Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

ο άνδρας με την κινηματογραφική μηχανή


Τον Οκτώβριο του 2012 έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Μεταπτυχιακό της Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Τα μαθήματα του συγκεκριμένου μεταπτυχιακού, τα οποία παρακολούθησα ανελλιπώς μέχρι τον Ιούνιο του 2014, πραγματοποιούνταν σχεδόν εξολοκλήρου στη Φλώρινα. Έτσι, κάθε μήνα, ταξίδευα, κατά κανόνα με το αυτοκίνητό μου, για ένα τριήμερο προς τα βόρεια και μεταξύ άλλων ζούσα μια ημίγλυκη ψευδαίσθηση φοιτητικής ζωής που αυτού του είδους τα ακαδημαϊκά προγράμματα προσφέρουν.
Αν και η Φλώρινα δεν απέχει παρά ελάχιστα χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Φυρομία και αν και άκουγα συχνά τους συμφοιτητές μου να μου λένε για τις σύντομες καταναλωτικές επιδρομές που πραγματοποιούσαν στο γειτονικό Μοναστήρι, μέχρι το τέλος του Μεταπτυχιακού δεν είχα τολμήσει ακόμα να συμμετάσχω σε μια τέτοια επιχείρηση. Η ευκαιρία μού δόθηκε στην προτελευταία συνεδρία μαθημάτων, τον Μάιο του 2014, όταν ο Κώστας, εκεί που πίναμε καφέ στο κυλικείο της σχολής, με ρώτησε αν η πράσινη κάρτα που είχα βγάλει για να πάω στο Βελιγράδι ίσχυε ακόμα.
Λίγα μόλις λεπτά μετά βρεθήκαμε να διασχίζουμε με το Ανταμομπίλ τα σύνορα. Η αίσθηση αυτή του να διανύεις μια τόσο μικρή απόσταση και να περνάς σε μια άλλη χώρα, σχεδόν σε έναν άλλον κόσμο, είναι κάτι που δύσκολα μπορείς, νομίζω, να συνηθίσεις. Ειδικά εάν έχεις μεγαλώσει μέσα στην παριχαρακωμένη κουλτούρα του εθνικού κράτους, το οποίο μάλιστα έχει επίσης μεγαλώσει υπό το βάρος μιας, άλλοτε κάπως υπαρκτής και άλλοτε γενικώς απροσδιόριστης, απειλής από τα άλλα κράτη με τα οποία συνορεύει, και ως εκ τούτου οφείλει, ακόμα και σήμερα, να τα αντιμετωπίζει σαν τους ενοχλητικούς, ακατανόητους, μα πάντα υποχρεωτικούς γείτονές του.
Τέλος πάντων, έχοντας φύγει σχεδόν σκαστοί από το μάθημα, στο οποίο έπρεπε, λέει, να επιστρέψουμε σε κανένα δίωρο περίπου, ίσα που προλαβαίναμε να κάνουμε μια βόλτα και ενδεχομένως να ψωνίσουμε κάτι που μέχρι πριν λίγη ώρα ούτε καν σκεφτόμασταν πως είχαμε ανάγκη. Άλλωστε, οι πρώτες εικόνες που συναντά κανείς μπαίνοντας στις χώρες που βρίσκονται πέρα των βορείων συνόρων μας, δεν είναι παρά ατέλειωτες επιγραφές στα ελληνικά που διαφημίζουν τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές σε σούπερ μάρκετ, πρατήρια καυσίμων, καταστήματα με αθλητικά είδη, ακόμα και οδοντιατρεία ή κομμωτήρια.
Σε λιγότερο από μισάωρο, λοιπόν, φτάσαμε στα Μοναστήρι ή Μπίτολα, από το οποίο είχαμε περάσει με τον Νίκο και δυο μήνες νωρίτερα, γυρίζοντας από μέσω Οχρίδας από το Βελιγράδι, αλλά λόγω τις καταρρακτώδους βροχής περιοριστήκαμε στο να το δούμε μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου.
Η πρώτη αίσθηση που σου δημιουργείται βλέποντας αυτήν την πόλη είναι ότι, αισθητικά τουλάχιστον, αποτελεί μια συνέχεια της Φλώρινας. Σαν οι δυο τους να είχαν υπάρξει κάποτε μέρη του ίδιου αστικού ιστού, που κάποιος άρπαξε και έκοψε στη μέση τοποθετώντας ανάμεσα, για λόγους ασφαλείας, μια αναγκαία και ικανή έκταση αδιάφορης υπαίθρου. Η αίσθηση αυτή, όμως, σύντομα ανατρέπεται, αφού όσο κι αν μοιάζουν τα κέντρα τους και ειδικά οι αντίστοιχες παλιές γειτονιές γύρω από τα ποτάμια Ντραγκόρ και Σακουλέβα αντίστοιχα, γρήγορα καταλαβαίνεις ότι το Μοναστήρι υπήρξε, κάποτε τουλάχιστον, μια σημαντική βαλκανική μητρόπολη που ξέπεσε σε έναν γκρίζο μεθοριακό σταθμό στον πάτο της παλαιάς Γιουγκοσλαβίας.
Αφού διασχίσαμε, λοιπόν, την πόλη ως το κέντρο, όπου αρχίζουν οι εμπορικοί πεζόδρομοι, αφήσαμε κάπου το αμάξι και συνεχίσαμε με τα πόδια. Παντού σχεδόν ακούγαμε να μιλάνε ελληνικά ή έτσι νομίζω πως μου φάνηκε. Όταν το επισήμανα στον Κώστα, μου είπε πως κάποιοι από αυτούς είναι αυτό που λέμε «ντόπιοι», τονίζοντας κάπως περίεργα τη λέξη. Ο συμφοιτητής, συνταξιδιώτης και αργότερα ολίγον από συγκάτοικός μου, ο οποίος κατάγεται από κάποιο χωριό του Νομού Φλωρίνης, μου αποκάλυψε τότε ότι έχει και κάποιους μακρινούς συγγενείς στο Μοναστήρι, τους οποίους βέβαια βαριόταν να αναζητήσει, δημιουργώντας μου ακόμα περισσότερες απορίες. Οι απορίες αυτές με κάποιον τρόπο θα λύνονταν τον Αύγουστο του ίδιου καλοκαιριού, όταν παραθερίζοντας στο χωριό του Κώστα, θα έπεφτα πάνω σε ένα από τα περίφημα και διαβόητα ταυτόχρονα «σλάβικα» γλέντια της περιοχής.
Αφού περιπλανηθήκαμε για λίγο, χαζεύοντας την εναλλαγή παλιών εργατικών κατοικιών και ακόμα παλιότερων αρχοντικών, καθίσαμε κάπου για έναν σύντομο καφέ. Δίπλα μας, ένας τύπος διάβαζε την αυτοβιογραφία του Σερ Άλεξ Φέργκυσον μεταφρασμένη στα σλαβομακεδονικά. Θυμάμαι που κάθε λίγο και λιγάκι έσκαγε στα γέλια, σήκωνε το κεφάλι του, μας κοιτούσε και επαναλάμβανε φωναχτά το απόσπασμα που μόλις τον είχε τόσο διασκεδάσει. Στα ηχεία έπαιζαν εναλλάξ σλάβικα και ελληνικά λαϊκοπόπ τραγούδια. Σκέφτηκα ότι ένας τουρίστας από την Ιαπωνία ή ξερωγώ το Μεξικό δεν θα μπροούσε με τίποτα να τα ξεχωρίσει.
Γυρίζοντας προς το αυτοκίνητο, περάσαμε μπροστά από ένα μεγάλο δημόσιο κτίριο με ένα χάλκινο άγαλμα απέξω, το οποίο και μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Πλησιάσαμε για να το δούμε καλύτερα και να το φωτογραφίσουμε. Ήταν ένας άντρας με μια κινηματογραφική μηχανή. Ένας από τους αδερφούς Μανάκη, τους πρωτοπόρους κινηματογραφιστές που τότε έμαθα πως ήταν κατά κάποιο τρόπο, ασπούμε, Μοναστηριώτες και που, όπως συμβαίνει με όλους τους επιφανείς Βαλκάνιους της εποχής, η εθνικότητά τους αποτελεί αντικείμενο έριδας μεταξύ των κρατών που διαδέχτηκαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το άγαλμα, αν και πολύ διακριτικό, έμοιαζε αρκετά παράταιρο με τον περιβάλλοντα χώρο, όπου άλλοι περνούσαν κουβαλώντας τις σακούλες με τα ψώνια τους, άλλοι κουβέντιαζαν πίνοντας τον καφέ τους, ενώ έφηβοι και ηλικιωμένοι πηγαινοέρχονταν πάνω στα σκέιτ και στα μπαστούνια τους αντίστοιχα. Κι όμως, ξανακοιτάζοντας πιο προσεκτικά τον χάλκινο αυτόν άνδρα, άρχισα να βρίσκω την παρουσία του όλο και πιο δικαιολογημένη. Ήταν σαν να είχε ταξιδέψει μέσα στον χρόνο για να κινηματογραφήσει την εποχή μας και τις συνήθειες των ανθρώπων της. Πόσο απίστευτα και αδιανόητα θα φαίνονταν τα πλάνα του, όταν θα γύριζε πίσω για να τα παρουσιάσει στους σύγχρονούς του;
Η ώρα, όμως, είχε περάσει και έπρεπε να επιστρέψουμε. Αγόρασα βιαστικά μερικά πακέτα με καπνό, στη μισή τιμή περίπου από όσο κοστίζουν στην Ελλάδα, και φύγαμε.
Στα σύνορα ο φύλακας μάς ρώτησε βαριεστημένος εάν μεταφέρουμε κάτι απαγορευμένο και αμέσως, αρκούμενος στον λόγο μας, σήκωσε τη μπάρα και μας άφησε να περάσουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου