Σάββατο 30 Αυγούστου 2014


Τη μέρα εκείνη του μακελειού, του τηλεφωνήματος, του αναπάντεχου «τι γίνεται;» και του δειλού «δεν ξέρω», είχε φύγει πολύ νωρίτερα από τη δουλειά. Είχε ακούσει πως λόγω των επεισοδίων το κέντρο θα ήτανε κλειστό. Φοβήθηκε ότι και εκείνο το καφέ με το όνομα το τόσο ακατανόητο, στο οποίο τα μεσημέρια σύχναζε, δεν θα είχε ανοίξει επίσης. Τον έπιασε άγχος φοβερό, την ώρα που περπατούσε προς τα εκεί. Διέσχισε την πανικόβλητη πλατεία, χωρίς σχεδόν καθόλου να προσέξει το πλήθος που είχε ήδη εκεί συγκεντρωθεί. Παρέκαμψε τα μπλόκα των αστυνομικών παρά τις υποδείξεις τους. Κατέβηκε το δρομάκι με τα διάφορα καφέ, στο τέλος του οποίου βρισκόταν το δικό του. Ήταν όλα τους κλειστά. Τον έπιασε ταχυπαλμία. Ωστόσο, όσο πλησίαζε στο στόχο του, άρχιζε σιγά-σιγά να διακρίνει μια μουσική παράταιρη στον ήχο και τον θόρυβο της πόλης και της μέρας. Έφτασε. Είδε πως ήταν ανοιχτά. Την είδε να κάθεται στο μπαρ. Του φάνηκε πως κάτι τραγουδούσε. Με κόπο κρατήθηκε να μην πανηγυρίσει έξαλλα. Άνοιξε την πόρτα, την καλημέρισε, άφησε τα πράγματά του στο τραπέζι του και κατευθύνθηκε αμέσως προς την τουαλέτα. Τη μέρα εκείνη έμεινε στο καφέ αυτό περίπου το διπλάσιο χρόνο από όσο καθημερινά συνήθιζε. Για αυτό και κατ’ εξαίρεση ήπιε και δυο καφέδες. Ήτανε νηστικός κι ο δεύτερος μοιραία του προκάλεσε μεγάλη νευρικότητα. Ωστόσο, δεν ήτανε ο μόνος. Και η σερβιτόρα το μεσημέρι εκείνο ήταν επίσης νευρική και ανήσυχη πηγαινοερχόταν μες στο μαγαζί, άλλοτε ρίχνοντας ματιές στο έρημο δρομάκι κι άλλοτε δυναμώνοντας την ένταση της μουσικής, κάθε φορά που κάποιος πολεμικός αχός έφτανε ως τα αυτιά της. Δύο φορές του έφερε μπισκότα και βουτήματα, όσες και οι καφέδες του. Έξι φορές του άλλαξε τασάκι –η αλήθεια είναι πως τη μέρα εκείνη είχε καπνίσει αρκετά. Επτά φορές ήρθε να του ξαναγεμίσει το ποτήρι με νερό, αν και τις περισσότερες ήταν ήδη γεμάτο. Κάθε που τον πλησίαζε αυτός σκέπαζε τα χαρτιά του, άλλοτε με τα χέρια του κι άλλοτε με μια εφημερίδα που προσποιούνταν ότι διάβαζε. Κάπου εκεί, ανάμεσα στις επισκέψεις της, ήταν που χτύπησε πρώτη φορά και το τηλέφωνό του. Το έκλεισε και κοίταξε αμέσως προς το μέρος της. Δεν φάνηκε να το είχε καταλάβει. Η ένταση της μουσικής ήτανε πια τόσο δυνατή που πια όλα τα απορροφούσε. Τη δεύτερη φορά κοίταξε την οθόνη του και τρόμαξε. Κατάλαβε πως άλλο δεν γινότανε πια να το αποφεύγει. Σηκώθηκε και βγήκε από το μαγαζί. Ενώ μιλούσε έξω –δεν ήτανε και τόσο εύκολο, πνιγότανε από τους καπνούς και οι αλλεπάλληλες εκρήξεις τον αποσυντόνιζαν- την είδε να πλησιάζει το τραπέζι του. Το έκλεισε, επέστρεψε στη θέση του και άρχισε να τα μαζεύει. «Τι γίνεται;» τον ρώτησε αυτή. Σε θέλω, της απάντησε. Θέλω να πηδηχτούμε εδώ, μέσα σε ετούτο το καφέ, εδώ, επάνω στο τραπέζι μου, εδώ, ανάμεσα στις σημειώσεις μου που πια δεν έχει νόημα να σου τις κρύβω άλλο. Τώρα. Τελειώνει ο κόσμος, καταστρέφεται. Ίσα που προλαβαίνουμε με ένα άγριο ανθρωποφάγο πήδημα να γνωριστούμε επιτέλους εμείς οι δυο και ταυτόχρονα για πάντα να αποχαιρετιστούμε. «Δεν ξέρω», της απάντησε. Πλήρωσε, τα μάζεψε όλα βιαστικά και εξαφανίστηκε.


Την τάραξε πολύ αυτή του η αιφνίδια αναχώρηση. Για κάποιον λόγο, το μεσημέρι εκείνο, ένιωθε την ανάγκη της διακριτικής και σιωπηλής του παρουσίας. Χρειαζόταν την παρέα του. Όσο και αν δεν μιλούσανε, όσο και αν αυτός βρισκότανε στον κόσμο του, την έκανε, υπάρχοντας και μόνο, να νιώθει λίγο πιο ασφαλής. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν που χάρη σε αυτόν, τον μοναδικό μοναχικό πελάτη της, αισθανόταν πως και η δικιά της η παρουσία, το συγκεκριμένο εκείνο μεσημέρι, ενώ απ’ έξω η πόλη έβραζε, άφριζε και ξεχείλιζε, κάπως δικαιολογούνταν. Μόλις σηκώθηκε και έφυγε, για πρώτη της ίσως φορά, ένιωσε τόσο μόνη. Για πρώτη σίγουρα φορά της φάνηκε τόσο ηλίθια κενός ο χώρος της δουλειάς της. Σκέφτηκε να δυναμώσει ξανά τη μουσική, αλλά το κόλπο αυτό δύσκολα θα ξανάπιανε. Τότε κατάλαβε ότι το μόνο που της έμεινε ήταν να έκλεινε όσο πιο γρήγορα γινότανε το μαγαζί και να επέστρεφε στο σπίτι της ή όπου αλλού μπορούσε εκείνη τη στιγμή να βρει ένα ελάχιστο καταφύγιο ασφάλειας και οικειότητας. Μάζεψε το ποτήρι του, μα αντί να πάει να το πλύνει, κοίταξε με μιαν αλλόκοτη κι απρόσκλητη περιέργεια το περιεχόμενό του. Είχε εκεί μέσα ακόμα αρκετό καφέ – ο δεύτερος που πρώτη του φορά τη μέρα εκείνη της παρήγγειλε δεν του τελικά και τόσο απαραίτητος. Τον μύρισε και η οσμή του την έκανε να ανατριχιάσει. Ήταν αστείο, αλλά δεν είχε πιεί ποτέ ούτε έναν στη ζωή της. Τόσο καιρό έφτιαχνε και σέρβιρε καφέδες χωρίς ποτέ να μπει στον πειρασμό να δει τι γεύση έχουν. Οι φίλοι της την πείραζαν. Το αφεντικό της το είχε επισημάνει. Πώς να σε εμπιστευτεί η πελατεία σου, εάν σνομπάρεις τα ίδια σου τα προϊόντα; Ακούμπησε τη γλώσσα της στο χείλος του ξένου ποτηριού και έγλυψε τον μαύρο ξεραμένο λεκέ που είχε αυτός αφήσει. Έξω στο δόμο ακούστηκε ακόμα μία έκρηξη, αλλά της φάνηκε πως στην πραγματικότητα ήταν που κάτι έσκασε εκεί, μες στο κεφάλι της. Γύρισε κάπως συνωμοτικά και κοίταξε την πόρτα. Έβγαλε, πέταξε μακριά το καλαμάκι και έφερε ξανά το ποτήρι ως το στόμα της. Πήρε βαθειά ανάσα και κατέβασε με μιας ολόκληρο το περιεχόμενό το. Ο καφές μετέδωσε αμέσως το χαρμόσυνό του μήνυμα μέχρι τα πιο απομακρυσμένα κύτταρά της. Πήγε να αρπάξει το άλλο ποτήρι, το νερό, να σβήσει τη φωτιά που είχε ανάψει μέσα της και τότε ήταν που πρόσεξε εκείνο το χαρτάκι. Ο άγνωστος πελάτης είχε αφήσει πάνω στη βιασύνη του ένα μικρό ενθύμιο. Ήτανε μια σελίδα σχισμένη από τετράδιο. Έτσι όπως την έβλεπε, φαινότανε κενή και αχρησιμοποίητη. Την γύρισε και είδε πως υπήρχε κάτι σχεδιασμένο πάνω της. Η ταραχή της ανακάλυψης ήρθε να προστεθεί στην αναστάτωση που είχε ήδη επιφέρει ο παρθενικός καφές και παραλίγο να αναποδογυρίσει το τραπέζι με μια ανυπολόγιστή της κίνηση. Το σχέδιο πάνω στο χαρτί ήταν κακό και άχαρο. Το θέμα του όμως ήταν συγκλονιστικό. Ήταν μια γυναικεία μορφή με ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια, μια φούστα ως τα γόνατα, ενώ από τη μέση και πάνω δεν φορούσε τίποτα και σκέπαζε μονάχα τα βυζιά με τις παλάμες της. Στο πρόσωπο της δεν υπήρχανε χαρακτηριστικά, μα η κορδέλα που κρεμόταν από τα μαλλιά, όπως και η φούστα και τα παπούτσια ακόμα ήτανε ίδια ακριβώς με εκείνα τα δικά της. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν για να γράψει, όπως νόμιζε, που ερχότανε όλα τα μεσημέρια. Δεν ήταν ούτε ο καφές ούτε η ησυχία. Για αυτήν σύχναζε εδώ τόσο καιρό, μα τώρα που το μυστικό προδόθηκε, άραγε, θα ξανάρθει;

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

1

Το πρώτο πράγμα που έκανε, μόλις έμπαινε μέσα στο καφέ, ήταν να πάει να πλύνει τα χέρια του. Άφηνε τα πράγματα του στο αγαπημένο του τραπέζι, την καλημέριζε βιαστικά χωρίς να δώσει ακόμα την παραγγελία του και έτρεχε μέσα στην τουαλέτα, αδιαφορώντας για το αν η κίνησή του αυτή φαινότανε αστεία. Άνοιγε το ζεστό νερό, το άφηνε να τρέξει και σαπούνιζε τα δάχτυλά του με μανία, να φύγει η μαυρίλα της πρωινής του απασχόλησης. Ήξερε πως οι γυναίκες κοιτάζουν και εξερευνούν πάντα τα χέρια των αντρών και δεν ήθελε με τίποτα να την απογοητεύσει με αυτές τις άθλιες μουτζούρες του. Όσο κι αν κατάφερνε να ελκύσει το ενδιαφέρον της. Όσο κι αν ήτανε για αυτήν αόρατος, όταν ερχόταν να τον σερβίρει στο τραπέζι του, έπεφτε πάντοτε το βλέμμα της πάνω στα δάχτυλά του. Ήθελε τόσο πολύ να την αγγίξει. Ήθελε με κάποιον τρόπο να της εμπνεύσει αυτό το άγγιγμα έτσι, που αν κάποτε συνέβαινε, αυτή να το δεχότανε ως λύτρωση, ως αναγκαία ικανοποίηση μιας μυστικής επιθυμίας. Πώς θα γινότανε αυτό με αυτά τα χέρια τα τόσο λερωμένα; Πώς θα μπορούσε ετούτη η μυσταγωγία του μεσημεριού να λειτουργήσει ανεπηρέαστα από τα μελανά σημάδια που το πρωινό εναπόθετε επάνω στην επιδερμίδα του;

2

Πόσο αστεία της φαινότανε αυτή του η συνήθεια, να τρέχει αμέσως μέσα στις τουαλέτες, μόλις έμπαινε. Αναρωτιόταν από πόσο μακριά ερχόταν, άραγε, και δεν κρατιότανε με τίποτα. Ντρεπότανε για αυτό, το έβλεπε, μα ήταν ετούτη η ντροπή ακόμα και αυτή η κωμική αδημονία του που τον έκαναν με κάποιο τρόπο πιο γλυκό και γοητευτικό. Ναι, ήταν ας πούμε ένα είδος ανασφάλειας που παραδόξως στα μάτια της του έδινε διαστάσεις τόσο αβάσταχτα ανθρώπινες που την ωθούσαν να τον εξερευνήσει και άλλο. Άκουγε από μέσα το νερό να τρέχει, κι αν τύχαινε να μπει μετά αμέσως και αυτή, έβλεπε τον καθρέφτη να έχει από τους υδρατμούς θολώσει. Τίποτα δεν φαινόταν στον καθρέφτη αυτόν. Καμιά αντανάκλαση εκεί μέσα δεν χωρούσε. Ήτανε προφανές πως αδιαφορούσε επιδεικτικά για την εικόνα του. Άλλωστε, πάντοτε ερχόταν τσαλακωμένος και αχτένιστος. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να έχει σαπούνι πάνω στο νιπτήρα και ζεστό νερό. Τι είδους αμαρτίες τόσο πολύ βιαζόταν να απομακρύνει από πάνω;

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2014

Τα πόδια σου γυμνά
πάνω στο σκονισμένο μου παρμπρίζ.
Το κάθισμα που έχει πάρει πια
του κώλου σου το σχήμα.
Τα τραγούδια σου να ανεβοκατεβάζουν τις ταχύτητες,
αδιαφορώντας για του ταξιδιού τις ιδιαίτερες συνθήκες.
Το χέρι σου να μου χαϊδεύει το λαιμό,
να λέει ταυτόχρονα «σταμάτα κάπου, να σου πω»
και «τρέξε να δούμε τι υπάρχει παρακάτω».

Τα αιώνια τοπία σε όλο το μήκος αυτής της διαδρομής.
Το αιφνίδιο τοπίο το δικό σου.

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

το ηπειροκεάνιο

-Και γιατί δεν μπορούμε να πάμε στα Γιάννενα με τραίνο;
-Αφού, σου λέω, δεν έχει σιδηροδρόμο η Ήπειρος!
-Ε καλά, τότε ας πάμε με το ηπειροκεάνιο...

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

1

Του άρεσε αυτή η σερβιτόρα. Αυτή ήταν ο λόγος που περνούσε κάθε μεσημέρι από αυτό το μαγαζί. Που καθόταν στο τραπέζι με την καλύτερη τη θέα, από όπου μπορούσε απερίσπαστος να παρακολουθεί όλες της τις κινήσεις. Που βασάνιζε με τις ώρες το μικροσκοπικό φλιτζάνι του – πόσος πολύς χρόνος μπορεί να χωρέσει τελικά σε ένα στιγμιαίο καφεδάκι; Που διάλεγε πάντα την ώρα που ο κόσμος στο μαγαζί αραίωνε. Τις περισσότερες φορές τύχαινε να είναι μοναδικός πελάτης. Δικό του όλο το καφέ με το ακατανόητο εκείνο όνομα, που ούτε να το προφέρει δεν μπορούσε. Δικό του το τραπέζι το πανοπτικό, το μόνο πιθανόν τετράποδο το οποίο είχε στη ζωή του συμπαθήσει. Δικιά του και η αγαπημένη σερβιτόρα του, που τόσο καιρό ούτε το πώς την λένε δεν τολμούσε να ρωτήσει. Για αυτό τη βάφτιζε κατά καιρούς με διάφορα ονόματα, μα ύστερα το μετάνιωνε. Γιατί κανένα δεν της ταίριαζε απόλυτα. Γιατί όλα μαζί και πάλι να την περιγράψουν δεν μπορούσαν. Όταν στους άλλους μιλούσε για αυτήν, την έλεγε «η όμορφη». Μα όταν την σκεφτόταν, όταν την έφερνε στο νου τις άλλες ώρες της ημέρας, της έδινε έναν τίτλο πιο παράδοξο: «η ωραία νυσταγμένη». Ήταν αυτό το βλέμμα το νωχελικό, το οποίο δεν ήξερε αλήθεια που να το κατατάξει. Ήταν που νύσταζε πραγματικά και λαχταρούσε η βάρδια της να λήξει και στο κρεβάτι της να τρέξει να κρυφτεί; Ή μήπως πιο πολύ ήτανε που του θύμιζε βλέμμα ανθρώπου που μόλις έχει γυρίσει από τα όνειρα και αγουροξυπνημένος προσπαθεί να καταλάβει τη νέα μέρα που του είχε έτσι απροσδόκητα προκύψει; Του άρεσε το βλέμμα της. Όχι δεν ήταν βλέμμα ανθρώπου που βαριέται, που σέρνεται, που σκουντουφλά. Που με το ζόρι ανταποκρίνεται στα επαγγελματικά του τα καθήκοντα. Το βλέμμα αυτό με έναν τρόπο μοναδικά παράδοξο ξεχείλιζε από όρεξη. Μόνο που όσο και αν το μελετούσε, τόσο καιρό που σύχναζε σε εκείνο το καφέ, δεν είχε κατορθώσει ακόμα να μαντέψει τι ήταν αυτό που ακριβώς ορέγονταν τα μάτια αυτά τα τόσο νυσταγμένα. Τι εικόνες μέσα από τα βλέφαρά τους έκρυβαν και την κρατούσανε αυτήν τόσο απασχολημένη κι αυτόν τόσο αόρατο. Αφού από αυτό βασανιζόταν διαρκώς, που ενώ αυτός έβλεπε, παρατηρούσε, σπούδαζε κάθε δική της κίνηση, κάθε δικό της βήμα, αυτή αδιαφορούσε τόσο επιδεικτικά που έθετε σε αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξή του. Σκεφτότανε καμιά φορά, πως έτσι και ξαφνικά του ερχότανε να σηκωθεί, να αρπάξει το ταμείο και να φύγει τρέχοντας, αυτή μετά δεν θα μπορούσε ούτε καν στοιχειωδώς στους μπάτσους να τον περιγράψει. Όχι, φαινόταν να μην του έδινε καμία σημασία. Ερχόταν στο τραπέζι του, τον καλημέριζε αδιάφορα, έπαιρνε την παραγγελία – τόσο καιρό θα μπορούσε, τουλάχιστον, να είχε μάθει πώς πίνει τον καφέ του. Κάποιες φορές του έφερνε μπισκότα και βουτήματα κι αυτός το έπαιρνε προσωπικά και της χαμογελούσε, αν και το ήξερε καλά ότι αυτό συνέβαινε με όλους τους πελάτες. Μια μέρα μόνο ήταν που της ξέφυγε και είπε κάποια κουβέντα παραπάνω. Ήτανε τότε τον Απρίλη, με τα επεισόδια. Γινόταν κάτω στην πλατεία μακελειό κι όλο ακουγόντουσαν σειρήνες και εκρήξεις. Ήταν και πάλι οι δυο τους μόνοι μες στο μαγαζί κι είχε αυτή βάλει τη μουσική στα τέρματα να μην ακούει τον δρόμο. Αυτός βγήκε κάποια στιγμή για να μιλήσει στο τηλέφωνο. Όχι πως έξω θα άκουγε καλύτερα, αλλά ντρεπόταν λιγάκι να απαντήσει και να ακούσουνε οι άλλοι τα τραγουδάκι του καφέ να παίζουν από πίσω. Εδώ γινόταν επανάσταση κι αυτός χάζευε μίαν άγνωστη πίνοντας τον καφέ του. Τι θα έλεγε ο κόσμος; Αυτή για κάποιο λόγο συνέδεσε τα επεισόδια με αυτό το τηλεφώνημα και όταν ήρθε πάλι πίσω στο τραπέζι του, τον ρώτησε «τι γίνεται;». Λες και ήτανε αυτός που όλα τα κατεύθυνε από το μυστικό το στρατηγείο του. Είχε τότε την ευκαιρία του να την εντυπωσιάσει, να αρχίσει κάποιο παραμύθι αγωνιστικό. Να την τρομάξει με τις τερατολογίες του και ύστερα να σπεύσει φυσικά να την καθησυχάσει. Ίσως ακόμα να της προτείνει να την συνοδεύσει ως το σπίτι της, γιατί, είπαμε, έξω γινόταν μακελειό. Ναι, να την προστατεύσει. Όμως την ώρα εκείνη σάστισε. Εκείνο το εκτός προγράμματος «τι γίνεται;» τον αιφνιδίασε και έτσι το μόνο που κατάφερε να πει ήταν ένα χαζό «δεν ξέρω». Δεν ήξερε, είναι αλήθεια, τίποτα, ούτε για αυτά που έξω εκεί στο δρόμο γίνονταν ούτε για τα άλλα που μέσα σε εκείνο το καφέ μπορούσανε να γίνουν. Υπέθετε, θεωρούσε, φανταζότανε, μα στην πραγματικότητα απείχε ακόμα αρκετά από το να γνωρίζει. Κι όμως δεν ήταν τόσο δύσκολο. Αρκούσε μόνο, την κατάλληλη στιγμή, να είχε κάνει και αυτός την ίδια ακριβώς ερώτηση. Τι γίνεται;


Το να δουλεύει βάρδια πρωινή ήταν για εκείνη το καλύτερο. Μέχρι τις δύο δυόμιση ήταν γεμάτο το καφέ κι ύστερα, ως τις πέντε όπου σχόλαγε, ήτανε συνήθως χαλαρά κι έτσι είχε πάντα σχεδόν τη δυνατότητα να κάνει τα δικά της. Τις περισσότερες φορές, αν δεν ερχότανε αυτός, μάλλον θα ήταν μόνη της. Όχι ότι η παρουσία του άλλαζε και πολύ τα πράγματα. Ήτανε τόσο διακριτικός, τόσο εκεί μέσα, βαθιά μες στα χαρτιά και μες στις σκέψεις του, χωμένος, που νόμιζε ότι ακόμα και αν έβγαζε τα ρούχα της και άρχιζε να σφουγγαρίζει το μωσαϊκό ολόγυμνη, αυτός να μην το πρόσεχε. Της άρεσε αυτή η αδιαφορία του. Όχι, δεν ήταν γενικά αδιάφορος. Έμοιαζε να δείχνει πάθος ίσως και φανατισμό σε αυτά με τα οποία ασχολούνταν. Τον έβλεπε να μουτζουρώνει τις σελίδες του και προσπαθούσε τι γράφει να μαντέψει. Για κάποιο λόγο πίστευε πως γράφει ας πούμε κάτι σαν ποιήματα. Θα ήθελε αλήθεια να τους ρίξει μια ματιά, μα κάθε φορά που το τραπέζι του πλησίαζε για να αδειάσει το τασάκι του ή να γεμίσει το ποτήρι με νερό, αυτός τα σκέπαζε αμέσως και τα έκρυβε. «Γράφει για μένα», σκέφτηκε κάποια στιγμή αυτάρεσκα. Μα αμέσως την κατάπιε την επιπόλαια την σκέψη της. «Μα αφού δεν με γνωρίζει.» Ήξερε πως προτιμούσε εκείνο το καφέ, γιατί από όλα τα άλλα της περιοχής ήτανε το πιο ήσυχο. Για αυτό και ερχόταν τις ώρες που συνήθως άδειαζε. Ζητούσε να απομονωθεί και το τραπέζι αυτό –πάντα εκεί καθότανε- ήτανε κατά κάποιο τρόπο το γραφείο του. Αυτή, για να τον βοηθήσει, διάλεγε μουσική κατάλληλη και απέφευγε να δυναμώνει, όσο αυτός ήταν εκεί, την ένταση. Μονάχα μια φορά έκανε μια εξαίρεση. Ήτανε τότε, τον Απρίλιο. Τότε με εκείνα τα άγρια επεισόδια. Ήτανε τόσος πολύς ο θόρυβος που ερχότανε από έξω, που είπε να βάλει κάτι να παίζει δυνατά να τον κατανικήσει. Αυτός δεν φάνηκε να ενοχλείται από αυτό. Όμως το μεσημέρι εκείνο έμοιαζε αφηρημένος και ανήσυχος. Κι όλο κοιτούσε το τηλέφωνο. Κι όλο το βλέμμα σήκωνε και έβλεπε προς την πόρτα. Από το δρόμο ακούγονταν κρότοι, σειρήνες και φωνές. Δεν έβλεπαν τι γίνεται, όσο κι αν το πεδίο μάχης ήταν δίπλα τους. Μονάχα που και που περνούσε κάποιος μπροστά από την πόρτα τρέχοντας, κοιτώντας με τρόμο προς τα πίσω. Τα πιο πολλά καφέ τις γειτονιάς είχανε από ώρα κλείσει. Ίσως και να ήταν μονάχα το δικό τους ανοιχτό. Το αφεντικό της είχε πει να σβήσει φώτα και να κλειδώσει και αυτή, έτσι και δει πως έξω ζορίζουνε τα πράγματα. Αυτή όμως δεν έβλεπε. Μονάχα άκουγε κι όλο δυνάμωνε τη μουσική να μην καταλαβαίνει. Κάποια στιγμή τον είδε να σηκώνεται. Κρατούσε το τηλέφωνο και κοίταζε μια την οθόνη του και μια αυτήν διστακτικά, αναποφάσιστα. Κατάλαβε ότι χτυπούσε και άπλωσε το χέρι προς το ραδιόφωνο την ένταση να χαμηλώσει. Μα αυτός της γύρισε την πλάτη και πήγε προς την έξοδο. Βγήκε στο δρόμο και απάντησε. Αισθάνθηκε λιγάκι άσχημα. Τον έβλεπε που ενώ μιλούσε έβηχε. Η ατμόσφαιρα είχε βαρύνει από τους καπνούς και από τα διάφορα που έριχναν. Κοίταξε το τραπέζι του. Είχε αφήσει τα χαρτιά του πρώτη φορά αφύλακτα, απροστάτευτα. Σκέφτηκε πως ίσως αυτή να ήταν η ευκαιρία της. Εκείνος σαν να μάντεψε την σκέψη της γύρισε και την κοίταξε. Μόνο αν κάτι του συνέβαινε, αν τον χτυπούσαν, αν ζαλιζόταν από τα χημικά, μονάχα τότε θα μπορούσε να μάθαινε τι έγραφε. Η πόρτα άνοιξε ξανά και η κακιά της σκέψη ντράπηκε και εξαφανίστηκε. Χαμήλωσε την μουσική, σχεδόν την έκλεισε. Σηκώθηκε και τον πλησίασε κρατώντας την κανάτα της. Δήθεν να του γεμίσει το ποτήρι του. Αυτός την κοίταζε επίμονα. Της φάνηκε πως είχε κάτι να της πει. Κάτι εκεί έξω είχε συμβεί. Κάποιος του το είπε μόλις στο τηλέφωνο. «Τι γίνεται;» τον ρώτησε. Πόσο πολύ της άρεσε αυτή η αμηχανία του. Πόσο πολύ θα ήθελε να τον φιλήσει εκείνη την στιγμή, λίγο πριν μαρτυρήσει το μεγάλο μυστικό. Την είδηση πως πάει ο κόσμος πια, τελείωσε. Πως άνοιξε η γη. Ο ήλιος πως γκρεμίστηκε. Πως έληξε ο χρόνος. «Δεν ξέρω», της απάντησε και αμέσως έβγαλε από την τσέπη κάτι κέρματα. Τα ακούμπησε πάνω στο τραπέζι και μάζεψε τα πράγματά του γρήγορα. Και όμως, της φάνηκε πως είχε ακόμα κάτι να της πει. Είδε τα χέρια του που έτρεμαν. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφα χέρια. Τα μακριά του δάχτυλά του ήταν λιγάκι μαυρισμένα. Άραγε τι δουλειά να έκανε; Τι σχέση να είχε, άραγε, με όλα αυτά που έξω εκεί συνέβαιναν. Γιατί δεν ρώτησε ποτέ να μάθει το όνομά της; Γιατί αυτή δεν του το έλεγε από μόνη της, χωρίς να την ρωτήσει;

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

η επιμέλεια

Η εργασία μου αυτή υπήρξε πολλαπλώς ωφέλιμη. Πρώτον γιατί, μετά από αρκετό καιρό συγγραφικής απραξίας, κατάφερα να γράψω επιτέλους κάτι περισσότερο από δυο-τρεις μουτζουρωμένες λέξεις. Έπειτα, γιατί χωρίς καθόλου να έχω προηγουμένως κάτι τέτοιο επιδιώξει, κάθισα και έφτιαξα μια ιστορία πολύ διαφορετική ως προς το στυλ και τη θεματολογία αυτών με τα οποία συνήθως 23 καταπιάνομαι. Το μεγαλύτερο όμως κέρδος που αποκόμισα από το Τζόκερς ήταν ότι διαβάζοντάς το μες στην αίθουσα, κατάφερα να πείσω τους συμφοιτητές μου ότι δεν είμαι τελικά και τόσο παράξενος, βλαμμένος και αντικοινωνικός, όσο είχα οπωσδήποτε φανεί στα πρώτα μας μαθήματα, και ότι ίσως τελικά να είχα και λίγο πλάκα.
Το βράδυ, μετά το μάθημα, δεν πήγα κατευθείαν στο δωμάτιό μου να κρυφτώ, όπως συνήθιζα ως τότε, αλλά βγήκα για πρώτη φορά μαζί τους στο Lord για ένα «ποτό». Με ιδιαίτερα μεγάλη ικανοποίηση τους άκουγα να επαναλαμβάνουν κάποιες από τις ατάκες του διηγήματός μου και ένιωθα περίπου ευτυχής που για πρώτη φορά μετά από καιρό μπορούσα να συστηθώ ξανά στους άλλους με κάτι που είχα γράψει.
Ξαναδιαβάζοντάς το μετά από ενάμιση περίπου χρόνο ειλικρινά εκπλήσσομαι που μπόρεσα να γράψω ένα κείμενο τόσο διασκεδαστικών προθέσεων, ενώ περνούσα ακόμα μια από τις πιο ζοφερές περιόδους της ζωής μου. Ίσως εκεί να εντοπίζεται και η θεραπευτική αξία της συγγραφής, αν πράγματι υπάρχει κάτι τέτοιο. Πως δηλαδή μπορείς, φτιάχνοντας άλλες ιστορίες πιο φανταστικές, να πιάνεις τη δική σου ιστορία την πραγματική από εκεί που την παράτησες και μέσα από μια νέα αφήγηση να την επιμελείσαι.