Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

έτσι μου μίλησε ο…

Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά. Όλοι σας ξέρετε τι ακολούθησε μετά, όπως και το τι είχε όλων αυτών προηγηθεί όλοι πολύ καλά γνωρίζατε. Μόνο που κανείς από σας δε φρόντισε να μου το πει εγκαίρως και έτσι με αφήνατε τόσο καιρό να γράφω τα δικά μου.
Τι απέγινε, όμως, ο ήρωας αυτής της ιστορίας, ύστερα από την πτώση των τειχών, κανένας σας ποτέ δεν νοιάστηκε να μάθει. Όσο καιρό βρισκόταν φυλακισμένος εκεί μέσα, όλοι σας είχατε κάπως βολευτεί. Τον βλέπατε να προσπαθεί να δραπετεύσει, ακούγατε τα βήματά του να αναζητούν την έξοδο και λέγατε «εντάξει, καλά είμαστε εμείς εδώ, ελεύθεροι, ειρηνικοί και έντιμοι».
Και όταν μετά τον ξαναείδατε να προχωρά, με ένα μόνο παπούτσι, μέσα από τα καπνισμένα ερείπια του τείχους της ντροπής σας, τρομάξατε και αφού πετάξατε από πάνω σας όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία, τρέξατε τότε όλοι σας μέσα στο πλήθος να κρυφτείτε.
Μάταια υπήρξε η προσπάθεια -πώς θα μπορούσε, άλλωστε, το πλήθος μέσα στο πλήθος να κρυφτεί;- είχα αρχίσει ήδη, φαίνεται, τα κόλπα σας σιγά-σιγά να τα μαθαίνω και γρήγορα ξανά σας ανακάλυψα.

Τη μέρα εκείνη με ξύπνησαν τα κύματα.
Αφού περπάτησα αρκετά, μέσα στο δάσος και τη νύχτα, ακολουθώντας στα τυφλά τον ήχο του σπαράγματός τους, κατάφερα να διανύσω την απόσταση που χώριζε τα ερείπια της Βαστίλης μου από την παραλία.
Στο δρόμο δε συνάντησα ψυχή, παρά μονάχα τα αχνίζοντα κουφάρια κάποιων δεσμοφυλάκων και δυο ξεκοιλιασμένους ηλεκτρόλυκους, που είχαν απομείνει να ουρλιάζουν ακίνδυνοι και αδέσποτοι στην ερημιά.
Μάζεψα από κάτω μια πέτρα ξεροκέφαλη, και τσάκισα με αυτή τις αλυσίδες μου, μα δεν κατάφερα να τις ξεφορτωθώ τελείως και έτσι με αυτές να κρέμονται πεισματικά από τους σκουριασμένους μου καρπούς, συνέχισα να προχωράω προς τη θάλασσα.
Θα είχα φτάσει ήδη στου δρόμου τα μισά και τότε ξαφνικά, μέσα από τα αποκαΐδια του χαμού, που είχα πίσω μου αφήσει, ξεπήδησε μια τελευταία έκρηξη. Γύρισα αυθόρμητα και κοίταξα της έκρηξης τη λάμψη, που φώτιζε ξεδιάντροπα το ουράνιο στερέωμα και την επόμενη ακριβώς στιγμή αισθάνθηκα το ωστικό της κύμα να με πετάει στο χώμα. Από εκεί κάτω θαύμασα τους φλογισμένες πέτρες των τειχών μες στο σκοτάδι να διαγράφουν μαγικές τροχιές και σκέπασα το πρόσωπό μου με τα χέρια, δήθεν για να κρυφτώ από τους μετεωρίτες του ιδρύματος.
Όταν κόπασε πια η πύρινη εκείνη καταιγίδα, σηκώθηκα και κοίταξα για άλλη μία, τελευταία, φορά προς την παλιά μου φυλακή, μα η πεφωτισμένη σκόνη της δεν άφηνε στην όρασή μου μεγάλα περιθώρια. Δεν αισθανόμουν λύπη, δεν ένιωθα χαρά, μονάχα έστεκα εκεί χωρίς αισθήσεις και αισθήματα και κοίταζα απλά χωρίς να βλέπω. Και τότε ήταν που ήρθε από το πουθενά μια σκέψη απρόσκλητη για να με συνεφέρει - που είναι οι σημειώσεις μου;
Ήμουν στ’ αλήθεια σίγουρος πως τις είχα όλες τους φυλάξει διπλωμένες, βαθιά μέσα στις τσέπες τις στολής μου, μα τότε έκπληκτος πρόσεξα, για πρώτη μου φορά, πως δεν υπήρχαν τσέπες στα ρούχα του κρατούμενου. Προσπάθησα όσο μπορούσα να ηρεμήσω και να συγκεντρωθώ, μήπως και έτσι θυμηθώ καλύτερα, ανακαλώντας στην καπνισμένη μνήμη μου όλες τις τελευταίες φυλακισμένες μου κινήσεις. Θυμήθηκα τα πάντα, άλλα και αυτό ακόμα ελάχιστα με βοήθησε. Εκτός από μονάχα τρεις-τέσσερις σελίδες, με τις οποίες είχα τα χέρια μου τυλίξει για να πληγώνονται από τις αλυσίδες όσο το δυνατό λιγότερο, όλες οι άλλες είχαν πια χαθεί.
Αν και η προσπάθεια μου δεν είχε αποτελέσματα, μου ενέπνευσε, ωστόσο, ελπίδα και προοπτική. Αφού γινόταν να θυμάμαι τόσο καθαρά όλα αυτά που μου είχαν συμβεί, σίγουρα θα μπορούσα και να τα κατεβάσω, αργά ή γρήγορα, από το μυαλό μου πίσω και πάλι στο χαρτί. Έτσι, η έντονη επιθυμία να επιστρέψω το συντομότερο και πάλι στο γραφείο μου και να βουτήξω εκεί ξανά μέσα στις λέξεις με έκανε να στρέψω οριστικά την πλάτη στο κακό και να επιταχύνω τη φυγή μου προς την τελευταία έξοδο.
Και ενώ πια έτρεχα ανάμεσα στα δέντρα, μαντεύοντας το μονοπάτι μου, ένιωσα δίπλα μου μια δεύτερη ροή να κατεβαίνει σχεδόν παράλληλα με εμένα. Χωρίς να ελαττώσω της απόδρασής μου το ρυθμό, γύρισα λίγο το κεφάλι μου και είδα πλάι μου ένα μικρό ποτάμι. Σκέφτηκα πως είχα σίγουρα διαλέξει τη σωστή κατεύθυνση, αφού τόσο εγώ όσο και το νερό είχαμε τον ίδιο ακριβώς προορισμό και έτσι συνέχισα να κυλάω παρέα με το ποτάμι, αναζητώντας τις κοινές μας εκβολές. Μόνο που -σε αντίθεση με εμένα- όσο κατέβαινε εκείνο, τόσο δυνάμωνε η ορμή του και τόσο η επιφάνειά του πλάταινε. Και κάποια, μάλιστα, στιγμή μου φάνηκε πως ήταν πια αδύνατο, μέσα στο νυχτωμένο δάσος, να διακρίνω την άλλη του όχθη απέναντι. Λες και σκοπός του ποταμιού δεν ήταν να φτάσει να χυθεί κάποτε μες στη θάλασσα, μα να προλάβει πριν τη θάλασσα να γίνει θάλασσα το ίδιο.
Και τότε το άκουσα να μου μιλά, να μου ζητά βοήθεια.
Σταμάτησα και με ότι είχε περισσέψει από το φως του φεγγαριού κατάφερα να ξεχωρίσω εκεί, καταμεσής του ποταμοπελάγους, το πιο αλλόκοτο θέαμα που θα μπορούσε το νησί ως τελευταίο του αποχαιρετισμό να μου επιφυλάξει. Είδα ενα κοπάδι από γουρούνια να παλεύουν να επιπλεύσουν πάνω στα ορμητικά του κύματα, ενώ τα περισσότερα έμοιαζαν να έχουν πια παραδοθεί μες στην υδάτινη μανία του και να βουλιάζουν μες σε εκείνη την κτηνώδους μοίρας ξέφρενη περιδίνηση. Μα ακόμα πιο φρικιαστικές, από αυτήν την απερίγραπτη εφιαλτική εικόνα ήταν οι εκείνες των ζώων οι κραυγές που, όσο και αν αρνούμουν εκείνη τη στιγμή να το παραδεχτώ, πεισματικά μετέωρος στην άκρη του γκρεμού της λογικής μου, δε έμοιαζαν των απελπισμένων ανθρώπων τις φωνές, αλλά και περιείχαν μέσα τους σωστές και ακέραιες ανθρώπινες κουβέντες.
Προσπάθησα να βγάλω κάποιο νόημα, αλλά παρασυρμένος από το νόημα που κατά βάθος θα ήθελα εγώ στα λόγια αυτά να δώσω, έμεινα δυστυχώς με την εντύπωση και άφησα την ουσία να χαθεί μαζί τους στο βάθος του νεκροφόρου ορίζοντα.
Μετά από αυτό και μέχρι να φτάσω επιτέλους στην ακτή, τίποτα άλλο δεν ήρθε για να διακόψει την διψασμένη από φυγή πορεία μου. Μα όταν συνάντησα στο τέλος του μονοπατιού τη θάλασσα, δε μου είχε περισσέψει αντοχή για να αρχίσω αμέσως να αναζητώ μέσο για να αποπλεύσω και έτσι σωριάστηκα ανάσκελα κάτω στην αμμουδιά και μέχρι να αποκοιμηθώ, έμεινα μόνο να κοιτάζω τον ουρανό από πάνω μου, που τώρα πια μόνο τετράγωνος δεν ήταν.

Την ίδια ώρα περίπου οι πιο πολλοί από εσάς είχατε ήδη επιστρέψει στα σπιτάκια σας. Βολέψατε στον πάτο της ντουλάπας σας τα σύνεργα της εκκωφαντικής σας επανάστασης, στριμώξατε στου συρταριού τα βάθη τις εναλλακτικές απόψεις σας και στηθήκατε γρήγορα ξανά μπροστά στους διάπλατους σας δέκτες, γιατί σας είχαν από πριν υποσχεθεί, ότι μετά την εκπομπή θα ακολουθούσε πλούσιο πρόγραμμα εορταστικό, που τόσο το είχατε ανάγκη.
Σας είπαν ψέματα - εσείς ήσασταν το πρόγραμμα, εσείς και η εκπομπή. Μόνο που όσα προλάβατε να εκπέμψετε, ύστερα τα ξεχάσατε και όσα είχατε για μετά προγραμματίσει, τα αναβάλατε και αυτά, γιατί ήταν δύσκολη, λέει, πολύ η εποχή και το ισοζύγιο ένστολων και ασυστόλων σπατάλες πιο πολλών δυνάμεων δε συγχωρούσε. Στο τέλος σας έμεινε ίσως η γιορτή – και σίγουρα η ανάγκη.

Όταν ξύπνησα, είχε ήδη μεσημεριάσει. Ο ήλιος, κάπου διακριτικά κρυμμένος πίσω από φορτωμένα σύννεφα, με είχε αφήσει να χορτάσω από ύπνο, που ούτε ένα όνειρο ελάχιστο δεν τόλμησε να έρθει να με ενοχλήσει.
Σηκώθηκα και περπάτησα κατά μήκος της -σαν ψέμα όμορφης- ακτής, μα η εξερεύνησή μου δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Το μόνο δείγμα κάποιου πολιτισμού –και αυτό της παρακμής- που μπόρεσα εκεί να συναντήσω, ήταν μια στοίβα στάχτες, που ανάμεσά τους μόλις που διακρίνονταν τα απομεινάρια ενός καρβουνιασμένου τετραδίου. Κάποιος είχε μέσα στη νύχτα, φαίνεται, βάλει φωτιά στις λέξεις για να ζεσταθεί.
Συνέχισα μέχρι τη δυτική της άκρια και αφού σκαρφάλωσα στα βράχια της, είδα στο πλάι μια δεύτερη ακτή πανομοιότυπη. Κατέβηκα ξανά και αφού διέσχισα την παραλία ανάποδα, δοκίμασα την τύχη μου στο ανατολικό της όριο, αλλά και πάλι δεν κατάφερα παρά να πέσω πάνω στο ίδιο -ειδυλλιακό αλλά και εφιαλτικό ταυτόχρονα- τοπίο.
Επέστρεψα στη θέση μου, ενώ η πείνα και η δίψα μου είχαν ήδη αρχίσει να εκτρέπουν την αναζήτησή μου σε άλλους στόχους ταπεινότερους. Ήθελα σαν τρελός να φύγω και ήδη βρισκόμουν εκεί, μπροστά στη θάλασσα, μα η θάλασσα από μόνη της σχεδόν ποτέ δε φτάνει.
Αργά το απόγευμα ο ουρανός, πιστός στις υποσχέσεις του, ξεκίνησε να βρέχει. Θυμήθηκα πως είχα δει κάποια σπηλιά κάπου ανάμεσα στα βράχια και έτρεξα να προφυλαχτώ. Κρύφτηκα μέσα της και από εκεί έμεινα να χαζεύω για λίγο τη βροχή και ύστερα ξάπλωσα και κοιμήθηκα ξανά, ελπίζοντας για άλλη μια φορά σε ακόμα μια απόδραση δια μέσω των ονείρων.

Δε θυμάμαι τι είδα, δε ξέρω στ’ αλήθεια αν πράγματι κάτι ονειρεύτηκα, όμως θα πρέπει να πέρασα ώρες πολλές στον ύπνο μου μάλλον παραμιλώντας, αφού, όταν στο τέλος ξύπνησα, ο αντίλαλος της φωνής μου ταξίδευε ακόμα ανάμεσα στων βράχων τα τοιχώματα. Και τότε, μέσα από τις δικές μου παλλόμενες φωνές, ξεχώρισα μια άλλη φωνή, πιο σταθερή να έρχεται από την είσοδο, «είναι κανείς εδώ;»
Σηκώθηκα και ψηλαφώντας το σκοτάδι της σπηλιάς κινήθηκα προς την έξοδο, αψηφώντας την ίδια τη μυστική μα επίμονη ανησυχία μου, πως ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Η απάντησή μου και ίσως ακόμα πιο πολύ η όψη μου τρόμαξαν και αιφνιδίασαν τους δύο επισκέπτες. Αυτοί το έβαλαν στα πόδια πανικόβλητοι, άλλα εγώ τους ακολούθησα, μέχρι που είδα να επιστρέφουν στην ομάδα τους, από όπου είχαν προφανώς αποσπαστεί για να με αναζητήσουν.
Τους άκουσα να μεταδίδουν το φόβο στους συντρόφους τους και ύστερα τρέμοντας όλους να στριμώχνονται πίσω από την πλάτη του αρχηγού τους.
Εκείνος δεν έμοιαζε καθόλου να φοβάται. Δεν έμοιαζε με τίποτα από όσα είχα στη ζωή μου δει. Πάνω του δεν υπήρχε τίποτα από όσα είχα στον κόσμο συναντήσει.
Τον είδα να απλώνει τη σκιά του πάνω στο νησί και να με πλησιάζει.
Και ύστερα με ρώτησε…
«Ποιο είναι το όνομά σου;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου