στεφάνι μου. Το πήρε, το φόρεσε και ουρλιάζοντας κάτι τελείως ακατάληπτο, άρχισε να σκαρφαλώνει προς τα σύννεφα. Το θαύμα του, ωστόσο, με άφησε αδιάφορο. Προτίμησα να εκμεταλλευτώ το γεγονός ότι η ανάληψη αυτή στους ουρανούς μου κληροδότησε ένα μέσο για να επιταχύνω την επιστροφή στο σπίτι μου. Σήκωσα το ποδήλατο, ανέβηκα σε αυτό και άρχισα να τρέχω, την ώρα εκείνη που η φωτιά είχε πια φτάσει τόσο δίπλα μου που έγλυφε τα λάστιχα και δάγκωνε τις ακτίνες του.
«Που πάμε;» ρώτησε αυτό.
Θα δεις. Θα δούμε. Ναι, κάτι μου θύμιζε αυτό. Θλίψη, θυμός και θέληση. Δεν ήταν μόνο ο λόγος. Θλίψη, θυμός και θέληση. Μαζί φαινόταν πως ξανάβρισκα εκείνον τον παλιό σκοπό. Θλίψη, θυμός και θέληση. Που πάει κάπως έτσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου