Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Είχες μόλις μετακομίσει. Δε σου άρεσε άλλο στο κέντρο η ζωή, τα μάζεψες και πήγες στο Χαλάνδρι. Δε σου άρεσε που δεν ήσουν πια εσύ το κέντρο στη δική μου τη ζωή και με το ζόρι στο νότο με κατέβασες. Εγώ το κέντρο μόνο ήξερα. Εκεί, στους Αμπελόκηπους, ήταν για μένα κάτι σαν τις Ηράκλειες τις στήλες. Υποπτευόμουν πως ίσως κάτι να υπήρχε και πέρα από εκεί. Σκύλα και Χάρυβδη όμως η Κηφισίας σου και η άλλη, η Μεσογείων. Μάντευα ίσως άλλους πολιτισμούς πέρα μακριά, στις λεωφόρους θάλασσες, αλλάστ’ αλήθεια δεν θέλησα ποτέ από κοντά να τους γνωρίσω. Βαριόμουν τα προάστια, το ήξερες. Μα εσύ με ήθελες εκεί αποκλεισμένο. Ζήτησες και σου έχτισαν, κάτω στα υπόγεια του σπιτιού, έναν κακό λαβύρινθο. Κι ύστερα ήρθες και μου ανακοίνωσες πως και καλά με τα χεράκια τον έφτιαξες. Ποιον κοροϊδεύεις, άραγε; Ούτε τα σχέδια δεν ήτανε δικά σου. Από τους εφιάλτες μου τα έκλεψες μια νύχτα που με έπιασες στον ύπνο να παραμιλάω. Κι ύστερα είπες ότι για μένα τον παρήγγειλες. Για να έχω για να παίζω. Με ήθελες Μινώταυρο δεμένο χειροπόδαρα. Κι εσύ εκεί με το κουβάρι σου να πλέκεις τον ιστό σου. Το καλοκαίρι εκείνο το πέρασα στο σπίτι σου. Όλη τη μέρα στο κρεβάτι σου κρυβόμασταν. Στου έρωτα τα επίμονα γυμνάσια. Το σπίτι ακόμα ήταν γιαπί. Μισοτελειωμένο. Μα η κάμαρά σου είχε πολύ προηγηθεί του όλου οικοδομήματος. Υπήρχε εκεί πριν από εμάς. Πριν μπούνε τα θεμέλια. Πριν κατεβούν οι Δωριείς. Πριν γεννηθεί ο λόγος. Και όταν η νύχτα ερχότανε, μου έλεγες, «σήκω, ντύσου!». Να σηκωθώ, να πάμε που; Υπάρχει κάτι άλλο; Μα εσύ εκεί, επέμενες, «σήκω, σου λέω, και κοίταξε να βάλεις τα καλά σου!». Σαν λύκοι στην ταράτσα ανεβαίναμε. «Θα πιείτε κάτι; Να σας φέρουμε;», ρωτούσανε τα αστέρια. Μας ξέρανε. Θαμώνες της συνήθειας. Πελάτες του απείρου. Πάντα διψούσαμε πολύ. Άδειαζαν τα ποτήρια μας πριν λιώσουν τα παγάκια. Και πάντα η κουβέντα μας κατέληγε στα ίδια. «Πότε θα έρθεις μόνιμα; Πάμε στην Ελαφόνησο; Που ήσουν τόσα χρόνια;» Σαν λύκοι ανεβαίναμε και ύστερα γυρνούσαμε πίσω σαν τα μοσχάρια. Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε, λέγαμε το όνειρά μας. Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε, μετρούσαμε ανάσες. Τους χτύπους της καρδιάς υπολογίζαμε και πάντα κάποιον βρίσκαμε που να μας περισσεύει. Κοιμόμασταν, ξυπνούσαμε και ο καιρός περνούσε. Ο Αύγουστος ο πλακατζής ακόμα λέει ανέκδοτα με εμάς στους διπλανούς του μήνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου