Η όραση είναι η κυρίαρχη αίσθηση. Αυτή που καταδυναστεύει όλες τις άλλες τις αισθήσεις. Μολονότι είναι η νεώτερη και η λιγότερο ανεπτυγμένη σε σχέση με τις πολύπλοκες εγκεφαλικές διεργασίες, οι άνθρωποι έχουν το θράσος να μιλούν για φωτογραφική μνήμη και στις περισσότερες γλώσσες να λένε «βλέπω» και να εννοούν «καταλαβαίνω».
Στο σεξ υπάρχουν αυτοί που θέλουν όλα να συμβαίνουν με τα φώτα ανοιχτά κι εκείνοι που προτιμούνε τα σκοτάδια. Κάποιοι –λίγοι ενδεχομένως- γουστάρουν να πηδιούνται στα σκοτεινά για να μπορούν να γεύονται, να αγγίζουν και να οσφραίνονται τον ερωτικό τους παρτενέρ, χωρίς η εικόνα του να τους παραπλανά και να τους αποσυντονίζει. Οι πιο πολλοί, ωστόσο, έχουν άλλους σκοπούς, πιο ταπεινούς, την ώρα που τους διακόπτες κατεβάζουν. Βλέπετε, η όραση μπορεί να είναι η μικρή και κακομαθημένη αίσθηση που αρέσκεται τόσο πολύ να βασανίζει και να ταλαιπωρεί τις άλλες τις μεγάλες αδερφές της, αλλά αν υπάρχει κάποια ανθρώπινη λειτουργία που πραγματικά υποφέρει από αυτήν, είναι η φαντασία.
Έτσι, όπως τα παιδιά σβήνουν το φως του δωματίου τους για να μπορούν πιο εύκολα να ακούν τα μυστικά των γονιών τους, έτσι και οι ενήλικες κατά τη διάρκεια του ερωτικού τους παιχνιδιού καταφεύγουν συχνά στη βοήθεια του σκοταδιού για να αντικαταστήσουν αυτόν με τον οποίον μοιράζονται το κρεβάτι τους με εκείνον που πραγματικά θα ήθελαν κοντά τους.
«Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Εσύ, γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Εγώ ρώτησα πρώτη!»
«Γιατί σε σκέφτομαι.»
«Έλα! Άσε τις βλακείες και απάντησε! Γράφεις, ε;»
«Όχι, σου λέω. Σε σκέφτομαι.»
«Μμμ… Τι σκέφτεσαι, δηλαδή;»
«Δε μπορώ να σου πω.»
«Γιατί; Ντρέπεσαι;»
«Όχι. Εσύ ντρέπεσαι.»
«Να σου πω, δεν είναι γελοίο να είμαστε σε διπλανά δωμάτια και να μιλάμε από το facebook;»
«Θες να έρθω από εκεί;»
«Όχι!»
«Ε, τότε; Με κοροϊδεύεις, έτσι;»
«Έρχομαι εγώ.»
Ο Στράτος τινάχτηκε αμέσως από το κρεβάτι του και σαν τον διαβολάκο της Τασμανίας άρχισε να κάνει σβούρες μέσα στο δωμάτιο, κρύβοντας όπως-όπως τα εσώρουχά του, κλείνοντας τις τολμηρές σελίδες του στο ίντερνετ και ανοίγοντας διάπλατα την μπαλκονόπορτα για να αεριστεί ο χώρος. Αυτό είναι το κακό με τις φαντασιώσεις, πραγματοποιούνται την ώρα εκείνη ακριβώς που εσύ καθόλου δεν τις περιμένεις. Αγχώθηκε. Έβγαλε την πιτζάμα του –ήταν γελοία κι εκείνες οι λαδιές από τα σουβλάκια που έτρωγε νωρίτερα δε μοιάζαν με τιμητικά παράσημα καθόλου- και αμήχανα ξεβράκωτος προσπαθούσε να βρει μέσα στο σάκο του κάτι άλλο ευπρεπές και άνετο να βάλει. Το συνθηματικό –έτσι του φάνηκε- όμως χτύπημα στην πόρτα τον πρόλαβε κι έτσι αναγκάστηκε να την ξαναφορέσει ηττημένος.
«Ποιος είναι;» ρώτησε ανόητα.
«Room service», ακούστηκε η φωνή της.
Άνοιξε κι αμέσως σταύρωσε τα χέρια του μηχανικά πάνω από την κοιλιά του, μήπως και κρύψει τους λεκέδες της πιτζάμας του.
«Τι έτρωγες;»
«Ε, είχα πάρει κάτι από τον πεζόδρομο…»
«Παιδάκι μου, τι έπαθες; Σε πιάσανε οι ζέστες;»
Η Ισαβέλλα τον προσπέρασε, πήγε χοροπηδώντας ως την μπαλκονόπορτα και την έκλεισε ξανά. Οι καμπύλες του σώματός της διαγράφονταν σχεδόν σαδιστικά κάτω από ό,τι ρούχο κι αν φορούσε. Ακόμα και κάτω από αυτές τις τόσο αθώες, ροζ, κοριτσίστικες πιτζάμες της. Ο Στράτος έμεινε να την κοιτάζει με τα χέρια ακόμα σταυρωμένα, διστάζοντας ακόμα να κάνει βήμα προς το μέρος της.
«Τι έπαθες;»
«Τι θέλεις;»
«Θέλω να μου πεις τι ακριβώς σκεφτόσουνα. Έχεις τίποτα να πιούμε;»
«Έχω μια μπύρα στο ψυγείο.»
«Καλή κι η μπύρα.»
Ο Στράτος έσκυψε πάνω από το ψυγειάκι του δωματίου και το άνοιξε, ενώ η Ισαβέλλα πίσω από την πλάτη του, έβγαλε γρήγορα το πάνω μέρος της πιτζάμας της και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του. Γύρισε και την είδε. Το βλέμμα του καρφώθηκε στους γυμνούς της ώμους που εξείχανε μέσα από τα σεντόνια.
«Ασ’ την! Δε θέλω. Άλλαξα γνώμη.»
Εκείνος, σα να μην άκουγε τα λόγια της, άνοιξε το κουτάκι και ήπιε με μια γουλιά περίπου το μισό περιεχόμενο.
«Βάλε μουσική!» τον διέταξε σχεδόν, σπρώχνοντας με το δάχτυλό της το λάπτοπ πάνω στο κομοδίνο του.
«Τι θες να ακούσεις;»
«Όχι εσένα, πάντως.»
«Μα δεν είπες πως θέλεις να σου πω τι ακριβώς σκεφτόμουνα;»
«Δε θέλω να πεις. Να μου δείξεις θέλω. Και σβήσε όλα τα φώτα!»
«Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Γράφω. Εσύ;»
«Τι γράφεις; Για αύριο;»
«Όχι, κάτι δικό μου.»
«Για όλα αυτά που γίνονται;»
«Όχι ακριβώς. Για άλλα…»
«Για μένα;»
«Εσύ, γιατί δεν κοιμάσαι, Ισαβέλλα;»
«Γιατί σκέφτομαι.»
«Τι σκέφτεσαι;»
«Να σου πω, δεν είναι γελοίο να είμαστε σχεδόν σε διπλανά δωμάτια και να μιλάμε από το facebook;»
«Έχεις δίκιο. Καλύτερα να κοιμηθούμε.»
«Όχι!»
«Τι όχι;»
«Τίποτα. Καληνύχτα, Στεργίου!»
The words she said turned out why/Desperation fills her eyes
/Hold her in your arms/Don't let go. Έμεινε μόνη η οθόνη του φορητού υπολογιστή για να φωτίζει το δωμάτιο. Έμειναν μόνες των Maiden οι κραυγές τους τοίχους για να κοπανάνε.
When you taste defeat, when you loose again /Fight and win, never give in
/Hold her in your arms/Don't let go. Εκείνη να βουλιάζει κάτω από το συμπαγές του πήδημα. Αυτός να ψάχνει τρόπο να μπει όλο και πιο βαθειά της μέσα.
That girl you need/Gonna knock you off your feet
/That girl, you know/She'll never let you go. Εκείνη να σφίγγει τα βλέφαρά της δυνατά. Όχι, να μην της φτάνει το σκοτάδι. Αυτός να βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και να χάνεται. Να τρέχει να φανερωθεί στο φως που τον λυτρώνει.
Can you hear her call, call out your name/Think about you, cry without you
/Hold her in your arm/Don't let go. Αυτός, πιο εδώ «εδώ» δε γίνεται. Εκείνη, πιο αλλού «αλλού» στ’ αλήθεια δεν υπάρχει.
εδώ
εδώ το σώμα μου. το δικό σου σώμα. το κενό ανάμεσα στα παλλόμενα σώματά μας. το παλλόμενό μας σώμα. το σύμπαν του και οι θεωρίες γέννησης αυτού. ο θάνατος του σύμπαντος. η μεγάλη έκρηξη. η συντριβή. η σύνθλιψη του σώματός σου. ο αφανισμός του. η ενσώματή σου καταβύθισή στο φρέαρ αυτού του κρεβατιού. αυτού του δωματίου. αυτού του ορόφου. αυτού του ξενοδοχείου. αυτής της πόλης. αυτής της χώρας. αυτής της χερσονήσου. αυτής της ηπείρου. αυτού του πλανήτη. αυτού του ηλιακού συστήματος. το σεληνάκατό μου σώμα. το ανάγλυφο, το τρισδιάστατο, το οργανικό σου σώμα. γλύφω το ανάγλυφο. τσισδιαστέλλω το τρισδιάστατο. οργώνω το οργανικό. πιάνω δουλειά. υπάρχω. πυκνώνω. συμπυκνώνω. βρίσκομαι.
αλλού
αλλού εγώ. αλλού η σκέψη. η φυγή. η όραση. αλλού το αναπάντεχο, το ανέφικτο, το απωθημένο. ποιος απωθεί τα απωθημένα μου; ποιος απολλύει τις συμβάσεις; ποιος κατοικεί το αλλού μου το αλλότριο; ποιος κυβερνά τη στίξη μου του κορμιού μου; τη συμφωνία του ρήματός μου εαυτού και του επιθυμώ υποκειμένου μου; τη χρονική μου αύξηση; τις έλξεις των αναφορικών μου; το σώμα και το σώμα μου. το διάστημα ανάμεσα στα σώματά μας. το διάστημα, το σύμπαν, το κενό. ο ήχος που δεν αναπαράγεται. ο ήχος που δεν μεταβαίνει, δεν ηχεί. ο ήχος μέσα στο κεφάλι μου. ο ήχος που δεν γνωρίζει τίποτα. ο ήχος που ερωτεύεται. ο ερωτηματικός μου ήχος. αλλού ερωτώ. αλλού απαντιέμαι. αλλού καταφάσκω. αλλού υποδηλώνομαι. εδώ μονάχα το μουνί μου.
Ο Στράτος που πηδάει την Ισαβέλλα.
Ο ρυθμός του είναι φρενήρης, εξοντωτικός.
Το πήδημά του αντιβαίνει τους κανόνες.
Σαν έφηβος.
Σαν ναυτικός.
Σαν σαρκοφάγος δισταγμός.
Βυθίζεται.
Ποντίζεται.
Εξορυγνύει.
Εκ-μεταλλεύεται.
Σπάει και θρυμματίζει.
Πηδάει και προσπαθεί να θυμηθεί.
Δεν ήταν κάπως έτσι;
Τόσες φορές το είχε φανταστεί.
Τόσες φορές το είχε κρυφά αναπαραστήσει.
Δεν ήταν αυτή;
«Αυτή
«Αυτή που
«Αυτή που έρχεται
«Αυτή που έρχεται όταν
«Αυτή που έρχεται όταν την
«Αυτή που έρχεται όταν την σκέφτομαι»
που έρχεται όταν την σκέφτομαι»
έρχεται όταν την σκέφτομαι»
όταν την σκέφτομαι»
την σκέφτομαι»
σκέφτομαι»
Η Ισαβέλλα που πηδιέται από το Στράτο.
Η Ισαβέλλα που
Η Ισαβέλλα πού
Η Ισαβέλλα όπου
Πηδιέται.
Γαμιέται.
Παραδίνεται.
Τα πόδια της χτυπιούνται στα πλευρά του.
Σφίγγεται.
Σωρεύει.
Συρρικνώνεται.
Τα γόνατά της αποκολλούνται από το σώμα του.
Οι αστράγαλοί της εγκαταλείπουνε τη μάχη.
Τα μπούτια της εξαϋλώνονται.
Τα πέλματά της ξηλώνουν τα σεντόνια.
Τα χέρια που δεν αγκαλιάζουνε.
Τα χέρια που αρνούνται να αγγίξουν.
Κουτσουρεμένος έρωτας ανάπηρος.
Γαμήσι δίχως άκρα.
Μονάχα ένα μουνί και δυο αμπαρωμένα βλέφαρα.
Δυο μάτια που να κοιτάξουν δε μπορούν.
Κι ένα μουνί που δε θέλησε ποτέ του να ακούσει.
Ένα μουνί καταπακτή.
Έρως υποκατάστατος.
Γαμήσι νεροχύτης.
Η Ισαβέλλα που θέλει να αγαπηθεί.
Μια άλλη Ισαβέλλα.
Στο σεξ υπάρχουν αυτοί που θέλουν όλα να συμβαίνουν με τα φώτα ανοιχτά κι εκείνοι που προτιμούνε τα σκοτάδια. Κάποιοι –λίγοι ενδεχομένως- γουστάρουν να πηδιούνται στα σκοτεινά για να μπορούν να γεύονται, να αγγίζουν και να οσφραίνονται τον ερωτικό τους παρτενέρ, χωρίς η εικόνα του να τους παραπλανά και να τους αποσυντονίζει. Οι πιο πολλοί, ωστόσο, έχουν άλλους σκοπούς, πιο ταπεινούς, την ώρα που τους διακόπτες κατεβάζουν. Βλέπετε, η όραση μπορεί να είναι η μικρή και κακομαθημένη αίσθηση που αρέσκεται τόσο πολύ να βασανίζει και να ταλαιπωρεί τις άλλες τις μεγάλες αδερφές της, αλλά αν υπάρχει κάποια ανθρώπινη λειτουργία που πραγματικά υποφέρει από αυτήν, είναι η φαντασία.
Έτσι, όπως τα παιδιά σβήνουν το φως του δωματίου τους για να μπορούν πιο εύκολα να ακούν τα μυστικά των γονιών τους, έτσι και οι ενήλικες κατά τη διάρκεια του ερωτικού τους παιχνιδιού καταφεύγουν συχνά στη βοήθεια του σκοταδιού για να αντικαταστήσουν αυτόν με τον οποίον μοιράζονται το κρεβάτι τους με εκείνον που πραγματικά θα ήθελαν κοντά τους.
«Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Εσύ, γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Εγώ ρώτησα πρώτη!»
«Γιατί σε σκέφτομαι.»
«Έλα! Άσε τις βλακείες και απάντησε! Γράφεις, ε;»
«Όχι, σου λέω. Σε σκέφτομαι.»
«Μμμ… Τι σκέφτεσαι, δηλαδή;»
«Δε μπορώ να σου πω.»
«Γιατί; Ντρέπεσαι;»
«Όχι. Εσύ ντρέπεσαι.»
«Να σου πω, δεν είναι γελοίο να είμαστε σε διπλανά δωμάτια και να μιλάμε από το facebook;»
«Θες να έρθω από εκεί;»
«Όχι!»
«Ε, τότε; Με κοροϊδεύεις, έτσι;»
«Έρχομαι εγώ.»
Ο Στράτος τινάχτηκε αμέσως από το κρεβάτι του και σαν τον διαβολάκο της Τασμανίας άρχισε να κάνει σβούρες μέσα στο δωμάτιο, κρύβοντας όπως-όπως τα εσώρουχά του, κλείνοντας τις τολμηρές σελίδες του στο ίντερνετ και ανοίγοντας διάπλατα την μπαλκονόπορτα για να αεριστεί ο χώρος. Αυτό είναι το κακό με τις φαντασιώσεις, πραγματοποιούνται την ώρα εκείνη ακριβώς που εσύ καθόλου δεν τις περιμένεις. Αγχώθηκε. Έβγαλε την πιτζάμα του –ήταν γελοία κι εκείνες οι λαδιές από τα σουβλάκια που έτρωγε νωρίτερα δε μοιάζαν με τιμητικά παράσημα καθόλου- και αμήχανα ξεβράκωτος προσπαθούσε να βρει μέσα στο σάκο του κάτι άλλο ευπρεπές και άνετο να βάλει. Το συνθηματικό –έτσι του φάνηκε- όμως χτύπημα στην πόρτα τον πρόλαβε κι έτσι αναγκάστηκε να την ξαναφορέσει ηττημένος.
«Ποιος είναι;» ρώτησε ανόητα.
«Room service», ακούστηκε η φωνή της.
Άνοιξε κι αμέσως σταύρωσε τα χέρια του μηχανικά πάνω από την κοιλιά του, μήπως και κρύψει τους λεκέδες της πιτζάμας του.
«Τι έτρωγες;»
«Ε, είχα πάρει κάτι από τον πεζόδρομο…»
«Παιδάκι μου, τι έπαθες; Σε πιάσανε οι ζέστες;»
Η Ισαβέλλα τον προσπέρασε, πήγε χοροπηδώντας ως την μπαλκονόπορτα και την έκλεισε ξανά. Οι καμπύλες του σώματός της διαγράφονταν σχεδόν σαδιστικά κάτω από ό,τι ρούχο κι αν φορούσε. Ακόμα και κάτω από αυτές τις τόσο αθώες, ροζ, κοριτσίστικες πιτζάμες της. Ο Στράτος έμεινε να την κοιτάζει με τα χέρια ακόμα σταυρωμένα, διστάζοντας ακόμα να κάνει βήμα προς το μέρος της.
«Τι έπαθες;»
«Τι θέλεις;»
«Θέλω να μου πεις τι ακριβώς σκεφτόσουνα. Έχεις τίποτα να πιούμε;»
«Έχω μια μπύρα στο ψυγείο.»
«Καλή κι η μπύρα.»
Ο Στράτος έσκυψε πάνω από το ψυγειάκι του δωματίου και το άνοιξε, ενώ η Ισαβέλλα πίσω από την πλάτη του, έβγαλε γρήγορα το πάνω μέρος της πιτζάμας της και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του. Γύρισε και την είδε. Το βλέμμα του καρφώθηκε στους γυμνούς της ώμους που εξείχανε μέσα από τα σεντόνια.
«Ασ’ την! Δε θέλω. Άλλαξα γνώμη.»
Εκείνος, σα να μην άκουγε τα λόγια της, άνοιξε το κουτάκι και ήπιε με μια γουλιά περίπου το μισό περιεχόμενο.
«Βάλε μουσική!» τον διέταξε σχεδόν, σπρώχνοντας με το δάχτυλό της το λάπτοπ πάνω στο κομοδίνο του.
«Τι θες να ακούσεις;»
«Όχι εσένα, πάντως.»
«Μα δεν είπες πως θέλεις να σου πω τι ακριβώς σκεφτόμουνα;»
«Δε θέλω να πεις. Να μου δείξεις θέλω. Και σβήσε όλα τα φώτα!»
«Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Γράφω. Εσύ;»
«Τι γράφεις; Για αύριο;»
«Όχι, κάτι δικό μου.»
«Για όλα αυτά που γίνονται;»
«Όχι ακριβώς. Για άλλα…»
«Για μένα;»
«Εσύ, γιατί δεν κοιμάσαι, Ισαβέλλα;»
«Γιατί σκέφτομαι.»
«Τι σκέφτεσαι;»
«Να σου πω, δεν είναι γελοίο να είμαστε σχεδόν σε διπλανά δωμάτια και να μιλάμε από το facebook;»
«Έχεις δίκιο. Καλύτερα να κοιμηθούμε.»
«Όχι!»
«Τι όχι;»
«Τίποτα. Καληνύχτα, Στεργίου!»
The words she said turned out why/Desperation fills her eyes
/Hold her in your arms/Don't let go. Έμεινε μόνη η οθόνη του φορητού υπολογιστή για να φωτίζει το δωμάτιο. Έμειναν μόνες των Maiden οι κραυγές τους τοίχους για να κοπανάνε.
When you taste defeat, when you loose again /Fight and win, never give in
/Hold her in your arms/Don't let go. Εκείνη να βουλιάζει κάτω από το συμπαγές του πήδημα. Αυτός να ψάχνει τρόπο να μπει όλο και πιο βαθειά της μέσα.
That girl you need/Gonna knock you off your feet
/That girl, you know/She'll never let you go. Εκείνη να σφίγγει τα βλέφαρά της δυνατά. Όχι, να μην της φτάνει το σκοτάδι. Αυτός να βγαίνει μέσα από το σκοτάδι και να χάνεται. Να τρέχει να φανερωθεί στο φως που τον λυτρώνει.
Can you hear her call, call out your name/Think about you, cry without you
/Hold her in your arm/Don't let go. Αυτός, πιο εδώ «εδώ» δε γίνεται. Εκείνη, πιο αλλού «αλλού» στ’ αλήθεια δεν υπάρχει.
εδώ
εδώ το σώμα μου. το δικό σου σώμα. το κενό ανάμεσα στα παλλόμενα σώματά μας. το παλλόμενό μας σώμα. το σύμπαν του και οι θεωρίες γέννησης αυτού. ο θάνατος του σύμπαντος. η μεγάλη έκρηξη. η συντριβή. η σύνθλιψη του σώματός σου. ο αφανισμός του. η ενσώματή σου καταβύθισή στο φρέαρ αυτού του κρεβατιού. αυτού του δωματίου. αυτού του ορόφου. αυτού του ξενοδοχείου. αυτής της πόλης. αυτής της χώρας. αυτής της χερσονήσου. αυτής της ηπείρου. αυτού του πλανήτη. αυτού του ηλιακού συστήματος. το σεληνάκατό μου σώμα. το ανάγλυφο, το τρισδιάστατο, το οργανικό σου σώμα. γλύφω το ανάγλυφο. τσισδιαστέλλω το τρισδιάστατο. οργώνω το οργανικό. πιάνω δουλειά. υπάρχω. πυκνώνω. συμπυκνώνω. βρίσκομαι.
αλλού
αλλού εγώ. αλλού η σκέψη. η φυγή. η όραση. αλλού το αναπάντεχο, το ανέφικτο, το απωθημένο. ποιος απωθεί τα απωθημένα μου; ποιος απολλύει τις συμβάσεις; ποιος κατοικεί το αλλού μου το αλλότριο; ποιος κυβερνά τη στίξη μου του κορμιού μου; τη συμφωνία του ρήματός μου εαυτού και του επιθυμώ υποκειμένου μου; τη χρονική μου αύξηση; τις έλξεις των αναφορικών μου; το σώμα και το σώμα μου. το διάστημα ανάμεσα στα σώματά μας. το διάστημα, το σύμπαν, το κενό. ο ήχος που δεν αναπαράγεται. ο ήχος που δεν μεταβαίνει, δεν ηχεί. ο ήχος μέσα στο κεφάλι μου. ο ήχος που δεν γνωρίζει τίποτα. ο ήχος που ερωτεύεται. ο ερωτηματικός μου ήχος. αλλού ερωτώ. αλλού απαντιέμαι. αλλού καταφάσκω. αλλού υποδηλώνομαι. εδώ μονάχα το μουνί μου.
Ο Στράτος που πηδάει την Ισαβέλλα.
Ο ρυθμός του είναι φρενήρης, εξοντωτικός.
Το πήδημά του αντιβαίνει τους κανόνες.
Σαν έφηβος.
Σαν ναυτικός.
Σαν σαρκοφάγος δισταγμός.
Βυθίζεται.
Ποντίζεται.
Εξορυγνύει.
Εκ-μεταλλεύεται.
Σπάει και θρυμματίζει.
Πηδάει και προσπαθεί να θυμηθεί.
Δεν ήταν κάπως έτσι;
Τόσες φορές το είχε φανταστεί.
Τόσες φορές το είχε κρυφά αναπαραστήσει.
Δεν ήταν αυτή;
«Αυτή
«Αυτή που
«Αυτή που έρχεται
«Αυτή που έρχεται όταν
«Αυτή που έρχεται όταν την
«Αυτή που έρχεται όταν την σκέφτομαι»
που έρχεται όταν την σκέφτομαι»
έρχεται όταν την σκέφτομαι»
όταν την σκέφτομαι»
την σκέφτομαι»
σκέφτομαι»
Η Ισαβέλλα που πηδιέται από το Στράτο.
Η Ισαβέλλα που
Η Ισαβέλλα πού
Η Ισαβέλλα όπου
Πηδιέται.
Γαμιέται.
Παραδίνεται.
Τα πόδια της χτυπιούνται στα πλευρά του.
Σφίγγεται.
Σωρεύει.
Συρρικνώνεται.
Τα γόνατά της αποκολλούνται από το σώμα του.
Οι αστράγαλοί της εγκαταλείπουνε τη μάχη.
Τα μπούτια της εξαϋλώνονται.
Τα πέλματά της ξηλώνουν τα σεντόνια.
Τα χέρια που δεν αγκαλιάζουνε.
Τα χέρια που αρνούνται να αγγίξουν.
Κουτσουρεμένος έρωτας ανάπηρος.
Γαμήσι δίχως άκρα.
Μονάχα ένα μουνί και δυο αμπαρωμένα βλέφαρα.
Δυο μάτια που να κοιτάξουν δε μπορούν.
Κι ένα μουνί που δε θέλησε ποτέ του να ακούσει.
Ένα μουνί καταπακτή.
Έρως υποκατάστατος.
Γαμήσι νεροχύτης.
Η Ισαβέλλα που θέλει να αγαπηθεί.
Μια άλλη Ισαβέλλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου