Σταματάω
στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα. Την ώρα που μου δίνει ο περιπτεράς τα ρέστα,
έρχεται κάποιος δίπλα μου και ρωτάει πού είναι ο οδός Τάδε. Αν και γνωρίζω την
απάντηση, προτιμώ να σιωπήσω, αφού είμαι σίγουρος πως ό,τι και να πω θα τον
μπερδέψω περισσότερο τον άνθρωπο και πολύ πιθανόν αύριο να ξαναδώ τη φάτσα του
σε κάποια αναγγελία εξαφάνισης. Οπότε αναλαμβάνει ο περιπτεράς. Αυτός βγαίνει
έξω από το περίπτερο και δίνει στον άνθρωπο με λόγια και κινήσεις των χεριών
λεπτομερείς οδηγίες. Ο άνθρωπος, με λόγια επίσης και κινήσεις, τον ευχαριστεί.
Συγκεκριμένα, φέρνει το χέρι του στήθος, κάνει μια μικρή υπόκλιση και λέει:
«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε… πάρα πολύ». Η αντίδρασή του μου κάνει
ιδιαίτερη εντύπωση. Δεν ντρέπομαι να πω ότι ζηλεύω λίγο. Ειλικρινά, δεν θυμάμαι
να με έχουν ευχαριστήσει και εμένα ποτέ τόσο εγκάρδια. Οπότε πετάγομαι και εγώ
και λέω ό,τι ξέρω.
Συγκεκριμένα, λέω ότι η οδός Τάδε έχει πάρει το όνομά της από τον Νικηφόρο Τάδε, γιο του αγωνιστή της επανάστασης Γεώργιο Τάδε και μετέπειτα διαπρεπή νομικό, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και διπλωμάτη, που παντρεύτηκε την Ευδοξία Δείνα, μικρανηψιά κάποιου πολύ σημαντικού παράγοντα κάποιου πολύ σπουδαίου ιστορικού γεγονότος, με την οποία έκαναν τρία παιδιά, το ένα εκ των οποίων θα είχε καταφέρει να κάνει συγκλονιστικά πράγματα στη ζωή του και ενδεχομένως να είχαν δώσει το όνομά του σε κάποιον δρόμο μεγαλύτερο από αυτόν του πατέρα του –να πω εδώ ότι η οδός Τάδε καταλήγει σε αδιέξοδο- αλλά δυστυχώς, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, τον έφαγαν τα κυκλώματα.
Ο άνθρωπος με κοιτάζει σαστισμένος. Ο περιπτεράς –άνθρωπος κι αυτός- με κοιτάζει σαν να θέλω να αγοράσω τσίχλα με πενηντάευρω. Ύστερα, γυρίζει προς τον ανήσυχο διαβάτη και επαναλαμβάνει τις οδηγίες που του έχει ήδη δώσει, βέβαιος μάλλον ότι αυτές έχουν ξεχαστεί καθώς τις επισκίασα με το αβυσσαλέο εγκυκλοπαιδικό μου ξέσπασμα. Ο άλλος τον ευχαριστεί ξανά και χάνεται στο ηλιοβασίλεμα.
Γενικά, δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος ούτε στο να δίνω αλλά ούτε στο να παίρνω οδηγίες. Μια φορά, όταν ήμουν μικρός, στον Βόλο, περπατούσα αμέριμνος στην παραλία και με σταμάτησαν δύο τουρίστες για να με ρωτήσουν πολύ ευγενικά από πού θα μπορούσαν να προμηθευτούν ναρκωτικά. Αρχικά σκέφτηκα: καλή ερώτηση. Μετά ένιωσα μεγάλος μάγκας, που από όλον τον κόσμο που σουλάτσερνε στην παραλία επέλεξαν εμένα για να μου απευθύνουν μια τέτοια ερώτηση. Τέλος θυμήθηκα από τις ταινίες και τις σειρές που έβλεπα ότι ντράγκστορ λένε τα φαρμακεία στην Αμερική –ντραγκς ήταν η λέξη που είχαν χρησιμοποιήσει οι συμπαθείς τουρίστες- και τους έστειλα στο φαρμακείο που διατηρούσε ο πατέρας μου λίγα στενά πιο πάνω, ζητώντας τους μάλιστα να του πουν ότι τους έστελνα εγώ, ο αγγλομαθής γιος του. Το τι ακολούθησε αργότερα στο σπίτι είναι μια άλλη ιστορία – ή μήπως όχι; Τέλος πάντων, το φαρμακείο μας, πάντως, το βρήκαν οι ξένοι άνθρωποι, αλλά κάπου εκεί έληξε εμένα η καριέρα μου ως καθοδηγητής προς πραγματικές ή παραισθητικές τοποθεσίες.
Να συμπληρώσω επίσης ότι τα άλλα δυο παιδιά του Νικηφόρου Τάδε και της Ευδοξίας Δείνα, μετά τον άδοξο θάνατο του αδερφού τους, ασχολήθηκαν με διάφορα άλλα πράγματα.
Συγκεκριμένα, λέω ότι η οδός Τάδε έχει πάρει το όνομά της από τον Νικηφόρο Τάδε, γιο του αγωνιστή της επανάστασης Γεώργιο Τάδε και μετέπειτα διαπρεπή νομικό, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και διπλωμάτη, που παντρεύτηκε την Ευδοξία Δείνα, μικρανηψιά κάποιου πολύ σημαντικού παράγοντα κάποιου πολύ σπουδαίου ιστορικού γεγονότος, με την οποία έκαναν τρία παιδιά, το ένα εκ των οποίων θα είχε καταφέρει να κάνει συγκλονιστικά πράγματα στη ζωή του και ενδεχομένως να είχαν δώσει το όνομά του σε κάποιον δρόμο μεγαλύτερο από αυτόν του πατέρα του –να πω εδώ ότι η οδός Τάδε καταλήγει σε αδιέξοδο- αλλά δυστυχώς, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, τον έφαγαν τα κυκλώματα.
Ο άνθρωπος με κοιτάζει σαστισμένος. Ο περιπτεράς –άνθρωπος κι αυτός- με κοιτάζει σαν να θέλω να αγοράσω τσίχλα με πενηντάευρω. Ύστερα, γυρίζει προς τον ανήσυχο διαβάτη και επαναλαμβάνει τις οδηγίες που του έχει ήδη δώσει, βέβαιος μάλλον ότι αυτές έχουν ξεχαστεί καθώς τις επισκίασα με το αβυσσαλέο εγκυκλοπαιδικό μου ξέσπασμα. Ο άλλος τον ευχαριστεί ξανά και χάνεται στο ηλιοβασίλεμα.
Γενικά, δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος ούτε στο να δίνω αλλά ούτε στο να παίρνω οδηγίες. Μια φορά, όταν ήμουν μικρός, στον Βόλο, περπατούσα αμέριμνος στην παραλία και με σταμάτησαν δύο τουρίστες για να με ρωτήσουν πολύ ευγενικά από πού θα μπορούσαν να προμηθευτούν ναρκωτικά. Αρχικά σκέφτηκα: καλή ερώτηση. Μετά ένιωσα μεγάλος μάγκας, που από όλον τον κόσμο που σουλάτσερνε στην παραλία επέλεξαν εμένα για να μου απευθύνουν μια τέτοια ερώτηση. Τέλος θυμήθηκα από τις ταινίες και τις σειρές που έβλεπα ότι ντράγκστορ λένε τα φαρμακεία στην Αμερική –ντραγκς ήταν η λέξη που είχαν χρησιμοποιήσει οι συμπαθείς τουρίστες- και τους έστειλα στο φαρμακείο που διατηρούσε ο πατέρας μου λίγα στενά πιο πάνω, ζητώντας τους μάλιστα να του πουν ότι τους έστελνα εγώ, ο αγγλομαθής γιος του. Το τι ακολούθησε αργότερα στο σπίτι είναι μια άλλη ιστορία – ή μήπως όχι; Τέλος πάντων, το φαρμακείο μας, πάντως, το βρήκαν οι ξένοι άνθρωποι, αλλά κάπου εκεί έληξε εμένα η καριέρα μου ως καθοδηγητής προς πραγματικές ή παραισθητικές τοποθεσίες.
Να συμπληρώσω επίσης ότι τα άλλα δυο παιδιά του Νικηφόρου Τάδε και της Ευδοξίας Δείνα, μετά τον άδοξο θάνατο του αδερφού τους, ασχολήθηκαν με διάφορα άλλα πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου