Περπατάω στον δρόμο και ακούω κάποιον να φωνάζει. Νιώθω τη φωνή να έρχεται από κάπου ψηλά και κοιτάζω προς τα μπαλκόνια και τα ανοιχτά παράθυρα. Δεν βλέπω κάτι, αλλά αρχίζω να ξεχωρίζω κάποιες λέξεις, που τις πιο πολλές ντρέπομαι τώρα να τις επαναλάβω. Ο τύπος που φωνάζει, λες και καταλαβαίνει το ενδιαφέρον μου, ανεβάζει κι άλλο την ένταση της φωνής του και πλέον ακούω σχεδόν τα πάντα. Βρισιές, κατάρες, αδιανόητες απειλές με αναφορές σε αρκετά άρθρα του ποινικού μας κώδικα. Κοντοστέκομαι. Το σκέφτομαι. Παίζει να βρίσκομαι κάτω από τη σκηνή ενός μελλοντικού εγκλήματος και να είμαι εγώ ο μόνος αυτήκοος μάρτυρας αυτού που πρόκειται μοιραία να ακολουθήσει.
Αλλά γιατί ο μόνος; Ο δρόμος είναι πολυσύχναστος, κόσμος πάει και έρχεται, τα μαγαζιά είναι ανοιχτά και σίγουρα στα άλλα διαμερίσματα τριγύρω υπάρχουνε περίοικοι που ακούν αυτά ακριβώς που ακούω και εγώ. Και όμως, κανείς δεν φαίνεται να δίνει σημασία. Άραγε, είμαι αδιάκριτος εγώ ή οι άλλοι αδιάφοροι; Αλλά και το δικό μου το ενδιαφέρον μέχρι πού μπορεί να φτάσει; Θέλω να πω, έχω τη διάθεση να ψάξω, να βρω τον ιδιοκτήτη της φωνής, να δω σε ποιον απευθύνει αυτήν την ακατάσχετη λεκτική βία και να διαπιστώσω πόσο σταλήθεια κινδυνεύει από την ενδεχόμενη πραγμάτωσή της; Ή θα αρκεστώ να κάτσω και να ακούσω λίγο ακόμα, μέχρι να βαρεθώ ή να χορτάσω, και ύστερα θα γυρίσω σπίτι και θα γράψω κάτι για αυτό ή με αφορμή όλο αυτό ή κάτι άσχετο τελείως, ξερωγώ, για την άνοιξη που δεν λέει να έρθει ή για την πυρηνική απειλή που δεν λέει να φύγει;
Στο μεταξύ, εκεί ακριβώς που στέκομαι και τα σκέφτομαι όλα αυτά είναι η είσοδος ενός στεγνοκαθαριστηρίου. Ο στεγνοκαθαριστής έχει βγει στην πόρτα και με κοιτάζει. Τον κοιτάζω και εγώ. Τον κοιτάζω με τρόπο, σαν να τον ρωτώ: «Τι είναι όλος αυτός ο χαμός; Τι γίνεται;». Αυτός με κοιτάζει σκέτα. Κοιταζόμαστε. Το κάνουν αυτό καμιά φορά δυο άνθρωποι. Κοιτάζονται και δεν λένε τίποτα. Συνήθως περιμένει ο ένας να ανοίξει ο άλλος το στόμα του και να πει κάτι, οτιδήποτε, και ύστερα λέει και αυτός όλα όσα έχει ως τότε μαζεμένα. Αυτό είναι. Αποφασίζω να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση. Να πω κάτι. Οτιδήποτε.
«Πώς πάνε οι δουλειές;», του λέω. «Στεγνοκαθαρίζει ακόμα τα ρούχα του ο κόσμος;»
«Μην ανησυχείς», μου απαντά αυτός. «Στο τηλέφωνο μιλάει.»
«Ναι, και; Και αυτός που τα ακούει όλα αυτά στην άλλη άκρη της γραμμής τι φταίει;»
«Όχι, δεν κατάλαβες. Τα λέει στο τηλέφωνο, στη συσκευή, δηλαδή στην εταιρεία. Δεν έχει σήμα, ο άνθρωπος.»
Για κάποιον λόγο αυτή η τελευταία φράση μού ακούγεται κάπως, σαν κάτι πολύ σημαντικό. Κάτι, ασπούμε, σαν απόφθεγμα. Σκέφτομαι πως ίσως, όταν πεθάνει ο στεγνοκαθαριστής θα πρέπει να τη γράψουνε στην τάφο του. Και να περνάνε από πάνω οι ζωντανοί, να τη βλέπουν και να κουνάνε με νόημα το κεφάλι τους: «Δεν έχει σήμα ο άνθρωπος».
Μετά, πάλι, σκέφτομαι ότι όταν έλεγαν «σήμα» οι αρχαίοι εννοούσαν τον ίδιο τον τάφο. Και ύστερα, χωρίς κανένα λόγο προφανή, θυμάμαι που διάβασα κάπου ότι στην Ουκρανία θάβουν τους νεκρούς μέσα στα πάρκα βιαστικά και λένε στους συγγενείς τους: «Φύγετε τώρα και ελάτε να τους κηδέψετε κανονικά και να τους κλάψετε κανονικότερα μετά, που θα έρθει η άνοιξη, θα φύγει η πυρηνική απειλή, θα σταματήσουν οι βόμβες να σκάνε γύρω μας και θα μπορούμε να ακούμε με την ησυχία μας τους γείτονες μας μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα να φωνάζουν έξαλλοι, να βρίζουν, να καταριούνται, να απειλούν, γιατί θα θέλουν να επικοινωνήσουν, να κανονίσουν κάτι, να συνεννοηθούν, μα πάντα, πάντα όμως, θα υπάρχει κάποιος που θα τους εμποδίζει, που θα τους καθυστερεί, ενώ θα τρέχει ο χρόνος, ενώ θα περνάει η ζωή, θα φεύγει, θα εξαφανίζεται, θα γίνεται ανάμνηση, υποσημείωση, σκόνη σε έναν δρόμο πολυσύχναστο, με όλα τα μαγαζιά ανοιχτά, με όλον τον κόσμο να πηγαίνει και να έρχεται».
Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, μαζί με τη ζωή έχει στο μεταξύ περάσει και η ώρα. Ο φωνακλάς των πάνω ορόφων μοιάζει σαν να έχει κάπως ηρεμήσει. Ποιος ξέρει, μπορεί και να κουράστηκε. Άλλωστε, πιο κουραστικό πράγμα από την οργή, νομίζω, δεν υπάρχει. Αλλά μπορεί και να τα κατάφερε. Να απέκτησε το σήμα που έψαχνε και τώρα να μιλάει με την αγαπημένη του και να της λέει χαμηλόφωνα γλυκόλογα ή ακόμα και βρωμόλογα –ποιος είμαι εγώ να κρίνω- μα πάντως χαμηλόφωνα. Θα είχε πλάκα, πάντως, να συνέβαινε το αντίστροφο. Να ψιθύριζε, δηλαδή, προηγουμένως την οργή του και να ούρλιαζε τον έρωτά του τώρα. Θέλω να μοιραστώ την τελευταία αυτή σκέψη με τον τύπο στο στεγνοκαθαριστήριο, αλλά πολύ φοβάμαι ότι κάπως θα παραγνωριστούμε έτσι. Ναι, καλύτερα να συστηθούμε πρώτα.
Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο, βγάζω το παλτό μου και του το δίνω. «Αντάμης», του λέω. «Έγινε», μου απαντά αυτός. «Πέρνα τη Δευτέρα. Θα είναι έτοιμο».
Αλλά γιατί ο μόνος; Ο δρόμος είναι πολυσύχναστος, κόσμος πάει και έρχεται, τα μαγαζιά είναι ανοιχτά και σίγουρα στα άλλα διαμερίσματα τριγύρω υπάρχουνε περίοικοι που ακούν αυτά ακριβώς που ακούω και εγώ. Και όμως, κανείς δεν φαίνεται να δίνει σημασία. Άραγε, είμαι αδιάκριτος εγώ ή οι άλλοι αδιάφοροι; Αλλά και το δικό μου το ενδιαφέρον μέχρι πού μπορεί να φτάσει; Θέλω να πω, έχω τη διάθεση να ψάξω, να βρω τον ιδιοκτήτη της φωνής, να δω σε ποιον απευθύνει αυτήν την ακατάσχετη λεκτική βία και να διαπιστώσω πόσο σταλήθεια κινδυνεύει από την ενδεχόμενη πραγμάτωσή της; Ή θα αρκεστώ να κάτσω και να ακούσω λίγο ακόμα, μέχρι να βαρεθώ ή να χορτάσω, και ύστερα θα γυρίσω σπίτι και θα γράψω κάτι για αυτό ή με αφορμή όλο αυτό ή κάτι άσχετο τελείως, ξερωγώ, για την άνοιξη που δεν λέει να έρθει ή για την πυρηνική απειλή που δεν λέει να φύγει;
Στο μεταξύ, εκεί ακριβώς που στέκομαι και τα σκέφτομαι όλα αυτά είναι η είσοδος ενός στεγνοκαθαριστηρίου. Ο στεγνοκαθαριστής έχει βγει στην πόρτα και με κοιτάζει. Τον κοιτάζω και εγώ. Τον κοιτάζω με τρόπο, σαν να τον ρωτώ: «Τι είναι όλος αυτός ο χαμός; Τι γίνεται;». Αυτός με κοιτάζει σκέτα. Κοιταζόμαστε. Το κάνουν αυτό καμιά φορά δυο άνθρωποι. Κοιτάζονται και δεν λένε τίποτα. Συνήθως περιμένει ο ένας να ανοίξει ο άλλος το στόμα του και να πει κάτι, οτιδήποτε, και ύστερα λέει και αυτός όλα όσα έχει ως τότε μαζεμένα. Αυτό είναι. Αποφασίζω να κάνω εγώ την πρώτη κίνηση. Να πω κάτι. Οτιδήποτε.
«Πώς πάνε οι δουλειές;», του λέω. «Στεγνοκαθαρίζει ακόμα τα ρούχα του ο κόσμος;»
«Μην ανησυχείς», μου απαντά αυτός. «Στο τηλέφωνο μιλάει.»
«Ναι, και; Και αυτός που τα ακούει όλα αυτά στην άλλη άκρη της γραμμής τι φταίει;»
«Όχι, δεν κατάλαβες. Τα λέει στο τηλέφωνο, στη συσκευή, δηλαδή στην εταιρεία. Δεν έχει σήμα, ο άνθρωπος.»
Για κάποιον λόγο αυτή η τελευταία φράση μού ακούγεται κάπως, σαν κάτι πολύ σημαντικό. Κάτι, ασπούμε, σαν απόφθεγμα. Σκέφτομαι πως ίσως, όταν πεθάνει ο στεγνοκαθαριστής θα πρέπει να τη γράψουνε στην τάφο του. Και να περνάνε από πάνω οι ζωντανοί, να τη βλέπουν και να κουνάνε με νόημα το κεφάλι τους: «Δεν έχει σήμα ο άνθρωπος».
Μετά, πάλι, σκέφτομαι ότι όταν έλεγαν «σήμα» οι αρχαίοι εννοούσαν τον ίδιο τον τάφο. Και ύστερα, χωρίς κανένα λόγο προφανή, θυμάμαι που διάβασα κάπου ότι στην Ουκρανία θάβουν τους νεκρούς μέσα στα πάρκα βιαστικά και λένε στους συγγενείς τους: «Φύγετε τώρα και ελάτε να τους κηδέψετε κανονικά και να τους κλάψετε κανονικότερα μετά, που θα έρθει η άνοιξη, θα φύγει η πυρηνική απειλή, θα σταματήσουν οι βόμβες να σκάνε γύρω μας και θα μπορούμε να ακούμε με την ησυχία μας τους γείτονες μας μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα να φωνάζουν έξαλλοι, να βρίζουν, να καταριούνται, να απειλούν, γιατί θα θέλουν να επικοινωνήσουν, να κανονίσουν κάτι, να συνεννοηθούν, μα πάντα, πάντα όμως, θα υπάρχει κάποιος που θα τους εμποδίζει, που θα τους καθυστερεί, ενώ θα τρέχει ο χρόνος, ενώ θα περνάει η ζωή, θα φεύγει, θα εξαφανίζεται, θα γίνεται ανάμνηση, υποσημείωση, σκόνη σε έναν δρόμο πολυσύχναστο, με όλα τα μαγαζιά ανοιχτά, με όλον τον κόσμο να πηγαίνει και να έρχεται».
Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, μαζί με τη ζωή έχει στο μεταξύ περάσει και η ώρα. Ο φωνακλάς των πάνω ορόφων μοιάζει σαν να έχει κάπως ηρεμήσει. Ποιος ξέρει, μπορεί και να κουράστηκε. Άλλωστε, πιο κουραστικό πράγμα από την οργή, νομίζω, δεν υπάρχει. Αλλά μπορεί και να τα κατάφερε. Να απέκτησε το σήμα που έψαχνε και τώρα να μιλάει με την αγαπημένη του και να της λέει χαμηλόφωνα γλυκόλογα ή ακόμα και βρωμόλογα –ποιος είμαι εγώ να κρίνω- μα πάντως χαμηλόφωνα. Θα είχε πλάκα, πάντως, να συνέβαινε το αντίστροφο. Να ψιθύριζε, δηλαδή, προηγουμένως την οργή του και να ούρλιαζε τον έρωτά του τώρα. Θέλω να μοιραστώ την τελευταία αυτή σκέψη με τον τύπο στο στεγνοκαθαριστήριο, αλλά πολύ φοβάμαι ότι κάπως θα παραγνωριστούμε έτσι. Ναι, καλύτερα να συστηθούμε πρώτα.
Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο, βγάζω το παλτό μου και του το δίνω. «Αντάμης», του λέω. «Έγινε», μου απαντά αυτός. «Πέρνα τη Δευτέρα. Θα είναι έτοιμο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου